ΝΑ λοιπόν που και η βαρεμάρα έχει τα… καλά της.

ΕΤΣΙ δηλαδή και καταφέρεις να ξεφύγεις από την κατάθλιψη, μπορεί να σε βοηθήσει και νέα ενδιαφέροντα να αποκτήσεις και τις ξεχασμένες αναμνήσεις σου να ξαναζήσεις. 

ΚΑΙ αν ο Βαρουφάκης κατάφερε να κάνει όνομα με επίκεντρο της διαπραγματευτικής του τακτικής τη… δημιουργική ασάφεια, εγώ μπορώ να κάνω θαύματα με τη… δημιουργική σαφήνεια των αναμνήσεών μου.

ΣΥΝΕΠΩΣ, είπα να αξιοποιήσω το data που διαθέτω από αυτό το… ξεχασμένο κεφάλαιο, που έχει συσσωρευτεί στο hard disk της μνήμης μου.

ΑΚΟΜΑ, βέβαια, το «υλικό» είναι εντελώς χύμα και θέλει επεξεργασία και αρχειοθέτηση, αλλά, «εδώ και εκεί» (με λίγη υπομονή) όλο και κάτι ψαρεύω… 

ΑΣ μπω όμως στο «ψητό», να ξέρουμε γιατί μιλάμε. Το τελευταίο τρίμηνο παρατήρησα, ότι δεν αυξήθηκε μόνο ο αριθμός των τηλεφωνημάτων που λαμβάνω από τους αναγνώστες της στήλης, αλλά για κάποιο λόγο και τα καλά σχόλια για τα γραφόμενα.

ΚΑΙ όταν λέω, ο «αριθμός των τηλεφωνημάτων», μην πάει το μυαλό σας σε εκατοντάδες ή δεκάδες τηλεφωνήματα, αλλά σε δύο τρία όλα και όλα μετά κάθε έκδοση.

ΣΤΗΝ προκείμενη όμως περίπτωση, το «ζουμί» των τηλεφωνημάτων, δεν βρίσκεται στον αριθμό των αναγνωστών που τηλεφωνούν, αλλά στο τι λένε ή, στο τι (από τη πλευρά τους) σχολιάζουν.

Η ποιότητα, δηλαδή, των αναγνωστών είναι αυτή που «μετράει» και όχι το πόσοι διαβάζουν τη στήλη.

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι δεν είναι η πρώτη φορά, που τόσοι αναγνώστες μου λένε «καλά λόγια» για τη στήλη, είναι όμως, από τις λίγες φορές, που τα σχόλιά τους με ευχαρίστησαν. Και αυτό δεν συμβαίνει συχνά…

ΞΑΝΑΡΙΧΝΟΝΤΑΣ άλλη μια ματιά στα θέματα με τα οποία καταπιάστηκα τον τελευταίο καιρό, διαπίστωσα ότι έχω περιορίσει τον σχολιασμό της καθημερινότητας (της πολιτικής κυρίως) και είχα δώσει έμφαση σε πιο «προσωπικά» θέματα, που σχετίζονταν με τη μοναξιά και την πνεύματα κόπωση (και τη βαρεμάρα) που προκαλεί σε όλους μας η επανάληψη και ο ατελείωτος μηρυκασμός της επικαιρότητας.

ΚΑΙ όχι μόνο έχω περιορίσει το σχολιασμό της επικαιρότητας, αλλά και όταν αναφερόμουν σε αυτή, το έκανα παρεμβάλλοντας αναφορές άλλων εποχών και παρόμοιων καταστάσεων. 

ΤΟ ίδιο σκέφτομαι να κάνω και σήμερα και πιστεύω ότι έχω κάθε λόγο να το κάνω (ακόμα και χωρίς την άδειά σας) μιας και ο Αλέξης Τσίπρας μού θύμισε έντονα ένα άλλο «παιδί θαύμα»: τον Βασιλάκη Καΐλα.

Η μόνη ορατή (δια γυμνού οφθαλμού) διαφορά μεταξύ τους, είναι η οικογενειακή τους προέλευση και το γεγονός ότι ο Αλέξης γεννήθηκε 20 χρόνια μετά τον Βασιλάκη. 

ΚΑΤΑ τα άλλα, η διαδρομή του Τσίπρα στην πολιτική και του Καΐλα στην έβδομη τέχνη, μοιάζουν σαν μια σταγόνα νερού, αφού και οι δύο έκαναν καριέρα εκφράζοντας τον κατατρεγμό του βασανισμένου λαού μας. 

Ο Βασιλάκης υπήρξε το παιδί-«θαύμα» του μεταπολεμικού νεοελληνικού κινηματογραφικού… ρεαλισμού και ο Αλέξης το παιδί-«θαύμα»,του αριστερού, μεταπολιτευτικού… ριζοσπαστισμού. 

ΚΑΙ οι δύο μίλησαν όσο κανένας άλλος, στις καρδιές των φτωχών και κυνηγημένων από την μοίρα και την πλουτοκρατία ανθρώπων και έγιναν σύμβολα της ελληνικής περηφάνιας και αξιοπρέπειας.

ΑΣ δούμε όμως τι στρατηγικά όπλα χρησιμοποίησε ο μικρός «λουστράκος» για να καταφέρει να στρέψει τους προβολείς της δημοσιότητας και της λαϊκής αποδοχής πάνω του και ποια από αυτά «αντέγραψε» ο Αλέξης για να γίνει πρωθυπουργός. 

ΠΡΙΝ πούμε οτιδήποτε άλλο, είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να λάβουμε αυστηρά υπόψη μας, ότι ο μικρός Βασιλάκης, τις δεκαετίας του 1950 και του 1960 ήταν ένας original και πρωτοπόρος λαϊκιστής, σε σχέση με τον Αλέξη, που ήταν, έως έναν βαθμό, κατεργασμένο προϊόν κομματικού σωλήνα.

ΓΙΑ να μη χάσουμε το στόχο, να προσθέσουμε εδώ ότι ο πρώτος έγινε γνωστός και απέκτησε όνομα ως «λουστράκος» (και ενίοτε «εμποράκος») που αγωνιζόταν κατά της φτώχειας του και ο δεύτερος ως αρχηγός της αντιπολίτευσης που αγωνιζόταν για το ψωμί των απανταχού φτωχών… 

Ο Καΐλας ήταν γιος μιας φτωχής οικογένειας του Πειραιά, που δεν είχε «πού την κεφαλή κλείνει» μέχρι που ο πατέρας του βρήκε δουλειά ως θυρωρός σε μια πολυκατοικία στην οδό… Βουλής στην Αθήνα, ενώ ο Τσίπρας ήταν γιος μιας αθηναϊκής μικροαστικής οικογένειας που είχε (τουλάχιστον) πολιτικά πάρε-δώσε με τη… Βουλή.

Ο Βασιλάκης έπαιξε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο σε ηλικία 4 χρόνων, ενώ ο Αλέξης, τεσσάρων χρονών πρωταγωνίστησε σε μια κατάληψη που οργάνωσε η ΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας) στο νηπιαγωγείο που πήγαινε. 

Η πρώτη ταινία που έπαιξε ο Βασιλάκης το 1957, δίπλα στην τότε μεγάλη πρωταγωνίστρια Έλη Λαμπέτη, ήταν του Μιχάλη Κακογιάννη και έφερε τον τίτλο «Τελευταίο ψέμα». 

ΑΠΟ την πλευρά του, ο Αλέξης πρωταγωνίστησε στο «Πρώτο Ψέμα» του ΣΥΡΙΖΑ, που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλαβάνος όταν τον βοήθησε να εκλεγεί για πρώτη φορά στο Δήμο Αθηναίων το 2007. 

ΕΚΤΟΤΕ ο Αλέξης, όπως και ο μικρός Βασιλάκης, πρωταγωνίστησε σε αρκετά έργα που σκηνοθέτησε ο Φώτης Κουβέλης, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και άλλοι αγωνιστές, που σκηνοθετούσαν αριστερές πολιτικές νουβέλες με λαϊκή απήχηση.

ΝΑ προσθέσουμε εδώ, ότι τον μεν Καΐλα τον έβγαλαν στο «σανίδι» (μετά από μια τυχαία συνάντηση μαζί του στο θυρωρείο του πατέρα του) ο Μιχάλης Κακογιάννης και η Έλη Λαμπέτη, ενώ τον Τσίπρα, ο Χαρίλαος Φλωράκης και η Αλέκα Παπαρήγα, που τον συνάντησαν σε μια «κατάληψη».

ΑΣ πούμε πριν ξεχαστούμε, ότι το άστρο του μικρού Βασιλάκη, που έπαιξε συνολικά σε 117 κινηματογραφικές ταινίες και πολλές θεατρικές παραστάσεις, άρχισε να δύει, από την στιγμή που άρχισαν να στεγνώνουν τα δάκρυα του πονεμένου λαού μας.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον Βασιλάκη άρχισε με το που έκανε ποδαρικό στη χώρα η αντιπολίτευση. Οι προσπάθειες που έκανε στη συνέχεια, παίζοντας σε ερωτικές ταινίες, όπως στη «Θύελλα της αγάπης» και στη «Φλογισμένη σάρκα», απέτυχαν, αφού όλοι ήθελαν να τον θυμούνται (και να κλαίνε…) σαν τον φτωχό «λουστράκο» και όχι ως φλογερό εραστή. 

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ακριβώς μέρες μετά την άφιξη του παππού Καραμανλή στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στις 28 Ιουλίου 1974, γεννήθηκε ο Αλέξης, ο οποίος έμελλε να ακολουθήσει, μετά από μια εικοσαετία, τα πονεμένα και δακρύβρεχτα λαϊκά μονοπάτια.

Ο νέος Βασιλάκης Καΐλας είχε γεννηθεί. Και επειδή ήταν από τους λίγους που με το καλημέρα στην πολιτική κατανόησε, ότι οι ύμνοι στη φτώχεια του λαού, στα δάκρυα, τον πόνο και τον κατατρεγμό του, πωλούν, τότε… 

…ΤΟΤΕ, έτσι και τα σερβίρεις με λίγη εθνικιστική υπερηφάνεια και πατριωτική αξιοπρέπεια, όχι εκλογές μπορείς να κερδίσεις, αλλά μέχρι και τις κάλπες μπορείς να πάρεις στο σπίτι σου… 

ΚΑΤΑΛΑΒΕ, ρε παιδί μου, ο άνθρωπος, ότι ο πικραμένος λαός μας προτιμούσε να βρει κάποιον να τον συμπονέσει και να κλάψει μαζί του για τις συντάξεις που μειώνονται και την καλοπέραση που φυλλοροεί σαν τα φύλλα του Φθινοπώρου, παρά κάποιον που θα ξέρει να κυβερνά.

ΚΑΤΑΛΑΒΕ, επίσης, ότι τα επιτυχημένα ψέματα αξίζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε αλήθεια. Συνεπώς, κοντά στο νου και η γνώση…

ΤΟ μόνο που είχε να κάνει για να πάρει και τα… σώβρακα των αντιπάλων του είναι ήταν να εφορμήσει στην πολιτική την ίδια επιτυχημένη συνταγή που ακολούθησε και ο Βασιλάκης Καΐλας και έγινε το «παιδί θαύμα» του ελληνικού κινηματογράφου. 

ΚΑΙ αν αυτό το πέτυχε ο πονεμένος Βασιλάκης, φορτωμένος με ένα κασελάκι, θα μπορούσε να το πετύχει και το «χαμογελαστό παιδί» της περιφρονημένης Αριστεράς. 

ΑΣΕ που τον Τσίπρα δεν τον κυνηγούσε μόνο η ντόπια πλουτοκρατία (όπως το «λουστράκο») αλλά και οι πλούσιοι Ευρωπαίοι τραπεζίτες βοηθούμενοι, μάλιστα, από τις χώρες τους.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, ο Τσίπρας είχε μελετήσει σε τέτοιο βάθος τον ελληνικό ψυχισμό, που κατάφερε να αποτελειώσει ό,τι άφησε στη μέση ο Καΐλας. 

ΘΑ θυμάστε βέβαια, ότι το κλασικό μοτίβο όλων των μεταπολεμικών ταινιών στις οποίες έπαιζε ο Βασιλάκης, δίπλα στην Νίκο Ξανθόπουλο, τον Μπάρκουλη και τον Παπαμιχαήλ, ήταν να παντρευτεί το φτωχό και κυνηγημένο λαϊκό κορίτσι έναν πάμπλουτο αστό για να ξεφύγει από την φτώχεια του και να σώσει και την οικογένειά του. 

Ε, αυτό το πέτυχε ο Τσίπρας το πρώτο εξάμηνο της πρωθυπουργίας του, όταν παραθέριζε στην βίλα ενός πλούσιου φίλου στο Σούνιο και πήγαινε στο Μέγαρο Μαξίμου με ελικόπτερο…

ΤΙ άλλο θα μπορούσε να ζητήσει από τη ζωή του ένας λαϊκός αγωνιστής της Αριστεράς; Δεν είναι και λίγο να δρασκελίσει (κρατώντας τον λαό από το χέρι) το χάσμα των… τάξεων. Γεια χαρά.