Την έντονη ανησυχία τους για τον τρόπο επιλογής των Σύρων προσφύγων που θα μετεγκατασταθούν στην Αυστραλία, εκφράζουν οι επικεφαλής των χριστιανικών εκκλησιών της χώρας, τονίζοντας ότι απειλείται το σχέδιο της κυβέρνησης να προσφέρει ανακούφιση στα θύματα θρησκευτικών διώξεων και δη τους χριστιανούς. 

Η αυστραλιανή κυβέρνηση, ως γνωστόν, υπέγραψε συμφωνία στις 9 Σεπτεμβρίου με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στην οποία δεσμεύεται για την υποδοχή 12.000 προσφύγων από την Συρία. Μέλη της κυβέρνησης επιχείρησαν τότε να παρουσιάσουν την απόφαση προς την κοινή γνώμη, ως μια ανθρωπιστική κίνηση απέναντι στα μέλη των θρησκειών που υφίστανται διώξεις από τους εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους – τους χριστιανούς, του ζωροαστριστές και τους γιαζιντιστές, κυρίως. Ωστόσο, η συμφωνία προβλέπει ότι οι πρόσφυγες που θα φτάσουν στην Αυστραλία θα έχουν καταγραφεί από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, αποκλείοντας έτσι εκείνους που κινούνται έξω από τους καταυλισμούς προσφύγων του ΟΗΕ. 

Οι εκπρόσωποι των εκκλησιών επισημαίνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα επιλογής των 12.000 προσφύγων από την Συρία που θα γίνουν δεκτοί στην Αυστραλία, γεγονός που υπονομεύει την αρχική εξαγγελία της κυβέρνησης. 

Λάβρος επί του θέματος εμφανίστηκε στην εφημερίδα “The Australian” ο καθολικός αρχιεπίσκοπος του Σίδνεϊ, Anthony Fisher, τονίζοντας την ανάγκη να ξεκαθαρίσει η κυβέρνηση τους στόχους και τις επιδιώξεις της, απέναντι στο ενδεχόμενο η εισροή προσφύγων να αφορά κυρίως μουσουλμάνους και όχι τα μέλη των υπό διωγμό θρησκευτικών ομάδων. 

Σημειώνεται ότι το Υπουργείο Μεταναστευτικής πολιτικής είχε καλέσει τις ηγεσίες των εκκλησιών να κάνουν σχετικές εισηγήσεις, προτείνοντας περιπτώσεις προσφύγων που υφίστανται διώξεις και είναι έτοιμοι να ενσωματωθούν στην Αυστραλιανή κοινωνία και να επανενωθούν με συγγενείς τους που βρίσκονται εδώ. Μέχρι στιγμής, από τις χιλιάδες αιτήσεις που έχουν φτάσει στο Υπουργείο Μετανάστευσης, λίγες είναι αυτές που έχουν περάσει στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας, ενώ ανάμεσα στις οικογένειες προσφύγων που έχουν φτάσει στην Αυστραλία, περιλαμβάνονται τόσο χριστιανοί όσο και μουσουλμάνοι. Αρχικά, ο Υπουργός Μετανάστευσης, Peter Dutton, είχε δηλώσει ότι η Αυστραλία θα αποφασίσει μόνη της ποιους θα δεχθεί στο έδαφός της και δεν θα δεχθεί εισηγήσεις από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, κάτι που τώρα φαίνεται πως δεν ισχύει. 

Αυτού του είδους οι ανησυχίες εκφράζουν μία νέα τάση στην διεθνή κοινότητα, ύστερα από την τραγωδία της περασμένης εβδομάδας στο Παρίσι, να σταματήσει ολοκληρωτικά η εισροή προσφύγων από την Συρία ή να περιοριστεί στους χριστιανούς πρόσφυγες. Είναι χαρακτηριστική η απόφαση της αμερικανικής βουλής των αντιπροσώπων να αναστείλει την υποδοχή ασύλου στους Σύρους πρόσφυγες, κάτι που το Δημοκρατικό κόμμα κατήγγειλε ως νίκη της ξενοφοβίας, ενώ ο ίδιος ο Πρόεδρος Barack Obama απείλησε να απορρίψει, ασκώντας βέτο, στην περίπτωση που περάσει από την Γερουσία. 

Εκείνο που, κυρίως, ανησυχεί τους εκπροσώπους των Ανατολικών χριστιανικών εκκλησιών (μεταξύ αυτών οι Κόπτες, οι Μελχίτες, οι Μαρωνίτες, οι Ασύριοι και οι Χριστιανοί της Αντιόχειας) είναι το γεγονός ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες αρνείται να δώσει προτεραιότητα στους χριστιανούς, καθώς αυτό θα αποτελούσε ένα είδος θρησκευτικής διάκρισης. Ωστόσο, πολλοί είναι οι χριστιανοί της Συρίας που αποφεύγουν τους καταυλισμούς του ΟΗΕ, ακριβώς επειδή εκεί βρίσκονται ήδη πολλοί μουσουλμάνοι οι οποίοι διάκεινται εχθρικά απέναντί τους. Για το σκοπό αυτό, οι εκπρόσωποι των Ανατολικών χριστιανικών εκκλησιών (που εκπροσωπούνται στην Αυστραλία από τον οργανισμό Eastern Christian Welfare Australia) θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα χρειάζεται τροποποιήσεις, καθώς τοποθετεί τους ευπαθείς χριστιανικούς πληθυσμούς της Συρίας που δεν έχουν καταγραφεί από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και δεν έχουν συγγενείς στην Αυστραλία σε μία γκρίζα ζώνη γραφειοκρατείας, καλούν δε για την δημιουργία μιας νέας υποκατηγορίας βίζας. Από την πλευρά του Υπουργείου Μετανάστευσης επισημαίνεται πως εκτός από το πρόγραμμα του ΟΗΕ, η Αυστραλία θα δεχθεί πρόσφυγες και μέσω του Ειδικού Ανθρωπιστικού Προγράμματος. Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης αναμένεται να κρατήσει τουλάχιστον δύο χρόνια, ενώ το κόστος του υπολογίζεται σε 600 – 700 εκατομμύρια δολάρια. Όσο για τον τελικό αριθμό, αναμένεται να ξεπεράσει τους 12 χιλιάδες, καθώς ήδη οι κυβερνήσεις των επί μέρους πολιτειών έχουν προσφερθεί να υποδεχθούν περί τους 15.5000 πρόσφυγες.