Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, δήλωσε ότι οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους δεν μπορούν να εξαλειφθούν έως ότου υπάρξει μια πολιτική λύση στη Συρία, το οποίο μπορεί να χρειαστεί κάποιον χρόνο.

Μια τέτοια λύση δεν είναι δυνατή αν ο Σύρος πρόεδρος, Μπασάρ αλ Άσαντ, παραμείνει στην εξουσία, πρόσθεσε ο Ομπάμα, ο οποίος μετέχει στην ετήσια Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στη Μανίλα.

“Δεν μπορώ να φανταστώ μια κατάσταση κατά την οποία θα μπορούμε να δώσουμε ένα τέλος στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, με τον Άσαντ να παραμένει στην εξουσία”, σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, απορρίπτοντας τις προτάσεις ηγετών της Μέσης Ανατολής, σύμφωνα με τις οποίες ο Άσαντ θα μπορούσε να μετάσχει σε μελλοντικές εκλογές στη Συρία.

Την ίδια στιγμή ο Αυστραλός πρωθυπουργός, Μάλκολμ Τέρνμπουλ «πιέζει» τις ΗΠΣ να είναι πιο ευέλικτες, να δεχθούν μια λύση και με τον Άσαντ (όπως κάνει η Ρωσία) γιατί «διαφορετικά με απομάκρυνση του Άσαντ θα δημιουργηθεί κενό εξουσίας και η κατάσταση στη Συρία μπορεί να επιδεινωθεί και να περάσει ο έλεγχος στους τζιχαντιστές».

Την ίδια στιγμή, εκπρόσωπος του Πενταγώνου δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου, ότι δεν θα υπάρξει συνεργασία με τη Ρωσία στον αγώνα εναντίον του ισλαμικού κράτους (ISIS) στη Συρία ούτε επί του εδάφους, ούτε στον αέρα.

«Επί του παρόντος, δεν σχεδιάζουμε την διεξαγωγή συντονισμένων επιχειρήσεων με τους Ρώσους» δήλωσε ο Στιβ Γουώρεν, εκπρόσωπος του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους, ο Γουώρεν υποτίμησε στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας, λέγοντας: «Οι Ρώσοι χρησιμοποιούν «χαζές» βόμβες . Η ιστορία τους ήταν τόσο απερίσκεπτη και ανεύθυνη. Το ξέρετε, το ξέρω, υπήρξε κάποια συζήτηση ότι οι Ρώσοι είχαν έναν μεγάλο αεροπορικό στόλο για να επιχειρούν εναντίον της Ράκκα. Και είναι αξιοσημείωτο για μας ότι, ξέρετε, αυτά είναι απαρχαιωμένες τακτικές. Εμείς δεν χρησιμοποιούμε πλέον εκείνα τα είδη τακτικών πια».

Σε μια άλλη συνέντευξη Τύπου του Πενταγώνου, ο εκπρόσωπός του, Πίτερ Κουκ, είπε, «Μέχρι αυτό το σημείο οι ρωσικές ενέργειες σε μεγάλο βαθμό αποσκοπούν στην υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ, που πιστεύουμε ότι είναι αντιπαραγωγικό για το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειας για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου της Συρίας. Είναι σαν να ρίχνει βενζίνη στη φωτιά, σύμφωνα με τα λόγια του Υπουργού Κάρτερ».

Ο πρόεδρος Ομπάμα έκανε παρατηρήσεις κατά τη σύνοδο κορυφής της APEC που πραγματοποιήθηκε στις Φιλιππίνες, την Τετάρτη, λέγοντας ότι η Ρώσοι θα πρέπει να επικεντρωθεί στην εξάλειψη του ISIS αντί να υποστηρίζουν τον Άσαντ.

Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι θα συντονίσει τις δυνάμεις της μαζί με τη Γαλλία να στοχεύσει βάσεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία.

Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ APEC

Στο μεταξύ, την όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού αποτυπώνουν οι εργασίες της Συνόδου Κορυφής της Οργάνωσης για την Οικονομική Συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού (APEC) στη Μανίλα των Φιλιππίνων. Η συζήτηση σε όλα τα «τραπέζια διαλόγου», και φυσικά στην ίδια τη συνάντηση των ηγετών των 21 χωρών – μελών, επιβεβαιώνει ότι η πρόσφατη υπογραφή (σε πρώτη φάση και σε επίπεδο υπουργών) του Συμφώνου Δι-Ειρηνικής Συνεργασίας (ΤΡΡ – δηλαδή, συνεργασία κρατών του Ειρηνικού Ωκεανού) που προώθησαν οι ΗΠΑ, θα ενισχύσει την αποφασιστικότητα με την οποία θα προωθηθούν και «εναλλακτικά» σχέδια, ή και τη «μαεστρία» με την οποία πολλές πλευρές θα επιδιώξουν να «ισορροπήσουν» μεταξύ διαφορετικών επενδυτικών σχεδιασμών αντλώντας το μέγιστο δυνατό κέρδος αλλά και μακροπρόθεσμο όφελος για τη θέση τους στην περιοχή και γενικότερα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Κίνα προτάσσει την προώθηση της Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου Ασίας – Ειρηνικού (Free Trade Area of the Asia-Pacific – FTAAP), της οποίας ο «Οδικός Χάρτης» εγκρίθηκε στην περσινή Σύνοδο Κορυφής της APEC στο Πεκίνο. Πλέον, με τις εξελίξεις στο θέμα της ΤΡΡ (στην οποία, σημειωτέον, η Κίνα δε συμμετέχει, τουλάχιστον ακόμα) η κινεζική πλευρά φαίνεται ότι ιεραρχεί τη FTAAP ως ένα ακόμα μέσο για να ενισχύσει τη θέση των ανερχόμενων κινεζικών επιχειρηματικών ομίλων.

Έτσι, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, μιλώντας στη συνάντηση επιχειρηματικών στελεχών από τις χώρες της APEC, αναφέρθηκε στην ανάγκη «να διευθύνουμε αυτό το γιγάντιο πλοίο της οικονομίας της περιοχής στη σωστή κατεύθυνση» εστιάζοντας στη σημασία που έχει να επιταχυνθούν οι επαφές και οι μελέτες για τη δημιουργία μιας Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου, όπως αυτή που διαγράφει η FTAAP.

Σύμφωνα με το κινεζικό πρακτορείο «Σινχουά», υπογράμμισε ότι πρέπει να προχωρήσουν και να δυναμώσουν οι μεταρρυθμίσεις και να αναπτυχθεί η καινοτομία, να οικοδομηθεί μια οικονομία «ανοιχτή», να προωθηθεί η «σύνδεση» στην περιοχή, εννοώντας προφανώς λήψη ολόπλευρων μέτρων που θα ενισχύσουν την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, εργαζομένων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, ο Κινέζος ηγέτης χαρακτήρισε «ιστορικό βήμα προς τα μπρος» την περσινή έγκριση του «Οδικού Χάρτη» για τη FTAAP, ενώ αναφέρθηκε στις «ανησυχίες κατακερματισμού» που έχουν προκληθεί με την ανάδυση διαφόρων νέων περιφερειακών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (βλ. ΤΡΡ). Σχολίασε ότι τίποτα δεν πρέπει να διαταράξει την αναπτυξιακή διαδικασία στην περιοχή και «πρέπει να αφιερωθούμε στην ανάπτυξη μιας συνεργασίας αμοιβαίου οφέλους, να αντισταθούμε στον προστατευτισμό και να διευκολύνουμε το δίκαιο ανταγωνισμό».

ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Στο περιθώριο των εργασιών, συνεχίζονται οι διμερείς επαφές ανάμεσα στις διάφορες αντιπροσωπείες, στις οποίες, όπως είναι φυσικό, κυριαρχούν τόσο τα ζητήματα της «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας» όσο και οι εξελίξεις στην ίδια την περιοχή, όπως η κατάσταση στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.

Έτσι, ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, στη συνάντηση που είχε με τον Φιλιππινέζο ομόλογό του, Μπενίνιο Ακίνο, τόνισε ότι «συμφωνήσαμε στην ανάγκη για τολμηρά βήματα για τη μείωση των εντάσεων, συμπεριλαμβανομένων δεσμεύσεων για να σταματήσουν οι προσπάθειες ανάκτησης, ανακατασκευής και στρατιωτικοποίησης διαφιλονικούμενων νησιών της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας».

Μια μέρα πριν, η Ουάσιγκτον είχε αναδείξει και πάλι τη διαρκή «στήριξη» στη Μανίλα, ως έναν από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς εταίρους της στην περιοχή, ανακοινώνοντας τη χορήγηση δύο πλοίων στο Πολεμικό Ναυτικό της χώρας αλλά και νέο οικονομικό πακέτο στρατιωτικής «στήριξης» και για άλλες χώρες της περιοχής.