ΤΟ περασμένο Σάββατο το βράδυ βίωσα μια πρωτοφανή εμπειρία.

ΕΙΔΑ με τα μάτια μου την ακινητοποίηση του… χρόνου!

ΕΦΑΓΑ τέτοιο φλασάκι που με έστειλε one way, τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω… 

ΤΗ δυνατότητα να κάνω (ολιγόωρη έστω…) χρήση της μηχανής του χρόνου, μού την έδωσε ο χορός της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και βεβαίως, η παρουσία σε αυτόν δεκάδων ηγετών της παροικίας μας. 

ΑΥΤΗ ήταν η πρώτη φορά από το 1985 (αν θυμάμαι καλά) που παραβρέθηκα σε παροικιακό χορό.

ΣΤΗΝ κατ’ εξοχήν, δηλαδή, πηγή εσόδων των Συλλόγων μας. Στη «βαριά μας βιομηχανία», πάνω στην οποία στηρίχτηκαν τα θεμέλια της παροικίας μας.

Ο λόγος που είχα «κατεβάσει τον διακόπτη» οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν τα πάω τόσο καλά με το χορευτικό… σπορ και κουραζόμουν ακόμα και να βλέπω αυτούς που χόρευαν…

ΓΙΑ μια ολόκληρη δεκαετία (δηλαδή, από το 1975 μέχρι και το 1985) είτε έβρεχε είτε χιόνιζε, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, έδινα (υποχρεωτικά) το παρών μου. 

ΗΤΑΝ η εποχή που όλοι οι Σύλλογοι (μηδενός εξαιρεμένου) καλούσαν τον «Νέο Κόσμο» στο «επίσημο» τραπέζι που παρακάθονταν οι… θεσμοί της παροικίας.

ΕΚΤΟΣ από τον «Νέο Κόσμο», στο «επίσημο» τραπέζι καλούσαν πάντα τον εκάστοτε γενικό πρόξενο της Ελλάδας, την Εκκλησία, κάποιον πολιτικό που είχε σχέσεις μαζί τους και όποιον πίστευαν ότι μπορεί να βοηθήσει το Σύλλογό τους. 

ΕΠΕΙΔΗ, πολλές φορές, τα χρόνια εκείνα τα παλιά, γίνονταν δύο και τρεις χοροί την εβδομάδα και λόγω του ότι η παλιά τρόικα της εφημερίδας (Τάκης Γκόγκος – Νώντας Πεζάρος – Χρήστος Μουρίκης) είχαν ήδη συμπληρώσει σχεδόν μια εικοσαετία στην… πρώτη γραμμή των «επισήμων» τραπεζιών, άρχισαν σιγά-σιγά να τους αντικαθιστούν οι… νεοσύλλεκτοι, όπως εγώ, ο Σωτήρης Χατζημανώλης και άλλοι εργαζόμενοι στην εφημερίδα.

ΜΕ λίγα λόγια, καταλαβαίνετε σε τι ψυχολογική κατάσταση βρισκόμουν, όταν αποφάσισα να «κατεβάσω τον διακόπτη». Είχαν εξαντληθεί τα όριά μου και αυτό ήταν γνωστό σε όσους με ξέρουν λίγο καλύτερα.

ΑΥΤΟΣ ήταν και ο λόγος που όταν ρώτησα τον πρόεδρο της Κοινότητας (πριν μία βδομάδα), αν υπάρχουν εισιτήρια, νόμισε ότι αστειευόμουν.

ΟΤΑΝ του είπα ότι «θέλω να έλθω», με κοίταξε λες και ήμουν… εξωγήινος. Έκπληκτος έμεινε και ο αρχισυντάκτης μας και άλλοι συνάδελφοι και φίλοι μου, ενώ κάποιος δεν απέφυγε τον πειρασμό να με ρωτήσει «αν είμαι καλά».

ΕΠΕΙΔΗ οδηγούσα και δεν μπορούσα να πάρω… ναρκωτικά για να πάω, αποφάσισα (για να αντέξω) να καθυστερήσω ένα δίωρο και να μην καθίσω πάνω από δύο ώρες…

ΤΟ πρώτο σοκ το έπαθα, ανεβαίνοντας τις σκάλες του Star International και συναντώντας γνωστούς που είχα να δω κάτι δεκαετίες.

ΤΟ ίδιο σοκ φαντάζομαι υπέστησαν και αυτοί, γεγονός που βοήθησε να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να προετοιμαστώ για τα όσα θα ακολουθούσαν στη συνάντησή μου με το παρελθόν… 

ΠΕΡΙΤΤΟ να σας πω ότι δεν έχω πρόβλημα μόνο με τους χορούς, αλλά και με την πολυκοσμία. Μεταξύ πολλών ανθρώπων, αισθάνομαι συνήθως όπως τα ψάρια έξω από το νερό.

ΑΥΤΗ είναι και μια από τις αιτίες του αντικοινωνικού συνδρόμου που με κατατρέχει.

ΣΤΟ τραπέζι κοντά στην είσοδο που κάθισα για λίγο μαζί με τη συνοδό μου (μέχρι να βρουν οι αρμόδιοι της Κοινότητας πού να μας βάλουν να καθίσουμε επειδή λόγω του ότι είχαμε αργήσει είχε καταληφθεί η θέση μου από άλλους), πέρασαν διάφοροι και με χαιρετούσαν.

ΣΕ κάποια στιγμή που άρχισαν να σηκώνονται για να χορέψουν και αραίωσε λίγο ο κόσμος στα τραπέζια, είπα να κάνω καμιά βόλτα να χαιρετήσω κανέναν γνωστό που είχα πολλά χρόνια να δω.

ΔΕΝ πρόλαβα, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται (λόγω της στήλης) αυτοί που με ξέρουν είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους ξέρω εγώ.

ΑΣΕ που κοντά στα άλλα κουσούρια που απέκτησα με το πέρασμα των χρόνων, είναι και το να μη θυμάμαι τα ονόματα ανθρώπων που δεν βλέπω συχνά. 

ΣΕ κάποια, λοιπόν, στιγμή, εκεί που περιφερόμουν, βλέπω κάποιον που, ναι μεν, το σύστημα ανίχνευσης της μνήμης μου (για κάποιον λόγο) τον ανέγνωσε, αλλά δεν θυμόμουν ποιος ήταν.

ΠΡΙΝ, όμως, μού πει οτιδήποτε ο άνθρωπος και επειδή ντρεπόμουν να του πω ότι «δεν θυμάμαι το όνομά σου», του λέω για να τον προλάβω, μήπως και αυτοσυστηθεί: «είσαι εσύ, ή βλέπω φάντασμα»; 

ΚΑΙ η απάντηση: «Δεν ξέρω ποιον βλέπεις εσύ, αλλά εγώ δεν σε γνωρίζω. Ποιος είσαι»; Μετά την απάντηση αυτή, το μόνο που μου απέμεινε ήταν, κάτι να τού θυμίσω για να τον βοηθήσω να με θυμηθεί, οπότε του λέω, ότι είμαι από τον «Νέο Κόσμο». 

«Α, από τον «Νέο Κόσμο»… Πώς σε λένε». «Μπάμπη Σταυρόπουλο» του λέω. «Εσύ είσαι ο Μπάμπης που γράφει τα «Ξυράφια»»; «Ναι», του λέω, «εγώ είμαι…».

«ΕΓΩ Μπάμπη, είμαι εδώ από την Ένωση των Ηπειρωτών και λέγομαι Κώστας Πορφύρης. Σε πληροφορώ ότι δεν χάνω έκδοση του «N.Κ» για να διαβάζω τη στήλη σου. Χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνώρισα και από κοντά και σε ευχαριστώ για όσα μας γράφεις…».

ΜΟΥ είπε και άλλα πολλά, ενώ παρόμοια συγχαρητήρια και κομπλιμέντα δέχτηκα το ίδιο βράδυ και από άλλους τρεις-τέσσερις αναγνώστες της στήλης που σηκώνονταν από το τραπέζι τους για να με χαιρετήσουν και να μού πουν ότι διαβάζουν ανελλιπώς τη στήλη και την απολαμβάνουν.

ΤΟ μυστήριο για το πώς ήξεραν ότι είμαι εκεί και με αναγνώρισαν λύθηκε, όταν ο πρώην συνάδελφος, Κώστας Καραμάρκος και ο νυν, Πάνος Αποστόλου, μού είπαν ότι ο πρόεδρος της Κοινότητας, Βασίλης Παπαστεργιάδης, στο λόγο του (που λόγω αργοπορίας δεν άκουσα) ανακοίνωσε ότι είμαι εκεί, αντιπροσωπεύοντας την εφημερίδα.

ΟΤΑΝ επέστρεψα από το σεργιάνι των αναμνήσεων, κάθισα στο διπλανό τραπέζι που φιλοξενούσε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας.

ΜΕΤΑΞΥ αυτών ήταν και ο Κύπρος Κυπριανού, με τον οποίο και πιάσαμε το κουβεντολόι…

ΠΑΝΤΑ το ίδιο γίνεται, όταν πότε-πότε συναντιόμαστε σε διάφορες παροικιακές εκδηλώσεις.

Ο Κύπρος είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συζητητές, γιατί πάντα κάνει εύστοχες παρατηρήσεις και μιλάει όταν κάτι έχει να πει και όχι για να περνά την ώρα του.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ, μάλιστα, φορές (και πάντα κριτικά), αναφέρεται στα «Ξυράφια» και στα θέματα, κυρίως, που επιλέγω να σχολιάσω.

ΤΟ ίδιο έκανε και το περασμένο Σάββατο το βράδυ, λέγοντάς μου, ότι οι τελευταίες στήλες που γράφω τον έχουν κουράσει…

«ΝΟΜΙΖΩ Μπάμπη ότι αρκετά ασχολήθηκες και έγραψες για το τι θα απογίνουν οι περιουσίες των Συλλόγων. 

Η συνεχής επανάληψη ίσως έχει κουράσει και άλλους αναγνώστες σου που περιμένουν, όπως εγώ, να διαβάσουν αυτά που γράφεις, με τον δικό σου τρόπο».

ΤΟΥ είπα ότι αντιλαμβάνομαι το «πρόβλημα», αλλά θεωρώ, ότι το πρόβλημα για το τι θα απογίνουν οι περιουσίες των Οργανισμών μας είναι απείρως μεγαλύτερο και πρέπει, όσο ακόμα υπάρχει καιρός, να λυθεί.

«ΜΑ το έχουμε ήδη εμπεδώσει, ρε Μπάμπη. Πολύ θα σε παρακαλούσα να ξαναγράψεις πάλι για τον ελληνικό Κινηματογράφο και να μας προτείνεις να δούμε καμιά άγνωστη ταινία.

ΚΑΘΙΣΑ και είδα στο YouTube τις ταινίες που αναφέρθηκες πριν λίγο καιρό και ήταν δύο από τις ωραιότερες και πιο ενδιαφέρουσες ελληνικές ταινίες που έχω δει. Σε ευχαριστώ και εκ μέρους της γυναίκας μου…». 

ΑΝΑΦΕΡΟΤΑΝ για όσους ακόμα επιθυμούν να τις δουν σε δύο ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου. 

ΤΟΝ «Ουρανό» που προβλήθηκε στην πατρίδα μας και σε ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ το 1962 και στην «Εκδρομή», που γυρίστηκε το 1966.

ΠΡΙΝ κλείσω και σας αποχαιρετήσω, να σας θυμίσω ότι, στην έκδοση της περασμένης Δευτέρας, ο «Νέος Κόσμος» δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Τάκη Ευστρατιάδη «για το τι θα απογίνουν οι περιουσίες των Συλλόγων μας».