Σε πολλές μορφές της Τέχνης και, φυσικά, στην ποίηση παρατηρούμε ότι αποτελεί κυρίαρχη τάση η υποχώρηση από τον πειραματισμό. Και παράλληλα καταγράφεται μία -εξωστρεφής μεν συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες- πορεία προς το εξομολογητικό ύφος της ποιητικής καταγραφής συναισθημάτων. Η νοσταλγία της belle époque του υπερκαταναλωτισμού και η απογοήτευση/μελαγχολία των ανεκπλήρωτων ονείρων (που ήταν κατά βάση καταναλωτικής φιλοσοφίας) δεν υποστηρίζουν την επίκληση του καινούριου ούτε τον γλωσσικό ή στιχουργικό πειραματισμό. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι αρκετοί από τους “ποιητές της αγανάκτησης” αναζητούν μία διαφορετική έκφραση, πειραματίζονται στη μορφή ή το στίχο, στο ύφος και τις θεματικές.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η Τζούλια Φορτούνη με τη -δεύτερη- ποιητική της συλλογή «δήγμα γραφής» (Μανδραγόρας, 2015).

H ποίηση της Φορτούνη είναι υπαρξιακή με κοινωνικές προεκτάσεις και αναφορές συχνά. Ξεχωρίζει η λιτή διατύπωση μέσα σε στίχους-θραύσματα. Στην πραγματικότητα όλη η συλλογή είναι ολιγόλεκτη με συνθέσεις μέσης ή μικρής έκτασης, που εκφράζει φόβο για το παρόν και το μέλλον, τη μνήμη. Η βραχυλογική έκφραση εξάγει με δεινότητα το συναίσθημα της απογοήτευσης και της ανατροπής. Αξίζει να καταγράψουμε τον ιδιαίτερο δυναμισμό, την εκφραστική τραχύτητα και πυκνότητα με έναν δραματικό τόνο, ανάλογο του ευρύτερου κοινωνικού συναισθήματος, και των σύγχρονων αισθητικών αντιλήψεων. Η στιχουργική της είναι σκληρή.

Οι στίχοι σπάνε απότομα εκφράζοντας με ένταση τον πόνο και την μελαγχολία που κυριαρχεί στην ίδια την κοινωνία. Η απουσία σημείων στίξεως (κόμματα ή τελείες) δημιουργούν μία αίσθηση συνένωσης των στίχων και θεριεύουν τη στιχουργική ωμότητα. Τα ουσιαστικά και τα ρήματα δεσπόζουν σε όλη τη συλλογή. Τα επίθετα και τα επιρρήματα μοιάζει σα να εξορίστηκαν αφήνοντας μία ποιητική συλλογή απαλλαγμένη από περιττά στολίδια και μιλώντας αποκλειστικά με τη δύναμη της ουσίας των λέξεων και των συναισθημάτων.

Παράλληλα, το ρήμα αποκτά ξανά την κεντρικότητα που του αρμόζει. Στη σύγχρονη ποίηση, υπάρχει η τάση να υποβιβάζεται το ρήμα ως ανούσιο, μέσα στους “σπασμένους” μεταμοντέρνους στίχους. Ωστόσο, η Φορτούνη το επαναφέρει στην κεντρικότητα που του αρμόζει ως το σημαντικότερο μέρος του λόγου. Χαρακτηριστική, από την άλλη, είναι η εικονοπλασία. Η εκφραστική λιτότητα σε συνδυασμό με τη συνειρμική αλληλουχία μέσα στους συντετριμμένους στίχους φανερώνουν τις υπερρεαλιστικές επιρροές της ποιητικής της. Αξιοποιεί τη δύναμη του συναισθήματος κάνοντας τον αναγνώστη να ολοκληρώνει εκείνος την εικόνα, καθιστώντας τον συμμέτοχο/ενεργό στο ξεδίπλωμα του ποιήματος. Οι εικόνες της συχνά μοιάζουν με τμήματα ενός σπασμένου καθρέφτη. Πηγάζουν μέσα από μία κοινή βιωματικότητα.

Τα φυσικά στοιχεία (ήλιος, βροχή, θάλασσα, φθινόπωρο, άνοιξη, ζώα) είναι απαλλαγμένα από κάθε ρομαντική διάσταση, ενώ δεν εκλείπουν κοινωνικές αναφορές (επιτάφιος, σπίτι, άνθρωποι, παιδικότητα). Οι υπερρεαλιστικές όμως τάσεις της Φορτούνη, με την ένταση που γεννούν οι στίχοι και οι εικόνες της, με την -αυστηρά νοούμενη- νοηματική ασυνέχεια των συνθέσεών της, έρχονται σε αντίθεση προς τον αριθμοποιημένο ρεαλισμό της καθημερινότητας. Επιστρέφει τον αναγνώστη στην οδό των συνειρμών και των αισθήσεων. Τον προσανατολίζει προς τον ίδιο τον Άνθρωπο, γυρνώντας την πλάτη στη δηκτική πραγματικότητα. Έτσι, η απελευθέρωση της φαντασίας γίνεται ένα όπλο αντίστασης απέναντι στη μελαγχολία του -κοινωνιοδαρβινικής φύσης- ρεαλισμού.

*Το κείμενο πάρθηκε από διαφορετικά δημοσιεύματα-παρουσιάσεις στο διαδίκτυο.