Οι τοίχοι της Αθήνας θα μεταφερθούν στην Καμπέρα, προκειμένου να αφηγηθούν την ιστορία των ανθρώπων της πόλης και του τρόπου που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης που μαστίζει εδώ και έξι χρόνια την Ελλάδα. Όχι, δεν έχει οργανωθεί μία εκστρατεία κατεδάφισης και μεταφοράς πραγματικών τοίχων. Πρόκειται για την έκθεση “Murals of Athens”, η οποία θα εγκαινιαστεί στις 2 Δεκεμβρίου στην Κατοικία του Πρέσβη της Ελλάδας στην Αυστραλία και η οποία θα παρουσιάσει 23 δείγματα της σύγχρονης Street Art της πόλης: τις μοντέρνες τοιχογραφίες που περιγράφουν, με τον τρόπο τους, τις επιπτώσεις της κρίσης και της επιβολής του μνημονίου στην ζωή της Αθήνας: την οικονομική κατάρρευση, την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, την ανεργία, την ασφυξία.

Η έκθεση σηματοδοτεί τη λήξη της θητείας του πρέσβη κ. Χάρη Δαφαράνου και διοργανώθηκε με την επιμέλεια της συζύγου του. Όπως τονίζει η ίδια η κ. Εύα Δαφαράνου στο σημείωμα της έκθεσης, τα έργα που περιλαμβάνονται στην έκθεση “είναι μία μαρτυρία του τρόπου που η καλλιτεχνική δημιουργικότητα μπορεί να λειτουργήσει σε δύσκολες ώρες. Μία γενική έκφραση απογοήτευσης, προκληθείσα από τα μέτρα ανελέητης λιτότητας τα τελευταία έξι χρόνια, έχει εξελιχθεί σε ένα ειρηνικό καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο διεκδικεί χώρο και μεταδίδει μία σειρά μόνιμων και ζωηρών κοινωνικών μηνυμάτων”.

Εν όψει των εγκαινίων της έκθεσης, η κ. Δαφαράνου μίλησε στον “Νέο Κόσμο” για την ιδέα πίσω από την έκθεση που αποτελεί έναν τόσο ιδιότυπο αποχαιρετισμό του πρεσβευτικού ζεύγους στην Αυστραλία.

Πώς σας δημιουργήθηκε η ιδέα της έκθεσης;

Σκέφθηκα ότι η ιδέα μιας φωτογραφικής Έκθεσης η οποία να αποτυπώνει τα συλλογικά αισθήματα των κατοίκων μιας μητρόπολης, στο μέσο μιας πρωτοφανούς σε σκληρότητα οικονομικής κρίσης και ψυχολογικής πίεσης, μέσα από δημόσια τέχνη με τη μορφή ζωγραφικής σε τοίχους (murals), θα ήταν μοναδική από πλευράς καλλιτεχνικής αισθητικής. Θα μετέφερε έντονα μηνύματα σε ομογενείς και σε φιλέλληνες Αυστραλούς, προκαλώντας αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης.

Εσείς, πώς ήρθατε σε επαφή με αυτά τα έργα; 

Τα έργα τα συνάντησα για πρώτη φορά διασχίζοντας τους δρόμους της Αθήνας μέσα από το αυτοκίνητο, διερχόμενη δρόμους κοντά στο ευρύτερο κέντρο της πόλης. Τα αισθήματα που ένιωσα ήσαν συγκίνηση αισθητική, συγκίνηση ανθρώπινη, ως αίσθημα από την κριτική που ασκεί το κάθε κομμάτι αυτό επιγραφικής τέχνης και το μήνυμα που περνά. Δηλαδή, από τη μία πλευρά, μου άρεσε το ότι τα επιγραφικά αυτά κομμάτια κοσμούν, αναδεικνύουν εάν θέλετε, τους τοίχους και τα κτήρια τα οποία τα φιλοξενούν, κοσμούν δηλαδή την Πόλη, αλλά ταυτόχρονα εκφράζουν την αθηναϊκή συλλογική στάση πάνω σε θέματα που σχετίζονται, προκαλούνται από την κρίση, διαπερνώντας και υπερβαίνοντάς την ταυτόχρονα.

Ποιο από αυτά σας έχει δημιουργήσει την μεγαλύτερη εντύπωση;

Δύσκολο να επιλέξω ένα. Ωστόσο, μπορώ να πω ότι με συγκινεί το mural του “Λουκάνικου”, του θρυλικού σκύλου των διαδηλώσεων με το σλόγκαν “μαζί τα φάγαμε

τα δακρυγόνα”. Μου αρέσουν οι προσευχόμενες παλάμες γιατί όλοι στη διάρκεια της κρίσης ευρισκόμαστε σε στάση περισυλλογής και προσευχόμαστε. Κατά τρίτο, μου άρεσε η βυζαντινή τεχνοτροπία του Αντώνη Φίκου με τα εξαϋλωμένα πρόσωπα-αγγέλους και τις όμορφες καρδιές – η σειρά “wasted love”, η αγάπη που ξοδεύεται, που δίνεται.

Πώς συνδιαλέγονται αυτά τα έργα με τον δημόσιο χώρο της Αθήνας; 

Μου είναι δύσκολο να φανταστώ αύριο τον δημόσιο χώρο της Αθήνας, δίχως την επιγραφική αυτή τέχνη. Έχει γίνει τμήμα της κουλτούρας και του ψυχισμού της πόλης. Και βέβαια αντανακλούν ως έργα τον ψυχισμό των Αθηναίων, με αισθήματα λεπτά και βαθιά που έχουν σχέση με τα προσωπικά τραυματικά βιώματα της κρίσης, τις απώλειες που υφίσταται κανείς, απώλειες πάσης φύσεως, ηθικές, οικονομικές, αγάπης, απώλειες στις διαπροσωπικές σχέσεις, το δικαίωμα να έχεις όνειρα, το τραύμα της χαμένης γενιάς των νέων μας, το τραύμα από την υποταγή και τον κομφορμισμό του πολιτικού μας κόσμου.

Τι άλλαξε στην Αθήνα, αυτά τα χρόνια; 

Η Αθήνα της Κρίσης είναι μία μεγαλούπολη που πονά. Ιδιαίτερα στο Κέντρο και στις λαϊκές συνοικίες. Τα Βόρεια και Νότια Προάστια ακόμη στέκονται και δεν κατανοούν το πρόβλημα του 1,5 εκατομμυρίου των ανέργων ενηλίκων καθώς και των νέων χωρίς δουλειά. Το σκηνικό της Αθήνας που πονά δεν είναι ευχάριστο. Έχει δύο διαστάσεις; η μία του ανθρώπινου πόνου, όπου ομιλεί από μόνη της η πτωχοποίηση του 1/3 του συνανθρώπων μας, με συσσίτια, κλινικές, ψάξιμο σκουπιδιών, απόκληρους κοινωνικά. Υπάρχει η δεύτερη διάσταση, αυτή της κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία προχωρεί, ανεβαίνει. Υπάρχουν πολλά περιθώρια αλληλεγγύης από ιδιώτες που δύνανται.

Τι σάς λείπει περισσότερο από την Αθήνα; 

Οι παλιές καλές εποχές που όλος ο κόσμος έβγαινε έξω και χαιρόταν. Πώς να χαρεί τώρα η μέση οικογένεια; Με έναν τουλάχιστον άνεργο και έναν υπέργηρο γονέα; Με κουτσουρεμένα εισοδήματα και με την μαζική ψυχολογική φοβία μέσα από την τηλεόραση, εκτός εξαιρέσεων. Αυτά μου λείπουν και ιδιαίτερα η ανεμελιά προ της κρίσεως. Τα χαμόγελα στα πρόσωπα των παιδιών και των ανθρώπων. Τα καλοκαιρινά σινεμά, ένα ταβερνάκι, αυτά…

Πολλά από αυτά τα έργα εμπεριέχουν ένα είδος αντίδρασης απέναντι στην πολιτική εξουσία. Ως άνθρωπος που βρίσκεται σε επαφή με τα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής, πώς το εισπράττετε αυτό;

Διαμαρτυρία. Το κύριο μήνυμα είναι κριτικό. Το ότι υπηρετείς, σε ένα επίπεδο το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, δεν σου στερεί το συνταγματικό και ανθρώπινο δικαίωμα να σκέπτεσαι, να είσαι κριτικός, να ασκείς κριτική αλληλεγγύης, να λες τα πράγματα με το όνομά τους και να κρίνεις το λάθος πολιτικών επιλογών με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Γιατί επιλέξατε αυτήν την έκθεση ως αποχαιρετιστήριο στην Αυστραλία; 

Μας εκφράζει κατ’ αρχήν ως θέμα εμένα και τον Πρέσβη. Υπάρχει άλλωστε καλύτερος τρόπος να προκαλέσουμε δυνατότερα αισθήματα φιλελληνικής συμπάθειας για τη σύγχρονη Ελλάδα, απ’ ό,τι μέσα από αυτό το γνήσιο και άμεσο καλειδοσκόπιο;

Αν στήνατε μία έκθεση που να περιγράφει την εμπειρία της ζωής σας στην Αυστραλία, τι είδους έργα θα περιλάμβανε;

Θα είχε ως ένα θέμα τη μελαγχολία που προκαλούν οι Αντίποδες, ως παρυφή της Γης, down and under. Κατά δεύτερον, το θέμα της ανάγκης να έχεις ένα πολιτισμικό σάκο (backpack) στην πλάτη σου για να σταθείς όρθιος. Και αυτό είναι η ελληνική ψυχή και κουλτούρα. Π.χ. ταινίες, μουσική, κουζίνα, ένα ουζάκι, μία παρέα, μία τηλεφωνική ή μέσω internet επικοινωνία. Κατά τρίτον, η μεγάλη απόφαση τού να μείνεις εδώ όλη σου τη ζωή. Ο παράγων ξενιτιά. Η προσέγγιση “alone but not lonely”. Η ανάπτυξη ριζών, η δημιουργία σχέσεων, η ανθοφορία μιας οικογένειας, ο μεγάλος σεβασμός για την παλαιά γενιά που υπήρξαν πραγματικά τιτάνες στο ρίζωμα των νεωτέρων και ο μεγάλος θαυμασμός μου για το υψηλό επίπεδο της νέας γενιάς. Τέλος, η πινελιά της Αυστραλίας. Η όμορφη φύση της, τα τοπία, τα ζώα και τα λουλούδια της. Αυτά θα έβαζα στον καμβά μου ή σε ένα φιλμάκι μικρού μήκους.