ΑΠΟ πού να αρχίσω και τι να αφήσω; Από το χάρο ή το Αλτσχάιμερ…

ΤΟ Αλτσχάιμερ χτυπάει πρώτο και, μάλιστα, επιλεκτικά, ενώ ο Χάρος είναι ένας τύπος (με μνήμη καμήλας) που, ναι μεν μπορεί να αργεί, αλλά ποτέ δεν λησμονεί.

ΛΕΩ, λοιπόν, πριν λησμονήσω, έναν ακόμα φίλο να αποχαιρετήσω…

ΠΕΝΤΕ λόγια να γράψω, για τον Γιώργο τον Βασιλόπουλο που έφυγε από κοντά μας την περασμένη Παρασκευή.

ΑΝ και τον Γιώργο τον γνώριζα πολύ καλά (από τα χρόνια τα παλιά) τον θάνατό του τον πληροφορήθηκα από την αγγελία του θανάτου του στο «Νέο Κόσμο».

ΜΙΑ σελίδα, που λειτουργεί πια και ως υπηρεσία έκδοσης… διαβατηρίων για τον άλλο κόσμο.

ΟΠΩΣ όλοι μας, εκεί ρίχνω πρώτα μια βιαστική ματιά για να εντοπίσω τους… αναχωρητές.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ τους βιαστικούς. Όλους αυτούς, δηλαδή, που είτε φεύγουν κάπως γρήγορα, ή απροειδοποίητα…

…ΑΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΑ, βέβαια, για όλους τους (ασυγχώρητους) σαν εμένα που επικαλούμενος το άγχος της ισοπεδωτικής καθημερινότητας, έχω «κατεβάσει ρολά» στις κοινωνικές μου επαφές.

ΓΙΑ τον πιο πάνω λόγο -και όχι μόνο-, πριν αναφερθώ στον Γιώργο, το «φούτι», το Mount Buller, την Αρκαδία, την Καλαμάτα και τον Ταΰγετο, θα δημοσιεύσω δέκα από τις είκοσι συνολικά αράδες, που αφιέρωσε στον Γιώργο Βασιλόπουλο, ως αποχαιρετιστήριο, ένας φίλος του, ο Ηλίας Αδαμόπουλος.

ΚΑΙ αυτό το κάνω, γιατί το συλλυπητήριο μήνυμα του Ηλία (που δημοσιεύουμε ολόκληρο στη σελίδα των κηδειών), δείχνει ότι γνώριζε καλά και σε βάθος τον Γιώργο.

ΝΑ πώς έχει το σύντομο, αλλά πολύ περιεκτικό αποχαιρετιστήριο του φίλου του:

«ΚΑΘΕ φορά που ακούω το τραγούδι του Σινάτρα («My way») σε σκέφτομαι και θυμάμαι τα σπουδαία που έκανες. Τις δυσκολίες, τα δύσκολα χρόνια στην Αυστραλία, αλλά και τα πόσα έμαθες και τα έμαθες και σε μένα.

ΤΩΡΑ έριξες την αυλαία σου, αλλά την έριξες με τον δικό σου τρόπο. Μας αναστάτωσες, μας ξεγέλασες και τελικά έφυγες.

ΕΙΧΕΣ τον δικό σου όμορφο τρόπο να βλέπεις τα πράγματα. Ήσουν αληθινός, όπως αληθινή ήταν η ζωή σου. Όμως, οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί.

ΚΑΙ μαζί με σένα χάθηκε και ο παράδεισος της κουζίνας σου, με το ριζότο σου κι ένα μπουκάλι κρασί. Όπως έκανες με το δικό σου τρόπο.

ΑΛΛΑ αυτά και τόσα άλλα, θα υπάρχουν πάντα μέσα μου και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.

ΟΠΩΣ θα υπάρχει γραμμένο το όνομά σου στην καμπάνα πάνω στο βουνό σου. Αυτό δεν το είχες σχεδιάσει.

ΑΛΛΑ κατάφερες ν’ αφήσεις το σημάδι σου εκεί ψηλά, όπως το άφησες και στις καρδιές μας. Με το δικό σου τρόπο».

ΤΟΝ Γιώργο και το έτερο μισό της ύπαρξής του (την γυναίκα του την Έλενα) τον γνώρισα για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η «αυτοκρατορία» του στο Mount Buller βρισκόταν στην ακμή της και όταν χιόνιζε δεν έβρισκες καρέκλα στο μαγαζί του.

ΕΠΕΙΔΗ το ζευγάρι ήταν καλοί φίλοι του Τάκη Γκόγκου, τους έβλεπα, όταν περνούσαν από τα γραφεία της εφημερίδας, πριν επισκεφθούν (σε ετήσια βάση) την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, όταν έκλειναν το μαγαζί τη θερινή περίοδο.

Η Έλενα ήταν (και παραμένει) φανατική αναγνώστρια της εφημερίδας (και της στήλης) και πάντα μού έπιανε την κουβέντα για πολλά και διάφορα και με ρωτούσε να τής πω τη γνώμη μου για ορισμένα βιβλία που ήθελε να αγοράσει.

ΚΑΘΕ φορά, πριν φύγουν για την Ελλάδα, με καλούσαν να με φιλοξενήσουν στο σπίτι τους στην Καλαμάτα, αλλά μια το ένα μια το άλλο, πέρασαν χρόνια μέχρι να πάρω την απόφαση να πάω.

ΤΟ 2008 φιλοξενούσαν στο σπίτι τους τον Τάκη Γκόγκο, οπότε ξέροντας ότι είμαι και εγώ στην Ελλάδα, μού τηλεφώνησαν να τους επισκεφτώ.

ΓΙΑ να μην το «ξεχάσω», ο Γιώργος μου είπε ότι, κάθε φορά που θα πηγαίνω στο χωριό μου και αφού περάσω το τούνελ του Αρτεμισίου, να κοιτάζω δεξιά και να μην ξεχνώ ότι το χωριό που βλέπω είναι το χωριό του. Το Σάγκα που απέχει λίγα χιλιόμετρα από την Τρίπολη και το χωριό μου.

«ΜΙΑ ώρα πιο κάτω είναι η Καλαμάτα (μού έλεγε) και λίγο πιο έξω το σπίτι μας. Με τη μοτοσυκλέτα σου ούτε μια ώρα δεν θα κάνεις. Εκτός από θάλασσα, έχουμε πισίνα, μεγάλο σπίτι με διπλή κουζίνα και πολλά φρουτόδεντρα. Μην ξεχάσεις να έλθεις όταν ωριμάζουν τα σύκα… Κανείς άλλος σ’ ολόκληρη τη Μεσσηνία, δεν έχει καλύτερες συκιές από εμένα».

ΠΗΓΑ, κάθισα ένα τριήμερο και στη συνέχεια φύγαμε μαζί με τον Τάκη Γκόγκο για τη Χίο. Να προσθέσω εδώ ότι ο Γιώργος με άφησε να φύγω, αφού προηγουμένως (για να βεβαιωθεί ότι θα επιστρέψω) με υποχρέωσε να αφήσω… ενέχυρο την μοτοσυκλέτα μου.

ΣΤΗ Χίο καθίσαμε καμιά εβδομάδα φιλοξενούμενοι στο σπίτι του Σωτήρη Χατζημανώλη που το στρίμωγμά του ουδεμία σχέση έχει με την άπλα και την άνεση του αρχοντικού της Έλενας και του Γιώργου. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία, στην οποία και δεν θα επεκταθώ για να μη… πληγώσω τον Σωτήρη.

ΑΣΕ που με το χωριό και το σπίτι του Σωτήρη που ολημερίς αγναντεύει από ψηλά το Αιγαίο, με συνδέουν άλλες υπόγειες διαδρομές.

ΜΕ το που επιστρέψαμε στην Καλαμάτα, άρχιζαν να ωριμάζουν και τα σύκα, ενώ τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα έπρεπε υποχρεωτικά να δώσουμε το παρών μας στην κουζίνα του.

Ο Γιώργος δεν επέτρεπε σε κανέναν άλλο να ασχοληθεί με την κουζίνα του. Ούτε στην Έλενα. Τού άρεσε να μαγειρεύει και να φτιάχνει διάφορους μεζέδες και φαγητά και να ανοίγει διαφορετικά κρασιά.

ΤΟ ριζότο, όπως γράφει και ο φίλος του ο Ηλίας, ήταν ένα από τα φαγητά που όχι μόνο αγαπούσε, αλλά ήξερε και να μαγειρεύει καλά. Μία από τις σπεσιαλιτέ του.

ΜΙΑ ολόκληρη ζωή με τις κουζίνες και τα σκεύη τους είχε να κάνει. Από εκεί μέσα και τις βουνοκορφές του Σάγκα και του Mount Buller, γνώρισε τον κόσμο και τους ανθρώπους ακολουθώντας τον… οδικό χάρτη των γεύσεων. Τα ταξίδια έβαλαν το κερασάκι στην τούρτα.

ΜΙΑ άλλη μεγάλη αγάπη του ήταν το «φούτι» και η ομάδα του Τζιλόγκ που δεν έχανε παιχνίδι της, ούτε στην… Καλαμάτα. Στο internet ειδικεύτηκε για να βλέπει το Τζιλόγκ όταν απουσίαζε από την Αυστραλία.

ΕΝΑ πρωί, κατά τη διάρκεια της γευσιγνωσίας στην κουζίνα του, βλέποντάς με λίγο ανήσυχο λόγω ότι μου είχε λείψει μια πρωινή μηχανόβολτα στα αρκαδικά βουνά που και εκείνος αγαπούσε, μου είπε «ησύχασε, ρε Μπάμπη, σήμερα σχεδιάζω να σε πάω μια βόλτα στον Ταΰγετο».

ΠΡΙΝ προλάβει να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη μου πρόσθεσε: «Νομίζω ότι θα το ευχαριστηθείς, αν βέβαια καταδεχθείς να δεις την ομορφότερη χαράδρα του Ταϋγέτου μέσα από το four wheel drive…».

ΔΕΧΘΗΚΑ και ξεκινήσαμε. Αφού αφήσαμε πίσω μας την Καλαμάτα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε στον Ταΰγετο, λίγα χιλιόμετρα μετά την Αρτεμισία (με την οποία επίσης έχω… πάρε-δώσε) αφήσαμε την άσφαλτο και ακολουθήσαμε ένα δύσβατο χωματόδρομο.

Η διαδρομή, μέσα από τα γραφικά και πανέμορφα (μίνι) φαράγγια, ήταν μια από τις καλύτερες διαδρομές της ορεινής Ελλάδας που έχω κάνει. Και έχω κάνει πάρα πολλές. Ήταν και παραμένουν η μεγάλη μου αδυναμία.

ΤΡΕΙΣ ώρες αργότερα και σταματώντας να πιούμε νερό στις πηγές και τις βρυσούλες που συναντούσαμε, φτάσαμε στην Καρδαμύλη που μοιάζει περισσότερο με καρτποστάλ, παρά με παραθαλάσσιο χωριό της Μεσσηνίας.

ΛΙΓΟ πριν μπούμε και πάλι στον ασφαλτόδρομο, με κοιτάζει για δέκα δευτερόλεπτα αμίλητος και μου λέει παραπονιάρικα: «Καλή είναι η Αυστραλία, το Mount Buller και τα βουνά της, αλλά, Μαίναλο, Ταΰγετος και Πάρνωνας δεν είναι, Μπάμπη…».

ΚΑΙ πριν προλάβω να πω κουβέντα συνέχισε: «Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί σου αρέσει να κάνεις μόνος σου βόλτες στα βουνά. Δεν είπα τίποτα. Άλλωστε, τα είχε πει όλα ο Ταΰγετος…

ΤΟ πρώτο πράγμα που μου ήλθε στο μυαλό, όταν είδα στο «Νέο Κόσμο» την αγγελία του θανάτου του, ήταν οι φωτογραφίες που κοσμούσαν το σπίτι του, απεικονίζοντας τη διαδρομή της ζωής του με την Έλενα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ από τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία, από την εποχή που ερωτεύτηκε τη γυναίκα του, από τα ταξίδια τους στα χιονοδρομικά του κόσμου, από το Mount Buller, τους συγγενείς και φίλους τους.

ΑΥΤΑ, η Έλενα και οι γεύσεις από το ριζότο του έμειναν πίσω για να θυμίζουν το πέρασμά του από τούτο τον προσωρινό κόσμο που βιάζεται να μας ξεφορτωθεί…

Η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν οι φωτογραφίες που έχουν απομείνει μόνες στο πατρικό μου σπίτι στα Αγιωργίτικα…

ΑN φύγει και η θεία μου η Ρεβέκκα (που πέρασε τα 90) κανείς πλέον δεν θα θυμάται και δεν θα αναγνωρίζει, ποιοι πέρασαν από εκεί και ποιοι «κρέμονται» στους τοίχους.

Η λησμονιά και η απόλυτη σιωπή θα σκεπάσουν σιγά-σιγά ό,τι αφήσουμε πίσω μας…