Με αποβολή φαίνεται να καταδικάζει ο Εργατικός πρέμιερ της Βικτώριας, τις ξένες γλώσσες, προβαίνοντας σε δηλώσεις που μας γυρίζουν τουλάχιστον δύο δεκαετίες πίσω.
“Αυτό που θα πρέπει να θυμάστε είναι ότι η Κίνα θα είναι σύντομα η μεγαλύτερη αγγλόφωνη χώρα στον κόσμο” είπε στους δημοσιογράφους που τον συνόδευσαν στο ταξίδι που επιχείρησε πρόσφατα στο Πεκίνο για σύσφιξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Βικτώριας και Κίνας, ο Daniel Andrews.
“Γι’ αυτό, ξεχάστε τη γλώσσα και ρίξτε όλο το βάρος σας στην κουλτούρα του τόπου, γεγονός που θα μας βοηθήσει όλους να κατανοήσουμε πώς παίρνονται οι αποφάσεις στην Κίνα, δεδομένου ότι η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων με τους γείτονές μας ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερης σπουδαιότητας, όσο τώρα”.
Σοφές κουβέντες που άκουσαν οι δημοσιογράφοι και προφανώς ανέπνευσαν με ανακούφιση, αφού μια τέτοια δήλωση δεν έκανε τη γνώση της κινέζικης γλώσσας βασικό κριτήριο για κάλυψη επισκέψεων στη γείτονα.
Και αν ήταν μόνο αυτό, δήλωση δηλαδή που περιοριζόταν και προοριζόταν μόνο για τα μίντια, πάει καλώς. Ο κ. Andrews, όμως, όπως φαίνεται από τα μέτρα που έλαβε, είναι αποφασισμένος να καταδικάσει τις γλώσσες σε αποβολή ή επί το ακριβέστερο, σε εξοστρακισμό από τα σχολεία.
ΠΕΡΙΤΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ
Ο ίδιος δήλωσε ότι ο στόχος της προηγούμενης κυβέρνησης, κάθε παιδί από την προσχολική ηλικία μέχρι το δέκατο σχολικό έτος να διδάσκεται μια ξένη γλώσσα μέχρι το 2025, μπορεί να ακούγεται ωραία, πρακτικά όμως δε λειτουργεί.
“Υπάρχουν πιο έξυπνοι τρόποι να μάθει κανείς μια δεύτερη γλώσσα” τόνισε.
Ποιοι είναι αυτοί απαξίωσε να αναφέρει ο πρέμιερ της Βικτώριας και το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται να το επιχειρήσει, όχι τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.
Κατ’ ανάγκη, όλοι εμείς που πιστεύουμε στην εκμάθηση τουλάχιστον μιας δεύτερης γλώσσας στο σχολείο, ας το ξεχάσουμε.
Να υπενθυμίσουμε ότι τουλάχιστον για τέσσερις δεκαετίες, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Whitlam, διαδοχικές ομοσπονδιακές και πολιτειακές κυβερνήσεις, επιχείρησαν ν’ αλλάξουν το κατ’ εξοχήν αγγλόφωνο πρόσωπο της χώρας, εμπλουτίζοντάς το επίσημα, μέσα από το σχολικό πρόγραμμα, με μία δεύτερη γλώσσα. Ήταν κάτι που επέβαλε ο πολυπολιτιστικός και πολυγλωσσικός χαρακτήρας της χώρας.
Το μεγάλο “άνοιγμα” βέβαια προς τη γείτονα, είχε επιχειρηθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Kevin Rudd ο οποίος- γνώστης ων της κινέζικης γλώσσας ο ίδιος – πριν τις εκλογές του 2007, ανακοίνωσε ένα σχέδιο, ύψους $68 εκατ. για την αναβίωση των Ασιατικών γλωσσών στις σχολικές τάξεις. Επί ημερών του εντούτοις – οι οποίες δεν ήταν αριθμητικά ενυπωσιακές – δεν επιτεύχθηκαν πολλά.
Στην ίδια κατεύθυνση πορεύτηκε και ο πρώην πολιτειακός πρέμιερ, Ted Baillieu, o οποίος στο πλαίσιο ταξιδιού στην Κίνα, με κίνητρο τη σύσφιξη εμπορικών σχέσεων το 2012, ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει έμπρακτα την εκμάθηση της γλώσσας των γειτόνων, αναφέροντας μάλιστα ενδεικτικά το σχέδιο να στείλει μαθητές της τρίτης Γυμνασίου στην Jiangsu όπου θα είχαν την ευκαιρία να κάνουν πρακτική εξάσκηση. Εάν τέθηκε το σχέδιο σε εφαρμογή ποτέ δεν έγινε γνωστό.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ
Θεωρητικά, οι γλώσσες στα σχολεία της Βικτώριας είναι ένα από τα οκτώ βασικά μαθήματα που επιβάλλεται να διδάσκονται στην τάξη. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι δεν έχουν την ευχέρεια όλα τα σχολεία της πολιτείας να προσφέρουν μία δεύτερη γλώσσα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, όπως αναφέρεται, είναι η εύρεση προσοντούχων εκπαιδευτικών.
Σύμφωνα με έγκυρα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, πάνω από το ένα τέταρτο των εκπαιδευτηρίων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και και πάνω από ένα στα δέκα σχολεία δευτεροβάθμιας, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν μια δεύτερη γλώσσα.
Ο καθηγητής γλωσσών, Joseph Lo Bianco, από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, είπε αναφορικά ότι μεγαλύτερης σπουδαιότητας από τους στόχους, είναι τα υψηλής ποιότητας προγράμματα γλωσσών: “Αν κοιτάξουμε την πραγματική εικόνα, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις από το 1990 και έκτοτε έχουν θέσει στόχους και καμία δεν τους έχει επιτύχει. Τί σημαίνει αυτό; Πρακτικά ότι οι στόχοι είναι οπωσδήποτε χρήσιμοι όταν είναι ρεαλιστικοί και τοποθετημένοι σε στέρεη βάση. Από ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί”.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος του Αυστραλιανού Συνδικάτου Εκπαιδευτικών (AEU), Meredith Peace, δήλωσε ότι δεν υπάρχει λόγος να θέτει κάποιος μακροπρόθεσμους στόχους εάν δεν έχει μεθοδεύσει την υλοποίησή τους”.