Όταν ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν σήκωσε το ακουστικό του ήταν προχωρημένο απόγευμα, στο Χόμπαρτ της μακρινής Τασμανίας. Εκεί γεννήθηκε και εκεί μένει ο 54χρονος Αυστραλός συγγραφέας.

«Παρά το γεγονός ότι μιλώ αγγλικά, ανέκαθεν ένιωθα πιο κοντά στους Έλληνες ή στους Ιταλούς που ζουν εδώ. Έχω πολλούς φίλους Έλληνες που μιλούν τη γλώσσα τους και δεν εγκαταλείπουν την κουλτούρα τους. Νομίζω ότι, ακριβώς επειδή στην Αυστραλία ουδέποτε υπήρξε τόσο ισχυρή η έννοια της εθνικής ταυτότητας, οι Έλληνες διατηρούν περισσότερα στοιχεία του χαρακτήρα τους από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. όπου όλοι γίνονται Αμερικανοί πολύ πιο γρήγορα» είπε ο ίδιος σε μια μακρά τηλεφωνική συνομιλία με το «Βήμα».

Το 2014 απέσπασε το Βραβείο Booker για το βιβλίο του «Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά», ένα «σπουδαίο μυθιστόρημα για τον έρωτα και τον πόλεμο» όπως το χαρακτήρισε ο πρόεδρος της περσινής κριτικής επιτροπής. Πρωταγωνιστής είναι ένας χειρουργός σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, στον «Σιδηρόδρομο του Θανάτου» που συνέδεε, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, την Ταϊλάνδη με τη Βιρμανία. Αυτός είναι ο ένας πυλώνας της ιστορίας, ο άλλος είναι το πάθος του Ντορίγκο Εβανς για τη γυναίκα του θείου του…

-Αναρωτιέμαι, κύριε Φλάναγκαν, αν με αυτό το βιβλίο (εμπνευσμένο από τις εμπειρίες του πατέρα σας) τον καταλάβατε καλύτερα. Μπορούμε, όντως, να οικειοποιηθούμε το τραύμα κάποιου άλλου μέσω της λογοτεχνίας;

«Το πρόβλημα με κάθε μυθιστόρημα είναι ότι, μοιραία ίσως, σε ρωτούν γιατί το έγραψες. Στην περίπτωσή μου όμως, και ιδίως για το συγκεκριμένο, δεν υπάρχει γιατί. Ασφαλώς και δεν θα το έγραφα αν ο πατέρας μου δεν είχε υπάρξει αιχμάλωτος πολέμου των Ιαπώνων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ήταν κάτι βαθύτατα ανθρώπινο αυτό που με παρακίνησε. Ένιωθα ένα στίγμα που ολοένα μεγάλωνε μέσα μου και κάποια στιγμή κατάλαβα πως αν τελικώς δεν έγραφα αυτό το μυθιστόρημα μπορεί και να μην μπορούσα να γράψω άλλο βιβλίο γενικώς. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να το γράψω γιατί ως συγγραφέας είχα πλήρη συναίσθηση ότι, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητάς του, θα ήταν ευκολότερο να γράψω ένα κακό βιβλίο. Από τη στιγμή όμως που είχα μπροστά μου την εμπλοκή του πατέρα μου, έπρεπε να μετουσιώσω τις δικές του εμπειρίες αν ήταν να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα.

Ήταν παράξενο και με έναν τρόπο ανοίκειο επειδή κατάφερα να λειτουργήσω πρώτα ως συγγραφέας και έπειτα ως γιος. Οι άνθρωποι έχουν πολλούς τρόπους να συμφιλιώνονται με τα τραύματά τους. Υπάρχει μια ελευθερία που σχετίζεται με τη μνήμη, υπάρχει μια ελευθερία στο να ξεχνάει κανείς.

Κάποιες φορές όμως για να επουλώσεις μια πληγή πρέπει να κατευθυνθείς προς τις σκιές του παρελθόντος και να προσπαθήσεις με επικοινωνήσεις, στην ουσία, με κάτι το ανεπικοινώνητο. Πάλεψα όμως δώδεκα χρόνια. Ένιωσα ότι έπρεπε να ξύσω τον πάτο αυτού του κατάμαυρου πηγαδιού».

Αναρωτιέμαι αν την ερωτική ιστορία του βιβλίου (βασισμένη σε έναν άλλον άνδρα που δεν σταμάτησε να αναζητεί τη νεκρή γυναίκα του) τη χειριστήκατε διαφορετικά…

«Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια εξευγενισμένη εκδοχή του παιχνιδιού «κλέφτες και αστυνόμοι». Ένας συγγραφέας κλέβει απ’ οπουδήποτε, από άλλα βιβλία, από άλλες ζωές, από όμορφα όνειρα, από τρομακτικούς εφιάλτες.

Τον Έλληνα δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, τον Βασίλη Τσιτσάνη, είμαι σίγουρος ότι τον ξέρετε. Ε, λοιπόν, όταν έγραφα το βιβλίο έβαζα τη μουσική του και την άκουγα: είχα την αίσθηση ότι κάτι μου έκανε αυτός ο ήχος, ότι κάπου με πήγαινε. Όταν λέω ότι ένας συγγραφέας «κλέβει» από παντού, το εννοώ. Και κάποια στιγμή μέσα από το χωνευτήρι – το οποίο είναι δύσκολο να περιγράψουμε σε κάποιον άλλον ικανοποιητικά – προκύπτει πάντοτε κάτι καινούργιο.

Πιστεύω πάντως ότι κάθε μυθιστόρημα είναι απλώς ένα αποσπασματικό ημερολόγιο της ψυχής του συγγραφέα του. Ο τελευταίος απλώς ενσωματώνει αυτές τις καταγραφές σε μια πλοκή με χαρακτήρες ώστε να μεταδώσει στους άλλους κάτι θεμελιώδες που υπάρχει μέσα του».

Τι ήταν πιο εύκολο για εσάς; Να γράψετε για το Κακό ή για το Καλό;

«Πιθανώς τα σκοτεινά πράγματα, ο πόλεμος και η βία, να είναι θαμμένα πιο βαθιά μέσα μου από ό,τι η αγάπη και η καλοσύνη. Πιθανότατα όμως υπάρχει ένας χώρος όπου όλα αυτά είναι αδύνατον να τα διαχωρίσει κανείς, όπου τα μεν είναι σωσίες των δε.

Κοιτάξτε, αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση για την οποία δεν έχω μια καλά επεξεργασμένη απάντηση. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι καταλήγω κάποια στιγμή απλώς να περιγράφω τα πράγματα παρά να τα αφηγούμαι. Στην πραγματικότητα δεν βιώνουμε τον έρωτα, τη στιγμή ακριβώς που συμβαίνει, ως κάτι αγαπησιάρικο ή τραγικό ή δραματικό ή κωμικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον θάνατο. Κάποιον μπορεί να τον χτυπήσει ένα αυτοκίνητο και προτού πεθάνει αυτό το οποίο βιώνει μπορεί να είναι ένας υπόκωφος γδούπος, μια θρυμματισμένη εικόνα.

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνει ότι είναι ισοδύναμα με αυτό που όντως συμβαίνει. Απλώς αντιδρούμε σε όλα αυτά, τα καταγράφουμε ενστικτωδώς, και νομίζω ότι αυτό πρέπει να κάνει ο συγγραφέας, μονάχα να περιγράφει τι κάνουν και τι λένε οι χαρακτήρες. Και αν κάτι από αυτά είναι αγαπησιάρικο ή τραγικό ή δραματικό ή κωμικό θα το αποφασίσει αργότερα ο αναγνώστης. Η δουλειά του συγγραφέα είναι, για να το πω καλύτερα, να δείχνει. Αυτή η ιδέα είχε καρφωθεί στο μυαλό μου όταν έγραφα αυτό το βιβλίο όπου συνυπάρχουν το Κακό και το Καλό».

Ο βασικός σας χαρακτήρας καταλήγει να θεωρείται ήρωας στην πατρίδα του. Το ενδιαφέρον είναι το εξής: δεν το επιδίωξε μεν, αλλά δεν τον ενοχλεί κιόλας…

«Η λέξη «ήρωας» έχει εξευτελιστεί από τον πόλεμο και τις ιδέες περί βίας, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό που να είναι σχεδόν άχρηστη σε εμάς. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αισχρότητα από τον πόλεμο και μεγαλύτερο ψέμα από τον ηρωισμό.

Γύρω μας πρέπει να αναζητήσουμε τον ηρωισμό, στο αξιοθαύμαστο κουράγιο των συνανθρώπων μας, σε μια γυναίκα λ.χ. που στηρίζει μια οικογένεια ολομόναχη, σε κάποιον άνεργο που δίνει μάχη να μη συντριβεί ολοκληρωτικά, σε κάποιον που αντιμετωπίζει την αρρώστια με αυτοσεβασμό, σε αυτόν που βοηθά ανήμπορους πρόσφυγες που θαλασσοδέρνονται& σε όλες αυτές τις υπέροχες, μικρές, αποφασιστικές πράξεις που αναδεικνύουν την ομορφιά του ανθρώπινου είδους.

Μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι ιστορίες ηρωισμού έχουν έναν και μόνο σκοπό, να μας παραπλανήσουν προς τον δρόμο της αυτοθυσίας.

Ο ήρωας του βιβλίου δεν πιστεύει στους ήρωες. Κάνει ό,τι κάνει επειδή καταλαβαίνει ότι αυτό προσδοκούν οι άλλοι από αυτόν και το κάνει επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι προτιμότερο να το κάνει, να βοηθήσει δηλαδή τους άλλους, παρά να μην το κάνει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν έχει όμως τη ματαιοδοξία να πιστεύει ότι είναι ήρωας. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν είναι.

Έχω την αίσθηση ότι ο ηρωισμός συνδέεται στενότατα με την ήττα. Είναι οι ηττημένοι περισσότερο που μπορούν να εκφράσουν ειλικρινά την αγάπη, την καλοσύνη, την ευρυχωρία της ανθρώπινης ψυχής. Είναι πανέμορφο να διαπιστώνουμε ότι, ακόμη και μέσα στη φτώχεια ή στην καταπίεση, βρίσκει τρόπο να διατηρείται ανέπαφη και να εξωτερικεύεται η αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Ο πόλεμος και η βία δεν έχουν άλλο στόχο: πριν από το σώμα, θέλουν να αφανίσουν αυτή την αξιοπρέπεια».

Μοιράζονται κάτι οι θύτες και τα θύματα; Έχουν κάτι κοινό;

«Ασφαλώς και έχουν. Και οι θύτες και τα θύματα είναι ανθρώπινα όντα. Πρέπει να σας πω ότι, προσωπικά, απεχθάνομαι τη σύγχρονη αντίληψη περί θύματος, την ιδέα της θυματοποίησης. Ασφαλώς και πρέπει να θυμόμαστε τις βαρβαρότητες, τα εγκλήματα, ώστε να περιορίζουμε την πιθανότητα επανάληψής τους.

Το παράξενο είναι ότι από τη στιγμή που αρχίζουμε, ως θύματα -πείτε ότι είμαστε τα θύματα-, να πιστεύουμε στην ηθική μας ανωτερότητα και, αντιστοίχως, στην ηθική κατωτερότητα των θυτών, τότε μπαίνουμε σε ένα μονοπάτι, στο ίδιο μονοπάτι που οδήγησε τη Γερμανία στον φασισμό και την Ιαπωνία στην πιο ακραία εκδοχή του εθνικιστικού μιλιταρισμού.

Σε κάθε πόλεμο, ως έναν βαθμό, όλοι είναι θύματα και, ως έναν βαθμό επίσης, όλοι είναι ένοχοι. Η πραγματική αθλιότητα του πολέμου είναι ότι εξωθεί καλούς ανθρώπους να κάνουν κακές πράξεις, πράξεις που ενδεχομένως να μην ακουμπούσαν τη σφαίρα της ύπαρξής τους. Και όλοι αυτοί κατόπιν υποτίθεται ότι πρέπει να έχουν μια «φυσιολογική» ή «κανονική» ζωή. Αυτό όμως είναι δύσκολο γιατί αντίκρισαν τη φρίκη.

Όλα αυτά πρέπει να φαίνονται μέσα σε ένα μυθιστόρημα. Είναι ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστούμε την πλάνη ότι υπάρχει ένας εχθρός, γιατί όσο πιο πολύ κοιτάμε κατά πρόσωπο τον εχθρό, τόσο περισσότερο αντανακλάται πάνω του η δική μας μορφή».

Σκέφτομαι τώρα την ενσάρκωση της βίας στο μυθιστόρημά σας, τον ταγματάρχη Νακαμούρα. Συναντήσατε πράγματι τον αληθινό άνδρα (πίσω από τον εν λόγω χαρακτήρα) και του ζητήσατε μάλιστα να σας χαστουκίσει;

«Είναι αλήθεια και είναι μια πολύ ιδιαίτερη, συναισθηματικά φορτισμένη για εμένα ιστορία. Ήξερα ότι ορισμένοι από εκείνους τους δεσμοφύλακες στον «Σιδηρόδρομο του Θανάτου» ήταν ακόμη ζωντανοί. Ταξίδεψα ως την Ιαπωνία με σκοπό να μιλήσω μαζί τους. Δεν πήγα όμως εκεί με κάποια επικριτική ή καταγγελτική διάθεση – δεν θα μάθαινα κάτι ουσιαστικό αν πήγαινα έτσι.

Συνάντησα μερικούς από αυτούς. Και συνάντησα – χωρίς μάλιστα να προλάβω να το συνειδητοποιήσω, το έμαθα πέντε λεπτά προτού συμβεί σε ένα προάστιο του Τόκιο, μια ημέρα που έγινε σεισμός στην πόλη – εκείνον τον άνδρα, διαβόητο για τη βία του, τον οποίο οι Αυστραλοί αιχμάλωτοι (και ο πατέρας μου) αποκαλούσαν «Σαύρα» στα βάθη εκείνης της ζούγκλας. Ο ίδιος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου, μετά η ποινή του μειώθηκε σε ισόβια κάθειρξη και ύστερα, το 1956, αμνηστεύθηκε από τους Αμερικανούς.

Ο πατέρας μου ήταν γενικώς πράος άνθρωπος. Μόνο για τη «Σαύρα» τον είχα ακούσει να μιλάει με μένος. Αυτό όμως που αντίκρισα εγώ ήταν ένας καλόβολος γέρος άνθρωπος που προσπαθούσε να απαντήσει με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις μου. Έδειχνε να μη θυμάται καθόλου τη βία που είχε ασκήσει, πίστευε ότι ήταν άκακος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι απλώς ψευδόταν αλλά, πράγματι, η μνήμη είναι ένας πανούργος μηχανισμός μέσω του οποίου ο κάθε άνθρωπος αναδημιουργεί την ιδέα που έχει για τον εαυτό του.

Κάποια στιγμή -απλώς μου ήρθε- του ζήτησα να με χτυπήσει με εκείνον τον χαρακτηριστικό ιαπωνικό τρόπο τιμωρίας στα καταναγκαστικά έργα – ένα πολύ βίαιο, πολύ απότομο χαστούκι στο πρόσωπο. Ίσως το έκανα γιατί ήθελα να ξέρει ότι ήξερα ποιος υπήρξε και γιατί ήθελα ενδεχομένως να νιώσω πώς ήταν να είσαι ταυτοχρόνως απροστάτευτος και ταπεινωμένος.

Ο γέρος μάζεψε τις δυνάμεις του. Στο τρίτο του χτύπημα σχηματίστηκε ο φόβος στο δικό του πρόσωπο – ένιωσε τη στιγμή εκείνη ότι κάποτε ήταν, πράγματι, η «Σαύρα»».

*Στην ελληνική γλώσσα έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του «Εγχειρίδιο ιχθύων» (2006) και «Η άγνωστη τρομοκράτισσα» (2011) από τις εκδόσεις Άγρα.