Το όνομα του Ηλία Παναγιωτακόπουλου είναι γνωστό σε μία μικρή μειοψηφία, εκείνη που ασχολείται με το ελληνικό θέατρο – και ειδικότερα με την πιο πειραματική, πρωτοποριακή εκδοχή του. Ακόμη κι εκείνοι όμως που τον αγνοούν, έχουν δει την μορφή του. Για την ακρίβεια, εκατομμύρια μάτια ανά τον πλανήτη τον έχουν δει επί τω έργω, καθώς ο ηθοποιός και σκηνοθέτης ήταν ένας από την πολυπληθή ομάδα που συμμετείχε στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Έντεκα χρόνια μετά, η γιορτή μοιάζει πολύ μακρινή.
Ο Ηλίας Παναγιωτακόπουλος ήρθε από μία πολύ διαφορετική Αθήνα στην Μελβούρνη, προκειμένου να συμμετάσχει, με την ιδιότητα του θεατρικού δημιουργού, στο Directors Lab, ένα θεατρικό πρόγραμμα που περιλήφθηκε στο φετινό πρόγραμμα του Melbourne Festival, φέρνοντας κοντά ανθρώπους του θεάτρου από όλον τον κόσμο. «Με ενδιαφέρουν πάντα αυτές οι συνευρέσεις», λέει ο σκηνοθέτης. «Μέσα από αυτήν την δουλειά συνυπάρχεις με άλλους σκηνοθέτες και έχεις την ευκαιρία να ανταλλάξετε εμπειρίες, να μοιραστείτε ερεθίσματα και πληροφορίες. Είναι μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσεις την δουλειά σου σε διεθνές πλαίσιο», λέει.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ ΑΠΟ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Συναντηθήκαμε στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, όπου έλαβε χώρα το «πολυσύνθετο, πολυ-δημιουργικό και πολύ έντονο», όπως το περιγράφει, εργαστήριο. Εκεί, κάθε μέρα 40 περίπου δημιουργοί από όλον τον κόσμο – σκηνοθέτες, δραματουργοί, ηθοποιοί κ.ο.κ. – ακολούθησαν για μερικές μέρες ένα σκληρό στρατιωτικό πρόγραμμα.
«Από τις 8 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, συμμετείχαμε σε ομάδες εργασίες, άλλες φορές όλοι μαζί, άλλες κατά μόνας, παρουσίαζε ο καθένας την δουλειά του. Κάθε βράδυ βλέπαμε κάποια παράσταση του φεστιβάλ και το επόμενο πρωί την αναλύαμε. Το υλικό μας ήταν οι παραστάσεις που γίνονται εδώ» εξηγεί ο Ηλίας Παναγιωτακόπουλος, ο οποίος μετά από μία γόνιμη θητεία ως ηθοποιός, σε συνεργασία με σκηνοθέτες όπως ο Θωμάς Μοσχόπουλος και ο Γιώργος Λάνθιμος, μεταξύ άλλων, πέρασε ο ίδιος στην άλλη όχθη, δημιουργώντας τον πειραματικό θεατρικό οργανισμό «Urbn Theatr». «Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα την ανάγκη να εκφραστούν πολύ συγκεκριμένα πράγματα και να δημιουργήσω τις συνθήκες για να δημιουργηθεί αυτό» τονίζει.
Γύρω από αυτήν την βασική σκέψη αναπτύσσονται οι παραστάσεις του Urbn Theatr, οι οποίες είναι πρωτότυπα έργα, δεν αποτελούν δηλαδή προτάσεις πάνω σε ήδη υπάρχον ρεπερτόριο. Αυτή η εμπειρία τον έχει φέρει σε επαφή με την θεατρική πρωτοπορία ανά τον κόσμο. Άλλωστε, έχει συμμετάσχει στο αντίστοιχο Directors Lab του Lincoln Center της Νέας Υόρκης, ενώ εδώ και λίγο καιρό συνεργάζεται με τον οργανισμό Room One του Λονδίνου, για την δημιουργία ενός ακόμη νέου θεατρικού. Κατά κάποιον τρόπο, λειτουργεί, με άλλα λόγια, ως πρεσβευτής της θεατρικής πρωτοπορίας της Αθήνας, παρά το ότι ο ίδιος αποφεύγει να πει κάτι τέτοιο. «Έχω σαφή ταυτότητα, προτιμά να πει. «’Είμαι Έλληνας και έχω επιλέξει να ζω και να δουλεύω στην Ελλάδα. Αλλά θεωρώ ότι παραδοσιακά οι Έλληνες, από την αρχαιότητα, έχουμε την αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ενιαίος. Μπορούμε να πάρουμε την βάρκα και να πάμε απέναντι. Αυτή η κοσμοπολίτικη διάσταση υπάρχει πάντα κι ας χάνεται κατά καιρούς. Κάπου εκεί βρίσκομαι κι εγώ. Με ενδιαφέρει ο διάλογος σε ένα διευρυμένο επίπεδο. Συνεργάζομαι με μεγάλη χαρά με ηθοποιούς που είναι Άγγλοι ή Αμερικανοί, με την ίδια λογική που πήγαινα στο Φεστιβάλ Αθηνών για να δω μία παράσταση του Καστελούτσι. Η γλώσσα του θεάτρου είναι παγκόσμια».
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η συμμετοχή ανθρώπων όπως ο Ηλίας Παναγιωτακόπουλος σε διεθνείς συναντήσεις δημιουργών, όπως αυτή που διοργάνωσε το Φεστιβάλ της Μελβούρνης, επιβεβαιώνει με έναν πολύ σαφή τρόπο τον δρόμο που έχει διανύσει το ελληνικό θέατρο. «Στην Αθήνα παράγεται θέατρο πολύ υψηλού επιπέδου», συμφωνεί ο σκηνοθέτης, «κυρίως όσον αφορά το δημιουργικό κομμάτι: ιδέες, σκέψεις, άμεση ανταπόκριση στα ερεθίσματα. Όμως πρέπει να πούμε ότι στην δημιουργία των παραστάσεων υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις».
Η αναφορά στην κρίση είναι αναπόφευκτη, όπως και η ερώτηση πώς είναι να δημιουργεί κανείς θέατρο στην σημερινή Ελλάδα. «Κατ’ αρχάς η ερώτηση είναι άλλη: πώς είναι να ζεις στην Ελλάδα σήμερα; Είναι πάρα πολύ δύσκολο» απαντά μόνος του.
«Μετά από πέντε χρόνια μέσα σε μία κατάσταση που ονομάσαμε ‘κρίση’ είναι πολύ δύσκολο να ζεις. Τόσο σε πρακτικό επίπεδο -το πώς βιοπορίζεσαι- όσο και το πώς να είσαι μέρος μίας κοινωνίας που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, έχοντας μεγάλη ένταση και αφήνοντας χώρο σε λανθάνουσες λύσης όπως η Χρυσή Αυγή. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, υπάρχει πολύς δημιουργικός κόσμος που ασφυκτιά. Παλεύουμε να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, ενώ δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι και αφορμές και ενέσεις δύναμεις για να το καταφέρουμε».
Ο ίδιος, πώς το αντιμετωπίζει όλο αυτό; «Κατ’ αρχάς, αντλώ δύναμη από το περιβάλλον μου. Από την άλλη, στον άνθρωπο υπάρχουν δύο βασικοί δρόμοι: η ελπίδα και ο θάνατος. Είναι έμφυτη διαδικασία η δημιουργία ελπίδας, αλλιώς πεθαίνουμε. Άλλες φορές είναι πιο εύκολο κι άλλες θέλει πιο πολλή δουλειά».
ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ
Ως νεόκοπος οργανισμός, το Urbn Theatr σχεδόν δημιουργήθηκε με την κρίση. «Ξεκινήσαμε προτού συνειδητοποιήσουμε για τι κρίση μιλάμε», λέει ο ίδιος ο δημιουργός.
«Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι υπήρχε μία άλλου είδους κρίση για τριάντα χρόνια και αυτό που ζούμε τώρα είναι η πρόσκρουση. Βρισκόμαστε ακόμη στα συντρίμμια και προσπαθούμε να μαζέψουμε τα κομμάτια, να δούμε αν έχουμε όλα τα χέρια και τα πόδι για να δημιουργήσουμε ξανά. Για έναν καλλιτέχνη, αυτά είναι πολύ δυνατά ερεθίσματα». Συμφωνούμε, συζητώντας για αυτήν την αλληγορία της πτώσης, ότι το υψηλότερο σημείο που έφτασε η Ελλάδα ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. «Οι Ολυμπιακοί κατάφεραν μετά από πολλά χρόνια να συγκεντρώσουν το φαντασιακό της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων σε μία δυναμική. Για πολλά χρόνια τα φαντασιακά μας ήταν σε σύγκρουση, ήμασταν διασπασμένοι και για πρώτη φορά συναντηθήκαμε, νιώθαμε ότι αποτελούμε μέρος της ιστορίας, ότι έχουμε ευνοηθεί από την ιστορία και μάς δόθηκε η αφορμή να ανταποδώσουμε κάτι» τονίζει. Ο ίδιος, εκτός από την δουλειά του στις τελετές έναρξης και λήξης, ήταν και εθελοντής.
«Δούλεψα με πολύ πάθος και πολλή χαρά, πιστεύοντας στο δημιουργικό κομμάτι αυτής της ιστορίας. Όσοι δουλέψαμε, παρά το ότι αναγνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα ερωτηματικό για πολλά ζητήματα, δώσαμε το 100% των δυνάμεών μας». Δέκα χρόνια αργότερα, το Urban Theatre επανήλθε στους Ολυμπιακούς με το δρώμενο «Volunteer»: «Τοποθετήσαμε έναν ‘εθελοντή’ με μάσκα οξυγόνου σε διάφορα σημεία της Αθήνας, προσπαθώντας να δούμε πώς θα αλληλεπιδράσουν μαζί του οι περαστικοί», περιγράφει ο σκηνοθέτης. «Κάποιοι σταματούσαν και έβγαζαν φωτογραφίες, κάποιοι επιτάχυναν το βήμα και προσπερνούσαν, ρίχνοντας κλεφτές ματιές, αλλά συχνά ένιωθες την συγκίνησή τους. Κανείς δεν έφευγε ανεπηρέαστος».