Ήλθε να με βρει, όπως την πρώτη φορά, χαμογελώντας και κρατώντας με περισσή φροντίδα, ένα λευκό δοχείο με μέλι, ‘δικής του παραγωγής’.

“Είναι γνήσιο, γι’ αυτό είναι πηχτό” λέει, σαν να είναι το μόνο που θα με απασχολήσει στη συνάντησή μας αυτή.

Τον Βασίλη Γομάτο, τον είχα γνωρίσει εδώ και τέσσερα χρόνια, όταν και τότε πρόβαλε στην πόρτα του γραφείου μου, στην εφημερίδα, κρατώντας το ίδιο δώρο στο χέρι.

Ό,τι ακολούθησε, βέβαια, ήταν σε αντίθεση, πολύ πικρό. Η αγαπημένη σύντροφος της ζωής του έπασχε -και πάσχει- από άνοια που παράξενο, αλλά δεν έχει επιδεινωθεί.

Είναι το πρώτο που μου λέει, σαν να θέλει να με καθησυχάσει. Διακρίνω, μάλιστα, μια σπίθα θριάμβου στα μάτια του που θα μπορέσω εύκολα να την ερμηνεύσω σε λίγο: “Ξέρεις, αυτό οφείλεται στην φροντίδα μου. Την προσέχω μ’ όλες τις δυνάμεις που διαθέτω, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, νύχτα και μέρα. Ακόμη, παρακολουθώ κάθε καινούριο, όσο μικρό κι αν είναι, βήμα της επιστήμης, αλλά επινοώντας και τρόπους πρακτικούς για να κάνω τη ζωή της, όσο γίνεται πιο εύκολη. Η αγάπη, η φροντίδα και η τρυφερότητα είναι τα καλύτερα φάρμακα.

Το χαμόγελό της με αποζημιώνει για όλα” καταλήγει, σ’ έναν χείμαρρο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ερωτήσεις σ’ αυτό τουλάχιστον το στάδιο.

“Hold My Hand”, είναι ένα βιβλίο που έγραψε ο ίδιος, πριν τέσσερα χρόνια στα Αγγλικά και σήμερα το έχει μεταφράσει στα Ελληνικά.

Ο τίτλος εύστοχος, το περιεχόμενο ουσιαστικής αξίας, προσφέρει πρακτικές συμβουλές και προτάσεις πώς να μπορέσει να ξεπεράσει τα φοβερά εμπόδια που αντιμετωπίζει το άτομο, όταν φροντίζει κάποιον που πάσχει από άνοια, στο σπίτι.

Μοιράζεται με τον αναγνώστη όλες αυτές τις μικρές εφευρέσεις που επινόησε ο ίδιος για να κάνει τη ζωή της αγαπημένης του συντρόφου, αλλά και τη δική του, λίγο πιο εύκολη.

Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε: “O χειμώνας του 2004 στάθηκε μοιραίος, φέρνοντας τη ζωή μας πάνω κάτω. Όλος ο κόσμος γύρω μου και η ψυχή μου έγιναν κομμάτια. Η γυναίκα και σύντροφός μου, σε ηλικία 54 χρόνων, διαπιστώθηκε πως έπασχε από Frontal Lobe Dementia, δηλαδή, κυτταρική φθορά και συρρίκνωση του εγκεφάλου, προκαλώντας απώλεια μνήμης.

Απλά και δεδομένα πράγματα που χθες ήταν εύκολα και συνηθισμένα έγιναν ως δια μαγείας, χρονοβόρα και σχεδόν ακατόρθωτα για τον ασθενή. Είναι πολύ οδυνηρό, για παράδειγμα, να βλέπεις τον άνθρωπό σου να βασανίζεται, προσπαθώντας, να μπει και να βγει από το αυτοκίνητο. Αγανακτείς, θλίβεσαι και εξακολουθείς να προσπαθείς και να ψάχνεις για να βρεις έναν τρόπο καλύτερο για όλα”.

Και ο λόγος του βιβλίου; “Προσδοκώ ότι το βιβλίο θα χρησιμεύσει έτσι ώστε τα απλά πράγματα της καθημερινότητας να γίνουν λιγότερο δύσκολα και όσο επιτρέπεται, στο μέτρο του δυνατού, ευχάριστα για τον ασθενή και τον φροντιστή του”. Έχοντας προσωπική πείρα του θέματος ο ίδιος, θα πει: “Όταν η ζωή το επιβάλλει, με τον έναν ή άλλον τρόπο, να γίνεις φροντιστής, είναι αυτή καθεαυτή, μια τρομακτική εμπειρία”.

ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ

Το ίδιο ουσιαστικό ότι στο βιβλίο του, περιέχονται και οι εμπειρίες άλλων φροντιστών, καθώς επίσης και όλοι οι οργανισμοί, κρατικοί και μη, που προσφέρουν οικονομική και ψυχολογική στήριξη στους φροντιστές ατόμων που πάσχουν από άνοια.

Αναφέρει, επίσης, ποιες υπηρεσίες προσφέρονται στο σπίτι, σε τρόπο που μπορεί ο πάσχων να μη μετακινηθεί σε κάποιο ίδρυμα, αλλά με την κατάλληλη εξωτερική βοήθεια και τη συμπαράσταση των δικών του ανθρώπων να εξακολουθήσει να ζει στο γνώριμο περιβάλλον του.

Ο Βασίλης θα πει ότι είναι, μεν, ο πιο δύσκολος, ο πιο ασφαλής, όμως, τρόπος να ζήσει το άτομο, έναν πιο ήσυχο και μακροβιότερο βίο.

“Είναι μια ανακούφιση κατ’ αρχήν, να δεις ότι δεν είσαι μόνος. Ότι υπάρχουν κι άλλοι στη δική σου θέση, με τις δικές τους εμπειρίες και το δικό τους Γολγοθά. Το γεγονός ότι μιλάς στον άλλον σε μια γλώσσα που σε καταλαβαίνει, σού ενισχύει την ψυχική δύναμη και σού δίνει το κουράγιο να προχωρήσεις και να κάνεις ό,τι μπορείς για τον άνθρωπό σου. Βέβαια, μεγάλο ρόλο παίζει, στην περίπτωση των ζευγαριών, πώς ήταν η σχέση τους πριν ο ένας από τους δυο βυθιστεί στα σκοτάδια της άνοιας”.

Υπενθυμίζει αυτό που μού είχε πει και στην πρώτη μας συνάντηση: “Η Χρυσούλα ήταν μόλις 54 χρόνων όταν χτυπήθηκε από τη φοβερή ασθένεια. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή και αισιοδοξία. Μια ζωντανή κούκλα σε εμφάνιση και ένας άγγελος στην ψυχή. Παρ’ ότι εργαστήκαμε σκληρά σε γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στο Euroa, αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε σχετικά νωρίς και κατεβήκαμε στη Μελβούρνη το ’93. Πρόθεσή μας να ταξιδέψουμε και να χαρούμε τη ζωή που απλωνόταν γεμάτη υποσχέσεις μπροστά μας. Όλα άλλαξαν ξαφνικά. Έτσι σαν τον κεραυνό που προμηνύει τη μπόρα, αλλά δεν σου δίνει καιρό να προετοιμαστείς, η ζωή μας άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Την άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο Ελληνικά σε μια αυστραλέζικη υπηρεσία.

“Τι κάνεις εκεί;” αντιδρώ αυθόρμητα.

Την άλλη μέρα και για μια βδομάδα ολόκληρη, πήγαινε στα μαγαζιά και αγόραζε ό,τι έβρισκε μπροστά της, ιδιαίτερα σε ρούχα και παπούτσια. “Τι είναι όλα αυτά;” τη ρωτούσα, αλλά δεν φαινόταν να μ’ ακούει.

Επιπλέον, μού έλεγε ως νέο, κάτι που μόλις μου είχε αναφέρει”.

Η κατάρρευση, θα πει στη συνέχεια, ο Βασίλης, υπήρξε γρήγορη, καταιγιστική.

Σιωπά κι εγώ ανοίγω τυχαία το βιβλίο που μου έφερε -στα Ελληνικά- στη σελίδα 38.

“Ένα απόγευμα μιας μέρας που έμοιαζε μ’ όλες τις άλλες, η Χρυσούλα έφερε να πιούμε τσάι στη βεράντα, όπως κάναμε συχνά. Καθισμένοι κοντά μαζί κοιτούσε τον κήπο που αγαπούσε και φρόντιζε, εγώ, εκεί κοντά, έψαχνα μέσα στις σκέψεις μου εκείνα που με απασχολούσαν και με φόβιζαν. Νοστάλγησα τις στιγμές τότε που άκουγα τη γυναίκα μου με προσοχή, η λογική και ο τρόπος σκέψεώς της με συνάρπαζαν, αφού με μεγάλη ικανότητα εκφραζόταν σωστά και άνετα και στις δύο γλώσσες. Εγώ απλώς χαιρόμουν που ήμουν αποκλειστικά ο δικός της ακροατής. Ομολογώ ότι είχε αρχίσει να μου λείπει πάρα πολύ αυτή η ποιότητα από τη σχέση μας.

Καθισμένος δίπλα της, κοιτάζοντάς την στα μάτια, της είπα: “Πόσο θα ήθελα να είμαστε όπως πριν” και η Χρυσούλα μού απάντησε “Δεν μπορούμε να είμαστε αγάπη μου γιατί εγώ είμαι άρρωστη πια. Μόνο κράτα μου το χέρι!”.

Οι γιατροί πριν έξι χρόνια, είπαν ότι θα ζήσει άλλους έξι μήνες. Από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια και η κατάστασή της έχει σταθεροποιηθεί. Πιστεύω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι τη φροντίζω ο ίδιος και της χαρίζω κάθε στιγμή και κάθε λεπτό το δώρο της απέραντης αγάπης που τρέφω γι’ αυτήν. Για μένα η καλύτερη αποζημίωση είναι το φωτεινό της χαμόγελο”.