Ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης -Θεσσαλονίκη 1997, είχε τυπώσει διάφορα κατατοπιστικά έντυπα, μεταξύ των οποίων και μια θαυμάσια έκδοση για την Σχολή της Χάλκης. Εκτός από την πλειάδα σπανίων φωτογραφιών, υπάρχει και η αναφορά στη διαχρονική πορεία 150 ετών (1844-1994) του καθηγητή του Πανεπιστήμιου, Σωτηρίου Λ. Βαρναλίδη.
Αξίζει, μετά από 171 χρόνια, να ξαναθυμηθούμε και να αναφερθούμε στο μεγαλείο της Σχολής.
«Όποιος ταξιδεύει στην Πόλη και επισκέπτεται τα Πριγκηπόννησα, δεν είναι δυνατόν, όταν πλησιάζει το πλοίο στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Προποντίδας, την Χάλκη, να μη ρίξει μια ματιά στο κτίριο που δεσπόζει επάνω στον καταπράσινο λόφο, τον μικρότερο από τους τρεις λόφους του νησιού αυτού και να μην το παρατηρήσει με θαυμασμό και απορία. Ο λόφος είναι της Ελπίδος που τον στέφει σαν κορώνα το κτίριο αυτό μέσα στο οποίο στεγάζονται δύο αιωνόβια Ιερά Καθιδρύματα της Ορθόδοξης πνευματικότητας και παιδείας. Από τη μία, η ιστορική Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος, που κατά την παράδοση ιδρύθηκε από τον Μέγα Πατριάρχη Άγιο Φώτιο (858-867, 877-886) και, από την άλλη, η Ιερά Θεολογική Σχολή, το φυτώριο αυτό της θεολογίας, που ιδρύθηκε το 1844 από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Δ!
Η ίδρυση της Θεολογικής Σχολής δεν θα ήταν δυνατή χωρίς το θάρρος, την αποφασιστικότητα και την διορατικότητα του σοφού εκείνου Πατριάρχου, ο οποίος αφού ανακαίνισε την ερειπωμένη Ι. Μονή Αγίας Τριάδας και τον ναό, κατόρθωσε μετά από πολλούς κόπους και θυσίες να εξασφαλίσει από τους ιθύνοντες του Οθωμανικού Κράτους τη νόμιμη άδεια για την λειτουργία της Θεολογικής Σχολής. Η Σχολή αυτή άνοιξε επισήμως τις πύλες της στη θεολογική επιστήμη την 8η Οκτωβρίου του 1844, με πρώτο Σχολάρχη της τον λόγιο κληρικό Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Σκοπός της ιδρύσεως της Ι. Θεολογικής Σχολής Χάλκης ήταν ο επιστημονικός καταρτισμός και η ιεροπρεπής μόρφωση κυρίως κληρικών, αλλά και λαϊκών, από τους οποίους οι μεν πρώτοι θα στελέχωναν τις τάξεις του ιερού κλήρου, όχι μόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και άλλων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αμφότεροι δε θα επάνδρωναν τα πνευματικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα του Γένους.
Η Σχολή αυτή, που στο πέρασμα του χρόνου αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, κατόρθωσε με την άοκνη συμπαράσταση της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και την υλική και ηθική ενίσχυση των ευσεβών ομογενών, να προχωρήσει με επιτυχία στο έργο που τάχθηκε να υπηρετήσει: στον καταρτισμό αξίων στελεχών για την διακονία της Εκκλησίας και την θεραπεία της Θεολογικής Επιστήμης. Το 1894, ενώ η Θεολογική Σχολή ετοιμαζόταν να εορτάσει τα πενήντα χρόνια της ευδόκιμου λειτουργίας της, ένας ισχυρός σεισμός που έγινε την 28η Ιουνίου κατέστρεψε, μεταξύ άλλων, και το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού συγκροτήματος που στεγαζόταν η Σχολή.
Για την αποκατάσταση των ζημιών ανοικοδόμηση και επαναλειτουργία της, φρόντισε ο Μέγας Ευεργέτης του Γένους, Παύλος Σκυλίτσης Στεφάνοβικ, ο οποίος με σύμφωνη γνώμη του Πατριαρχείου, ανέθεσε την επίβλεψη του έργου στο γνωστό αρχιτέκτονα, Περικλή Φωτιάδη.
Η Σχολή λειτούργησε και πάλι στο νέο μεγαλοπρεπέστατο καλλιμάρμαρο κτίριο την 6η Οκτωβρίου του 1896. Από το 1923, η Σχολή, η οποία είχε περάσει δύσκολες στιγμές εξ αιτίας των πολέμων της δευτέρας δεκαετηρίδος του 20ου αιώνα, εγκαινίασε μια νέα περίοδο της ζωής της, σύμφωνα με την νέα κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε μετά την ίδρυση του νέου Τουρκικού Κράτους. Η παιδεία αναδιοργανώθηκε τότε σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η Βιβλιοθήκη της Σχολής, με τους χιλιάδες πολύτιμους τόμους της, παλαιούς και σύγχρονους, ήταν και είναι έτοιμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του πνεύματος, να σβήσει την πνευματική δίψα της μαθήσεως και να εξοπλίσει με τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια όλους εκείνους που την επισκέπτονται και επιθυμούν να μελετήσουν σ’ αυτήν. Τον Αύγουστο του 1944 η Σχολή γιόρτασε Τα εκατό χρόνια ζωής της χωρίς μεγάλες τελετές, ένεκα των τότε καιρικών καταστάσεων.
Από το 1951 η Σχολή εισέρχεται σε νέα περίοδο με όλες τις σύγχρονες επιστημονικές προδιαγραφές πανεπιστημιακού επιπέδου. Και ενώ βάδιζε αισίως προς την Τρίτη πεντηκονταετία, αναγκάστηκε αιφνιδίως, τον Αύγουστο του 1971, να αναστείλει την λειτουργία της. Η Σχολή αυτή, μέσα σε ένα γαλήνιο φυσικό περιβάλλον, μακριά από την τύρβη και τον θόρυβο της κοινωνίας, στη διαχρονική ιστορική πορεία της των 127 ετών, με την εμπνευσμένη καθοδήγηση αξίων σχολαρχών και διακεκριμένων καθηγητών, ευδόκησε να δώσει στην Εκκλησία, στην Θεολογική Επιστήμη και στο Γένος στελέχη άξια της αποστολής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αλλά και ολόκληρου του Ορθόδοξου Χριστιανικού Κόσμου.
Ο σεβασμός προς την ιστορία και τις παραδόσεις της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η διατήρηση της Πατερικής Διδασκαλίας και της Εκκλησιαστικής Λειτουργικής Τάξεως, η ευρύτητα του πνεύματος, η πνευματικότητα, η ευαισθησία προς τα κοινωνικά μηνύματα της ανθρωπότητες εκάστης εποχής, το μακράν από φυλετικούς διχασμούς και διακρίσεις αδελφικό πνεύμα, ο σεβασμός και η αγάπη προς τους ανά τον κόσμο Χριστιανούς αδελφούς, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ήταν ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που καλλιεργούνταν με θρησκευτική ευλάβεια μεταξύ των ιεροσπουδαστών στο ιερό χώρο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Γενικώς, είναι δυνατό να λεχθεί ότι το όλο πνεύμα του πνευματικού τούτου φάρου της Θεολογικής Επιστήμης, που το συνεχίζουν και σήμερα οι απόφοιτοί του, συμβαδίζει με αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποτελεί φορέα της οικουμενικότητας του Κέντρου της Ορθοδοξίας. Η αναστολή της λειτουργίας της Ι. Θεολογικής Σχολής το 1971 συγκλόνισε όχι μόνο τον Ορθόδοξο και τον ευρύτερο Χριστιανικό κόσμο, αλλά και πολλούς ανά τον κόσμο πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι είχαν γνωρίσει το πνευματικό μέσα από την παιδεία έργο που πρόσφερε αυτή επί 127 έτη στην Εκκλησία, στην κοινωνία και γενικότερα στον πολιτισμένο κόσμο.
Ο οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, από την πρώτη ημέρα της αναρρήσεώς του στον θρόνο καταβάλει προσπάθειες και προσεύχεται για την επαναλειτουργία της Σχολής αυτής. Το επανέλαβε και πάλι την 28η Αυγούστου 1994 κατά τον εορτασμό της 150ετηρίδος της Ι.Θ. Σχολής , μαζί με όλους εκείνους που παραβρέθηκαν από όλα τα μέρη του κόσμου για να εορτάσουν το σημαντικό αυτό γεγονός, τονίζοντας μεταξύ άλλων: ”Ευελπιστούμε ότι τα υπάρχοντα νομικά ή γραφειοκρατικά κωλύματα ταχέως θα υπερπηδηθούν και θα καταστεί το καλλιμάρμαρο τούτο κτίριο και πάλιν μια ζωντανή κυψέλη που θα παράγει το γλυκύ μέλι της κατά Θεό σοφίας και θα ετοιμάζει κήρυκες της ειρήνης και της πανανθρώπινης αγάπης και καταλλαγής».