Οφείλω να ομολογήσω, ότι από την πρώτη κιόλας μέρα που βρέθηκα σε τούτη την-φιλόξενη κατά τα άλλα- χώρα, επιζητώ εναγωνίως και επικροτώ με περισσή περηφάνια -σαν να είναι έργο δικό μου- οποιαδήποτε πρωτοβουλία, μικρή ή μεγάλη, έχει σχέση με την πατρίδα μου, τη γλώσσα μου, την κουλτούρα και, γενικά, την ελληνικότητα μου. Και την δική σας.

Ίσως, κατά βάθος, να ψάχνω απελπισμένα και για την απόλυτη επιβεβαίωση της απόφασής μου να «μετοικήσω», μεν, σε μια άλλη πατρίδα, αλλά με την παρηγοριά, ότι «τουλάχιστον» βρίσκομαι σε μια χώρα όπου γύρω μου χτυπούν (ακόμα) πολλές καρδιές. Ελληνικές.

Δεν σας κρύβω ότι στην Νότια Αυστραλία και συγκεκριμένα σε εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας, άλλοτε απογοητεύομαι από τη μειωμένη προσέλευση του κόσμου και άλλοτε πάλι αναθαρρώ. Δεν φταίμε πάντα όλοι εμείς οι συμπάροικοι. Ενδεχομένως, να φταίνε και οι αριθμοί. Τουτέστιν, οι λίγες χιλιάδες ομογενείς που ζουν στη μικρή μας Νότια Αυστραλία, σε αντίθεση με τους ομογενειακούς πληθυσμούς στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ, τις οποίες η Νότια Αυστραλία δεν μπορεί να συναγωνισθεί.

Και όμως, την περασμένη Παρασκευή, 23 Οκτωβρίου -άρτι αφιχθείσα από τη ηλιόλουστη Μελβούρνη, όπου ζήλεψα, ομολογώ, την πληθωρική ομογένεια-, συνέβη κάτι μαγικό που θα θυμάμαι για καιρό.

Και για να το εκφράσω ακριβώς όπως το άκουσα σε πολλά «πηγαδάκια» εκείνο το βράδυ από φίλους, γνωστούς, συνομηλίκους (επιτέλους), αλλά και επίσημους προσκεκλημένους:

«Η εκδήλωση αυτή ήταν -μακράν- η πιο πετυχημένη ομογενειακή εκδήλωση των τελευταίων χρόνων στην Πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας».

Μία από τις λιτά διακοσμημένες αίθουσες των καινούργιων αθλητικών εγκαταστάσεων του Adelaide Oval, επέλεξε το Ίδρυμα Ελληνικών Σπουδών Νότιας Αυστραλίας (Hellenic Studies) για το περίφημο και πολυαναμενόμενο debate «The Battle of the Codes».

Τελείως «ελληνικά», δηλαδή απλά και παρεΐστικα, τέσσερις σημαντικές προσωπικότητες του αθλητισμού με κοινό στοιχείο την ελληνική τους καταγωγή, συναντήθηκαν στο «ρινγκ» και με το χιούμορ και τα επιχειρήματα τους εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους το άθλημα που υποστηρίζουν είναι καλύτερο από τα υπόλοιπα. Πιο συγκεκριμένα, για τις ανάγκες της βραδιάς έβαλαν τα «γάντια» τους, ο προπονητής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αυστραλίας, Άγγελος Ποστεκογλου, ο παλαίμαχος άσσος του αυστραλιανού ποδοσφαίρου (AFL), Αντώνης Κουτουφίδης, ο διοικητικός παράγοντας του ράγκμπι (NRL), Νίκος Παππάς, και τέλος από το Rugby Union ο γνωστός διαιτητής και ταλαντούχος για τις κηπουρικές του ικανότητες, Κώστας Γεωργιάδης.

Για την ιστορία, το ντέρμπι ήρθε ισοπαλία μεταξύ του ποδοσφαίρου και του αυστραλιανού «φούτυ», όμως το σημαντικότερο από όλα είναι ότι με το χιούμορ και τις έξυπνες ατάκες τους, οι τέσσερις ομιλητές χάρισαν στους 500 περίπου καλεσμένους ένα πολύ ευχάριστο βράδυ και θύμισαν σε όλους μας τη σημασία της ελληνικής παρέας, του χιούμορ και, φυσικά, της διασκέδασης.

Σε ρόλο οικοδεσπότη δυο σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο των ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι Angela Pippos και David Penberthy.

Η ανταπόκριση του κόσμου και ειδικά της νεολαίας ήταν άνευ προηγουμένου.

Την πολύ πετυχημένη βραδιά έκλεισε -όπως ήταν αναμενόμενο- ένας από τους «πρωτεργάτες» της Ελληνικής Πρωτοβουλίας, ο επιχειρηματίας Theo Maras, ο οποίος σχολίασε τον αριθμό των συμμετεχόντων και την καλή διάθεση όλων να βοηθήσουν, τονίζοντας πως πρέπει να είμαστε πολύ υπερήφανοι για την ανταπόκριση της ελληνικής παροικίας στην Νότια Αυστραλία.

Προς έκπληξη πολλών, ο δραστήριος επιχειρηματίας απηύθυνε ιδιαίτερες ευχαριστίες στον πολιτειακό θυσαυροφύλακα, Τομ Κουτσαντώνη, για την στήριξη που παρέχει στην ελληνική παροικία τα τελευταία χρόνια (παρά τις όποιες ιδεολογικές διαφορές τους) καθώς και στον κηπουρό Κώστα Γεωργιάδη, ο οποίος στηρίζει την εκδήλωση τα τελευταία τρία χρόνια. Το ραντεβού για του χρόνου έχει, ήδη, κλειστεί και θα έχει γαστρονομικό περιεχόμενο, όπως «μαρτύρησε» ο κ. Μάρας.

Δεν ξέρω αν η άποψη όλων -και δική μου ομολογώ- ότι η εκδήλωση αυτή ήταν η καλύτερη των τελευταίων χρόνων έχει να κάνει με την άψογη διοργάνωση των υπεύθυνων του Hellenic Studies, ή αν το άκρως ενημερωτικό βίντεο που παρουσιάστηκε για την εκστρατεία επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα μάς συνεπήρε έως ένα βαθμό ή αν (ως αθεράπευτα ρομαντική που είμαι) το συνονθύλευμα των ήχων του μπουζουκιού και των χορευτικών από τον Πόντο που πλημμύρισαν την αίθουσα με την αρχοντική κίνηση και την περήφανη κορμοστασιά των χορευτών, μάς έκαναν όλους να λησμονήσουμε και να θυμηθούμε την πατρίδα μας.

Ίσως να ήταν και όλα τα παραπάνω.

Αν, όμως, ρωτούσατε εμένα, το λόγο για τον οποίο η βραδιά ετούτη στέφθηκε με τόση επιτυχία, θα σας έλεγα το εξής: Γιατί, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια σε αυτήν την πόλη είδα τόσους πολλούς Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς μαζεμένους να τιμούν και να υποστηρίζουν με την παρουσία τους μια εξαιρετική προσπάθεια. Γιατί για πρώτη φορά -επειδή πραγματικά το θέλησαν- οι νέοι έστρεψαν δειλά-δειλά το βλέμμα τους στην παροικία μας και ίσως τους άρεσε αυτό που είδαν.

Γιατί ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ συμπάροικοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς δείχνουν τη διάθεση να αγκαλιάσουν σφιχτά την ελληνικότητά τους και να διαδώσουν αυτό που είμαστε όλοι. Έλληνες. Πέρα από καταγωγή, επάγγελμα, θρησκεία και κοινωνικό επίπεδο.

Για όλους αυτούς το «Battle of the Codes» δεν ήταν ακόμα μια εκδήλωση. Ήταν το έναυσμα για τα καλύτερα που θα έρθουν.

Και για να κλείσω με την δήλωση του προέδρου του Hellenic Studies, Greg Crafter: «Πρέπει να είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες». Α, κι εκείνος δεν είναι Έλληνας.