Αιμίλιε, γράφεις για μας!

«Ήθελα να γίνω αόρατος...»

Αλλά αυτή είναι η δική μου ιστορία. Αιμίλιε γράφεις για μας!

Την αυτοβιογραφία του Εφέτη του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας, Αιμίλιου Κύρου, φαίνεται να διεκδικούν τουλάχιστον δύο γενιές.

Η αγγλική έκδοση, που κυκλοφόρησε το 2012 με τίτλο “Call me Emilios”, τάραξε τα νερά της παροικίας – και όχι μόνο.

Τώρα έρχεται η έκδοση στην Ελληνική γλώσσα, εμπλουτισμένη, με περισσότερες φωτογραφίες και περιγραφές για τη ζωή στην Ελλάδα πριν το 1968, να κερδίσει και ένα μεγάλο μέρος αναγνωστών της πρώτης γενιάς που δεν έχουν πρόσβαση στην αγγλική.

Πρώτα ο αφοπλιστικός τίτλος “Να με λέτε Αιμίλιο”, φέρνει τον διακεκριμένο δικαστή ν’ απλώνει το χέρι του σε μια ζεστή χειραψία με τον αναγνώστη και μετά να ξετυλίγει τη ζωή του, από τον τόπο που είδε το πρώτο φως, στο ταπεινό χωριό Σφηκιά Ημαθίας, μέχρι την ανάδυσή του στο ανώτατο νομικό στερέωμα της Πέμπτης Ηπείρου, να τον κερδίζει ολοκληρωτικά.

Η πρόθεσή του να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, κερδίζει τον αναγνώστη από την αρχή.

Η φωνή του από την εισαγωγή του βιβλίου, ακούγεται ζεστή, οικεία, αποπνέοντας μια καθαρότητα ψυχής και ενός νου, που με τον απλούστερο τρόπο προσπαθεί και κατορθώνει να φθάσει στην ουσία των πραγμάτων.

Να δώσει την πραγματικότητα μιας άλλης εποχής με τα πράγματα, τους ανθρώπους και το περιβάλλον που την χαρακτηρίζουν.

Η ανάσα της αφήγησης είναι σχεδόν κοφτή, δίνοντας συχνά την εντύπωση ότι δεν επιθυμεί να πει τίποτε περιττό, αλλά ούτε και ν’ αφήσει απέξω μια λεπτομέρεια που μετράει. Λιτότητα, περιεκτικότητα, λόγος μεστός και ακριβής, χαρακτηρίζουν το στιλ της γραφής του.

“Οι χωριανοί χρησιμοποιούσαν ανέμες για να υφάνουν νήματα από μαλλί και βαμβάκι. Έβαφαν το νήμα, έπλεκαν ρούχα με το χέρι και ύφαιναν κουβέρτες και χαλάκια στους αργαλειούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια φτιαγμένα από γουρουνίσιο δέρμα, διότι δεν διέθεταν χρήματα για παπούτσια ή μπότες.

Λωρίδες δέρματος μεταχειρίζονταν ως κορδόνια. Τα τσαρούχια χρησιμοιούνταν ευρύτατα μέχρι τη δεκαετία του 1950”.

ΣΩΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ

“Προσπάθησα να δώσω μια σωστή εικόνα της εποχής, του τόπου και του τρόπου που έζησαν οι γονείς μου. Επιδίωξα να είμαι ακριβής” θα πει στη συνάντησή μας, πριν λίγο καιρό – και με την παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης να πλησιάζει.

“Οι συνθήκες δουλειάς στη Σφηκιά ήταν πρωτόγονες και επίπονες. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, οι χωριανοί ξυπνούσαν την αυγή, τάιζαν τα ζώα και μετά πήγαιναν στα χωράφια κάθε μέρα με τα ζώα, εκτός Κυριακής. Μέχρι να φτάσει το πρώτο τρακτέρ, στη Σφηκιά, γύρω στα 1962, η αγροτική δουλειά ήταν χειρωνακτική. Οι χωριανοί χρησιμοποιούσαν ζώα και υποτυπώδη εργαλεία, όπως αλέτρια, μαχαίρια και δρεπάνια. Γαϊδούρια και άλογα χρησίμευαν στο όργωμα, το αλώνισμα και κουβαλούσαν υλικά και τη σοδειά. Έπειτα, χρησιμοποιούσαν βόδια στο όργωμα”.

Με την αφήγησή του, είναι φανερό ότι στόχος του είναι να μην αφήσει κενά. Είναι, ακόμη, σαν να απαντά σε ερωτήματα που ο συνομιλητής του, του υποβάλει, όπως “και οι άνθρωποι του χωριού τι ασχολίες είχαν;”

“Οι άντρες και οι γυναίκες έκαναν τις ίδιες δουλειές, όπως να σπέρνουν και να θερίζουν στα χωράφια. Το μεσημέρι έτρωγαν και ξεκουράζονταν για μία ώρα κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και μετά συνέχιζαν να δουλεύουν μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Όταν γύριζαν στο χωριό, τους περίμενε περισσότερη δουλειά. Έπρεπε να ταΐσουν τα ζώα στα μαντριά, να μαζέψουν αυγά από το κοτέτσι, να ποτίσουν τον κήπο και το περιβόλι, να μαγειρέψουν για βραδινό και πολλά άλλα”.

Οι εικόνες του αποπνέουν ακρίβεια και καθαρότητα. Γι’ αυτό και συναρπάζουν.

“Τα σπίτια στη Σφηκιά ήταν χτισμένα από στρώματα λαξευμένης πέτρας, ενωμένα με ασβεστοκονίαμα και στηριζόμενα από ξύλινα μαδέρια. Είχαν ξύλινες πόρτες και κουφώματα και σκεπές από πλάκες σχιστόλιθου. Τη δεκαετία του 1960, πολλά σπίτια ήταν σοβαντισμένα και τα κεραμίδια αντικατέστησαν τις πλάκες. Μερικά σπίτια ήταν διώροφα, με τους δύο ορόφους να συνδέονται με εξωτερικά τσιμεντένια σκαλιά. Το ισόγειο χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη ή μαντρί και ο πρώτος όροφος αποτελούσε την κατοικία. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, τα έπιπλα ήταν λίγα και η κατοικία ήταν γενικά βασική και απλή.

Τα σπίτια δεν είχαν τρεχούμενο νερό, ηλεκτρισμό ή υγραέριο μέχρι τη δεκαετία του 1970. Πόσιμο νερό και νερό για μαγειρική και μπάνιο (το τελευταίο σε μικρή μπανιέρα), μαζευόταν από τέσσερις βρύσες που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη του χωριού και μεταφέρονταν στα σπίτια σε μεγάλες στάμνες. Η βρύση στη γειτονιά μας χτίστηκε το 1937 και λεγόταν “Ευρυτάρης”.

Δεν απομακρύνεται, πριν δώσει απτά το παραδοσιακό οικογενειακό σχήμα.

“Τρεις, και μερικές φορές τέσσερις γενιές της ίδιας οικογένειας, έμεναν στο ίδιο σπίτι. Το έθιμο ήταν ότι τουλάχιστον ένας γιος θα παρέμενε στο οικογενειακό σπίτι όταν παντρευόταν. Αναμενόταν ότι ο γιος αυτός θα φρόντιζε τόσο το σπίτι όσο και τους γονείς, την γιαγιά και τον παππού”.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τα κατοχικά χρόνια και αυτά του εμφύλιου που ακολούθησαν, αποτελούν ουσιώδες, όσο και αιχμηρό μέρος της ζωής των γονιών του στην αυτοβιογραφία του Αιμίλιου Κύρου.

“Τα παιδικά χρόνια των γονέων μου επισκιάστηκαν από τη Γερμανική κατοχή της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε.

Οι Γερμανοί ήρθαν στη Σφηκιά για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 1941, όταν ο πατέρας μου ήταν οκτώ και η μητέρα μου πέντε ετών.

Οι Γερμανοί δεν εγκατέστησαν βάση στο χωριό. Περνούσαν πού και πού και έφευγαν την ίδια μέρα. Εκείνη την εποχή όταν κάποιος άκουγε τους Γερμανούς να πλησιάζουν, φώναζε “Γερμανοί!” και τα νέα εξαπλώνονταν γρήγορα στο χωριό. Όλοι εγκατέλειπαν το χωριό και πορεύονταν προς τα χωράφια για να κρυφτούν. Η μητέρα μου θυμάται να αρπάζει τον αδελφό της τον Αλέκο όταν ήταν μωρό και να τρέχει από το σπίτι προς τα χωράφια. Οι άνθρωποι κρύβονταν στις σπηλιές και λακκούβες μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί”.

Οι αφηγήσεις των γονιών του που έδωσαν το έναυσμα, όπως θα πει ο ίδιος, για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, συμπεραίνει κανείς ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζονταν από ζωντάνια και παραστατικότητα.

“Οι γονείς μου θυμούνται την περίσταση όπου οι αντάρτες ήρθαν στη Σφηκιά και συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία του χωριού. Έκαναν αντιφασισιτικές ομιλίες και ανακοίνωσαν στους κατοίκους ότι είτε ήταν με το μέρος τους είτε εναντίον τους. Πήραν μαζί τους 60 άντρες ηλικίας 16 με 40 ετών, εκείνη τη μέρα, συμπεριλαμβάνοντας τον 16χρονο πρώτο εξάδελφο του πατέρα μου, τον Αντώνη Κύρου, τον γιο του Γιώργου και της Σταματίας Κύρου”.

Για τα οκτώμισι χρόνια της ζωής του στη Σφηκιά, ο Αιμίλιος Κύρου γράφει: “Παρά τις δυσχέρειες της ζωής στη Σφηκιά, δεν θυμάμαι να ήμουν ποτέ δυστυχισμένος”.

Στη συνέχεια δίνει στιγμιότυπα από την παιδική του ζωή που δείχνουν ότι τα παιδιά τότε έβρισκαν τη χαρά στα απλά πράγματα που ήταν εκεί, και προσφέρονταν απλόχερα, τα ίδια για όλους.

“Το καλοκαίρι, βγάζαμε τα ρούχα μας και τσαλαβουτούσαμε στα ρηχά ποταμάκια ή στις ρηχές λιμνούλες στα περίχωρα του χωριού. Το νερό ήταν πάντα καθαρό και δροσερό και μας άρεσε να πετάμε νερό στον καθένα και να βουτάμε ο ένας τον άλλον.

Προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε πουλιά με σφεντόνες που τις είχαν φτιάξει οι πατεράδες μας από ένα διχαλωτό κλαδάκι και ένα λάστιχο…

Οποιοδήποτε πουλί πιάναμε συμπεριλαμβανόταν στο δείπνο μας”.

Είναι απλός, υπέρτατα ευγενής και ανεπιτήδευτος. Γι’ αυτό και αιχμαλωτίζει με την προσωπικότητά του όποιον τον γνωρίζει.

Τον ρωτώ αν είχε κάποιο πρότυπο που ήθελε να φτάσει.

“Όχι. Μόνο την έντονη προτροπή, από πολύ νωρίς, από τους γονείς μου, για μελέτη.

Θυμάμαι να μου λένε πάντα: “Πρέπει να σπουδάσεις, αλλιώς θα γίνεις φτωχός και αγράμματος όπως εμείς”.

Έχω την εικόνα του πατέρα μου να γυρίζει κατάκοπος και λερωμένος από τη δουλειά. “Αν δεν θέλεις να γίνεις έτσι, πρέπει να διαβάζεις. Πρέπει να μορφωθείς. Πρέπει να είσαι καλός μαθητής”. Το εμπέδωσα από πολύ νωρίς και μελετούσα πολύ. Επειδή δεν μπορούσα να πάω όπως άλλοι συνομήλικοί μου σε ιδιωτικό σχολείο, προσπαθούσα να γεφυρώσω αυτό το κενό με επιπλέον μελέτη. Τα κατάφερα” θα πει αυτό το Κυριακάτικο πρωί που έχω την τιμή να συνομιλώ μαζί του.

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Ο δικαστής Αιμίλιος Κύρου γεύτηκε ολόστομα τον ρατσισμό. Γράφει: “Θυμάμαι να με αποκαλούν με υποτιμητικούς ρατσιστικούς όρους στο σχολείο, όπως “wog”, “greaser”, “dago”, “choc”, bald choc” και “spag”.

Αυτοί οι όροι ήταν πάρα πολύ υβριστικοί και μείωναν την αυτοπεποίθησή μου. Αισθανόμουν περιθωριοποιημένος, ειδικά τους πρώτους μήνες”.

Φέρνοντας πίσω τις εμπειρίες αυτές, θα πει σήμερα: ” Πίστεψέ με. Την εποχή εκείνη ευχόμουν να γινόταν να είμαι αόρατος “.

Τον κοιτάζω και διερωτώμαι μήπως τα ίδια συναισθήματα είχαν όλοι εκείνοι που σήμερα του λένε : “Αιμίλιε, γράφεις για μας”.

Φαίνεται να διαβάζει τη σκέψη μου.

“Ίσως να είναι λύτρωση για όλους εκείνους που γεύτηκαν τον ρατσισμό. Για όλους εκείνους που ήθελαν, επίσης, να είναι αόρατοι, όπως εγώ. Πολλοί -δυστυχώς- πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα. Απομακρύνθηκαν και δεν γύρισαν πίσω. Αυτό με λυπεί. Αντίθετα, χαίρομαι όταν έχω την ευκαιρία να πω σε νέους δικηγόρους που ανησυχούν για την επίδραση που μπορεί να έχει στην καριέρα τους η ελληνική καταγωγή τους, ότι είναι πλεονέκτημα. Σε τελική ανάλυση, όμως, μόνο οι καλύτεροι του χώρου επιπλέουν”.

Αναμφισβήτητα. Ο ίδιος, εξάλλου, αποτελεί ζωντανή έκφραση του πιστεύω του.

* H παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου θα γίνει την Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου, 6μμ. -7μμ., από το Ελληνικό Μουσείο και τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο στο χώρο του Ελληνικού Μουσείου, 280 William Street, Melbourne.

H παρουσίαση θα γίνει από τον πρέσβη της Ελλάδας στην Αυστραλία, κ. Χαράλαμπο Δαφαράνο και την κ. Εύα Δαφαράνου.