Ο κινηματογράφος ήταν ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου.
ΣΤΙΣ κινηματογραφικές αίθουσες πρωτογνώρισα τον κόσμο και αγάπησα τα ταξίδια και τις μοτοσυκλέτες.
ΕΚΕΙ πέρασα τις πιο χαρούμενες ώρες των παιδικών μου χρόνων και εκεί ξόδευα και την τελευταία δραχμή των οικονομιών μου.
ΤΗ στιγμή που οι συμμαθητές μου έβαζαν στον κουμπαρά τα λιγοστά φραγκοδίφραγκα που έφταναν στα χέρια τους, εγώ τα έδινα για να δω μια ταινία.
ΛΑΒΕΤΕ υπόψη σας ότι αναφέρομαι στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τότε που ακόμα και το χαρτζιλίκι ήταν είδος πολυτελείας και προνόμιο όσων είχαν τη δυνατότητα να τρώνε κρέας δύο φορές την εβδομάδα.
ΜΕ το που έσβηναν τα φώτα, δεν κουνιόμουν από τη θέση μου. Αν μπορούσα, θα σταματούσα την καρδιά μου να χτυπάει.
ΕΙΧΑ τέτοιο «κόλλημα» με τον κινηματογράφο, που προσευχόμουν να μην τελειώσει ποτέ η ταινία που έβλεπα.
ΜΕ ταλαιπωρούσε ψυχολογικά το σύνδρομο της στέρησης που με κατελάμβανε αμέσως μετά και διαρκούσε μέχρι την επόμενη ταινία.
ΤΑ πρώτα χρόνια δεν είχα προτιμήσεις και έβλεπα όποια ταινία έπαιζαν οι κινηματογράφοι και ήταν «κατάλληλη» για ανήλικους.
ΠΟΥ και πού βλέπαμε (με έναν πρώτο εξάδελφό μου) από ένα μισοτελειωμένο γιαπί και κάποια… «ακατάλληλη» ταινία που πρόβαλε ένας θερινός κινηματογράφος της Τρίπολης.
ΠΡΙΝ γίνω 15 χρόνων, είχα δει τόσες πολλές αμερικανικές ταινίες, που είχα μάθει απ’ έξω τα ονόματα των Πολιτειών της Αμερικής πριν μάθω τους Νομούς της Ελλάδας.
Η κινηματογραφική μου δίψα κράτησε μισό αιώνα και άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει πριν μια δεκαετία, όταν οι περισσότερες από τις ταινίες που έβλεπα έπαψαν να με συγκινούν.
ΕΚΤΟΤΕ, στον κινηματογράφο πήγαινα πού και πού, με αποτέλεσμα δύο φίλοι μου (ο Αντώνης Μπαξεβανίδης και ο Παρασκευάς Μοσχίδης) που μαζί τους είχα δει πάνω από 150 ταινίες, να μην μπορούν να καταλάβουν «τι μού συνέβη και εγκατέλειψα ξαφνικά τον μεγάλο έρωτά μου».
ΤΗΝ περασμένη Πέμπτη πέρασε από το γραφείο της εφημερίδας ο Αντώνης και σε μια ψιλοκουβέντα που είχε με τον συνάδελφο, Πάνο Αποστόλου, είπαν διάφορα, μεταξύ των οποίων ότι θα πήγαιναν την Κυριακή το βράδυ στο Φεστιβάλ Βρετανικού Κινηματογράφου να δουν την ταινία «Youth» και με κάλεσαν να πάω και εγώ.
ΤΟ πρώτο πράγμα που ρώτησα, ήταν «τίνος είναι η ταινία» και όταν μου είπαν ότι την έχει σκηνοθετήσει ο Πάολο Σορεντίνο, είπα «όχι», αφού η τελευταία του ταινία που έφερε τον τίτλο «The Great Beauty» (και πριν δύο χρόνια είχε πάρει Oscar καλύτερης ξένης ταινίας), δεν μου πολυάρεσε.
«ΕΔΩ» (σκέφτηκα) «δεν μού άρεσε «Η τέλεια Ομορφιά» του Σορεντίνο (που βραβεύτηκε!) θα μου αρέσει, σε αυτή την ηλικία που είμαι, μια ταινία για την «Νιότη»; Δεν πάω…
ΣΤΗΝ προσπάθειά τους να με πείσουν ότι η «Νιότη» είναι καλή ταινία, ο Πάνος μού είπε: «Στον κινηματογράφο δεν πηγαίνεις πάντα να δεις μια καλή ταινία. Πηγαίνεις και για την παρέα…».
ΠΗΓΑ, λοιπόν, για την παρέα και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα μια ταινία με άλλα… δέκα άτομα!
ΑΥΤΗ ήταν, επίσης, η πρώτη φορά, την τελευταία δεκαετία, που μια ταινία με κράτησε άφωνο και ακίνητο στη θέση μου, για 118 λεπτά της ώρας και…
…ΜΕ εξανάγκασε να δω σε fast forward τη μελλοντική ζωή μου, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα ζήσω καμιά δεκαπενταριά ακόμα χρόνια…
ΘΑ έλεγα, μάλιστα ότι όχι μόνο είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια, αλλά και μια από τις 20 κορυφαίες στα 55 χρόνια που παρακολουθώ κινηματογράφο.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Ιταλός σκηνοθέτης αναφερόταν στη «Νιότη», προσεγγίζοντας το θέμα από την σκοπιά των γηρατειών, ήταν όχι μόνο ευρηματικός, αλλά και εντυπωσιακός. Σε καθήλωνε…
ΟΠΩΣ ανέφερε και ο ίδιος ο Σορεντίνο, σε πρόσφατη συνέντευξή του, όταν πριν λίγες βδομάδες προβλήθηκε η ταινία του στο Λονδίνο: «Τα βασικά θέματα των ταινιών μου είναι η θλίψη, ο χρόνος και η μεγαλύτερη συνέπεια του χρόνου, ο θάνατος. Προσπαθώ όμως, να τα προσεγγίσω με χιούμορ, γιατί διαφορετικά θα θέλαμε να αυτοκτονήσουμε όλοι, πριν καλά-καλά τελειώσει η ταινία».
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ στον μεγάλο συμπατριώτη του σκηνοθέτη, Φεντερίκο Φελίνι, είπε: «ο μόνος λόγος που δεν μού αρέσει να με συγκρίνουν με τον Φελίνι, είναι επειδή συνήθως λένε: Θέλει να είναι σαν τον Φελίνι, αλλά δεν μπορεί. Σίγουρα, ακολουθώ και εγώ την παράδοση του δράματος μέσα στην κωμωδία, στην οποία ήταν κορυφαίος ο Φελίνι».
ΠΡΙΝ αναφερθώ, όσο πιο σύντομα μπορώ, στο «στόρι» της ταινίας, να σας πω ότι ο Πάολο Σορεντίνο, γεννήθηκε στη Νάπολι το 1970, είναι γιος ενός μικροαστού τραπεζίτη, είναι φανατικός οπαδός της τοπικής ομάδας που φέρει το όνομα της γενέτειράς του και φανατικός λάτρης του Ντιέγκο Μαραντόνα.
ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος που χρησιμοποίησε στην ταινία του τον Μαραντόνα. Ήθελε να τον ευχαριστήσει, γιατί τον βοήθησε να ζήσει τα παιδικά του χρόνια στην ξεγνοιασιά.
ΓΙΑ τον Σορεντίνο, ο Ντιέγκο δεν είναι μόνο ένας θρύλος, αλλά και ένας άνθρωπος που μπορούσε να μεταμορφώσει ένα σπορ σε κάτι τόσο όμορφο και σημαντικό, κάνοντας το ποδόσφαιρο το απόλυτο θέαμα.
ΤΟΝ ίδιο καιρό, είπε ότι χάρηκε πάρα πολύ που μετά την κατάκτηση του Oscar τον τίμησαν οι Ουλτράς (έτσι αποκαλούνται οι σκληροπυρηνικοί χούλιγκαν της Νάπολι), προσθέτοντας: «Είναι μεγάλο πράγμα να σε τιμούν αυτοί που σημάδεψαν τη ζωή σου. Τιμή σε εκείνους που στην κορυφαία στιγμή της δόξας τους δεν ξεχνούν την καταγωγή τους».
Η ταινία εξελίσσεται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο που είναι χτισμένο στους πρόποδες των Άλπεων στην Ελβετία, στο οποίο καταφεύγουν πάμπλουτοι ηλικιωμένοι για να κάνουν διακοπές και να ηρεμήσουν, κάνοντας μασάζ, σάουνα, περιπάτους και ακούγοντας -τρώγοντας- καλή μουσική.
ΜΕΤΑΞΥ αυτών (και εκτός του Μαραντόνα) πήγαιναν για πάρα πολλά χρόνια και δύο διάσημοι καλλιτέχνες, ο Frank και ο Mick που τους συνέδεε μια φιλία μισού και πλέον αιώνα.
Ο πρώτος -τον ρόλο του οποίου υποδύεται ο Michael Caine-, ήταν ένας διάσημος μαέστρος που είχε διευθύνει τις καλύτερες ορχηστές του κόσμου και ο δεύτερος -που τον υποδύεται ο Harvey Keitel- ένας μεγάλος και διεθνώς γνωστός σκηνοθέτης του Χόλιγουντ.
Ο ογδοντάρης μαέστρος είχε εγκαταλείψει την ενεργό δράση και προσπαθούσε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς υποχρεώσεις και επαγγελματικές σκοτούρες, ενώ ο σκηνοθέτης έγραφε το σενάριο της τελευταίας του ταινίας και σχεδίαζε με τους συνεργάτες του και ηθοποιούς τα γυρίσματα.
ΟΙ διάλογοι μεταξύ τους, όταν έτρωγαν ή έκαναν περιπάτους στο διπλανό λιβάδι, κάτω από τις χιονισμένες βουνοκορφές των Άλπεων, δεν ήταν μόνο ευφυείς, αλλά είχαν και ένα ισοπεδωτικό και αυτοσαρκαστικό χιούμορ που πολλές φορές «έσπαζε κόκαλα», όπως, για παράδειγμα, όταν αναφέρονταν στην αξεπέραστη πρωινή απόλαυση που αισθάνθηκαν, όταν ξεπέρασαν τις δυσκολίες του προστάτη και κατάφεραν να… κατουρήσουν.
ΤΗΝ ίδια στιγμή, που έκαναν σπα, η κάμερα ακολουθούσε τον Μαραντόνα που προσπαθούσε να βγει από την πισίνα και να υπογράψει αυτόγραφα για τους θαυμαστές του. Στην πλάτη του φιγουράριζε ένα τεράστιο τατουάζ του Καρλ Μαρξ…
ΟΤΑΝ έβρισκαν χρόνο και διάθεση, συζητούσαν για τα παιδιά τους και τα προβλήματά τους. Η κόρη του μαέστρου είχε ερωτικές σχέσεις με το γιο του σκηνοθέτη, ενώ τα πάνω κάτω ήλθαν όταν ο τελευταίος τής είπε, πριν επιβιβαστούν σε ένα αεροπλάνο για να πάνε διακοπές σε νησάκι του Ειρηνικού, ότι θέλει να χωρίσουν γιατί γνώρισε μια άλλη γυναίκα…
ΓΙΑ το τι έγινε και τι ειπώθηκε, όταν οι γονείς συναντήθηκαν με τα παιδιά τους, για τον τρόπο που ο Μαραντόνα κλωτσούσε μια μπάλα του τένις, για το τελευταίο κονσέρτο του μαέστρου και για το πώς τελείωνε η ταινία, δεν θα πω λέξη…
ΣΑΣ προτείνω να δείτε την ταινία, που αντικατέστησε τα εφέ, το σασπένς των θρίλερ και την καταιγιστική δράση, με την απλότητα, την ποιότητα των διαλόγων και το χιούμορ ως καταστάλαγμα των εμπειριών της ζωής που συσσωρεύονται με το χρόνο.
ΤΗΝ επόμενη ακριβώς μέρα, έζησα «ζωντανά» παρόμοιες σκηνές, όπως αυτές της ταινίας, όταν επισκέφθηκα ένα γηροκομείο για να δω έναν φίλο μου…