ΣΗΜΕΡΑ λέω να κάνω ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο.
ΝΑ γυρίσω το… χρονόμετρο ακριβώς 60 χρόνια πίσω.
ΣΤΑ χιονισμένα Χριστούγεννα του χωριού μου. Στο μακρινό 1955.
ΤΟΤΕ που ο κόσμος δίπλα μου άρχισε να αποκτά ονόματα.
ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ σε μια εποχή που τα παιδιά ζούσαν σε έναν «ενδιάμεσο» κόσμο.
ΚΑΠΟΥ μεταξύ των παραμυθιών, που η φαντασία μας τους έδινε «σάρκα και οστά» και της πραγματικότητας, που είχε αρχίσει, δειλά-δειλά, να αποκτά «πρόσωπο».
ΤΟΤΕ που ακόμα μας μάγευε το Άστρο της Βηθλεέμ, η φάτνη, οι τρεις μάγοι με τα δώρα και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα.
ΟΠΩΣ μας μάγευαν όλα τα παραμύθια, μέχρι να αρχίσουμε (για κακή μας τύχη) να καταλαβαίνουμε ότι «κάποιο λάκκο έχει φάβα».
ΟΤΙ κάτι μας έκρυβαν οι μεγάλοι και ότι, στην πραγματικότητα, για κάποιους λόγους, δεν ήθελαν να μας αποκαλύψουν.
ΖΩΝΤΑΣ μεταξύ των παραμυθιών και της πραγματικότητας, μάς άρεσαν περισσότερο τα παραμύθια όπου όλοι ζούσαν καλά και εμείς καλύτερα…
ΑΥΤΟΣ ήταν και ο λόγος που η μέρα των Χριστουγέννων μού προκαλούσε συνήθως μελαγχολία.
ΑΡΧΙΣΑ να καταλαβαίνω ότι το «παραμύθι» τελειώνει και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και η επιστροφή στην πραγματικότητα.
ΓΙΑ μένα, τότε, «όλα τα λεφτά», της γιορτής ήταν οι δύο εβδομάδες που προηγούνταν των Χριστουγέννων.
ΟΤΑΝ άρχιζαν, δηλαδή, οι προετοιμασίες της υποδοχής, οι οποίες και λειτουργούσαν ως σασπένς, δίνοντας άλλες διαστάσεις στην αναμονή.
Η αναμονή, λοιπόν, ήταν αυτή πάνω στην οποία χτίζονταν οι προσδοκίες των Χριστουγέννων και όχι η ίδια η γιορτή που ουσιαστικά ήταν η κορύφωση της αρχής του τέλους.
ΤΟ μεσοδιάστημα αυτό έδινε το βηματισμό στην παράδοση, για να «φορέσει» το χωριό τα γιορτινά του και να υποδεχθεί τη γέννηση του Χριστού και μια βδομάδα αργότερα, την επίσκεψη κατ’ οίκον, του… χαρτοπαίχτη Αϊ Βασίλη.
ΤΟ ότι πλησίαζε η γιορτή δεν το μαθαίναμε από το ημερολόγιο, αλλά, από τις αισθήσεις μας. Την όσφρησή, την ακοή και την όρασή μας.
ΑΠΟ το άναμμα των φούρνων, τις μυρωδιές των γλυκών, το καθάρισμα των αυλών και το γοερό κλάμα των γουρουνιών, που ανήγγειλε τη σφαγή τους και την μεταμόρφωσή τους σε λουκάνικα και μπριζόλες.
ΜΙΑ βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και καθ’ όλη τη διάρκεια των διαλειμμάτων στο σχολείο, περνούσαμε το χρόνο μας με το να επιλέξουμε την παρέα που την παραμονή των Χριστουγέννων θα λέγαμε μαζί τα κάλαντα.
ΤΑ μετεμφυλιακά εκείνα χρόνια της μεγάλης ανέχειας και σχεδόν καθολικής φτώχειας, το χαρτζιλίκι ήταν η μόνη πηγή εσόδων για πολλούς από εμάς, ενώ για ορισμένα παιδιά ήταν μοναδική πηγή εσόδων για ολόκληρη την οικογένειά τους.
ΑΥΤΟ σήμαινε ότι η «μάχη» που θα δίναμε να μαζέψουμε κανένα φράγκο, θα πρέπει να ήταν καλά οργανωμένη για να είναι αποτελεσματική.
ΣΥΝΕΠΩΣ, με ποιους μαζί θα λέγαμε τα κάλαντα και τι είδους γνωριμίες (και συγγένειες) είχαν, (όσοι επιλέγονταν να αποτελούν τη… χορωδία), τα λαμβάναμε υπόψη μας.
ΣΤΗ χρονιά την οποία αναφέρομαι πήγαινα στη δεύτερη τάξη του δημοτικού που σημαίνει ότι είχε προηγηθεί μια ακόμα έξοδος για κάλαντα σε ολόκληρο το χωριό.
Η έξοδος εκείνη δεν είχε πάει καλά γιατί τα άλλα παιδιά της γειτονιάς που πήγαμε μαζί, ήταν μεγαλύτερα και με… έριξαν στο μέτρημα, μιας και ήμουν ο πιο μικρός της παρέας.
ΘΥΜΑΜΑΙ πως, όταν έγινε η μοιρασιά, μου είχαν δώσει κάτι… δεκάρες, δύο πορτοκάλια και δύο τρία μουστοκούλουρα.
ΕΤΣΙ, αποφασίσαμε με έναν συμμαθητή μου (και συνονόματό μου) να βγούμε οι δύο μας και ό,τι μαζέψουμε…
ΜΕΡΕΣ πριν, κάναμε τον «οδικό χάρη» που θα ακολουθούσαμε και επιλέξαμε τις γειτονιές και τα σπίτια που θα επισκεφτούμε για να «τους τα πούμε».
ΔΩΣΑΜΕ προτεραιότητα σε όσους γνωρίζαμε και σε όσους είχαμε ακούσει ότι είναι… κουβαρντάδες και δεν δίσταζαν να δώσουν και κανένα δίφραγκο. Πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη οι δύο δραχμές…
ΕΠΕΙΔΗ ο… ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, δώσαμε ραντεβού, από την προηγούμενη μέρα, να συναντηθούμε στις 6 το πρωί για να «προλάβουμε» τους μεγάλους…
ΓΙΑ να προλάβουμε το κλασικό σλόγκαν της εποχής «μας τα είπαν άλλοι» που τότε, λόγω φτώχειας, ήταν πολύ της μόδας, το σχέδιο προέβλεπε ότι ο καθένας θα αναλάμβανε να χτυπήσει την πόρτα των συγγενικών του σπιτιών. Των ανθρώπων δηλαδή που δεν θα το βάσταγε η καρδιά τους να μας πουν ότι, «τους τα είχαν πει άλλοι».
ΕΓΩ, επειδή από τα χρόνια εκείνα, είχα καλύτερες σχέσεις με τα… σκυλιά, παρά με τους ανθρώπους, θα πλησίαζα τα σπίτια που είχαν αγριόσκυλα και δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τους περαστικούς.
ΤΟ μόνο που δεν είχαμε προβλέψει ήταν ότι, εκτός από τον… ανταγωνισμό και τα αφιλόξενα σκυλιά, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και το χιόνι, που πριν τις 6 το πρωί είχε ξεπεράσει τους 25 πόντους και συνέχιζε να χιονίζει…
ΟΙ δικοί μου, μού έλεγαν «να καθίσω στα αυγά μου», αλλά εγώ ήθελα να βγω για να μην αφήσω μόνο του και τον συμμαθητή μου που ήταν και ο καλύτερος φίλος μου. Και βγήκα…
ΤΟ χωριό ήταν αγνώριστο και τα μικρά μονοπάτια που σχεδίαζα να ακολουθήσω για να «κόψω» δρόμο ήταν χαμένα μέσα στο χιόνι, γεγονός που συνέβαλε ώστε αλλού να πατώ και αλλού να βρίσκομαι.
ΣΤΟ ραντεβού φτάσαμε και οι δύο καθυστερημένα και αμέσως «πιάσαμε δουλειά», για να προλάβουμε μιας και ακούγαμε άλλους να «τα λένε».
ΜΕ τη βοήθεια του χιονιού μπορούσαμε να επιλέξουμε με ακρίβεια τα σπίτια που δεν είχε περάσει κανένας, μια και δεν υπήρχαν αχνάρια.
ΟΙ περισσότεροι από αυτούς που μας έλεγαν «πέστε τα», μας έδιναν δεκάρες και πενηνταράκια, αφού περίμεναν και άλλους να τους χτυπήσουν την πόρτα.
ΤΙΣ δεκάρες (που τότε είχαν στη μέση τρύπες), τις περνούσαμε σε ένα σπάγκο και τα «χοντρά» τα έβαζε στην τσέπη του όποιος τα έπαιρνε.
ΣΤΟ μεταξύ, δεν ήταν και λίγοι αυτοί που μας έδιναν κουλούρια, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και κανένα πορτοκάλι.
ΔΡΑΧΜΕΣ και δίφραγκα μας έδιναν πού και πού, κυρίως οι συγγενείς, οι γείτονες και οι πολύ γνωστοί.
ΜΕ τα σκυλιά τα πηγαίναμε καλά, αφού λόγω χιονιού, δεν κυκλοφορούσαν, ως συνήθως, στους δρόμους.
ΛΟΓΩ χιονιού και επειδή το χωριό κάλυπτε ένα μεγάλο χώρο και ήταν αραιοκατοικημένο, μάς πήρε σχεδόν ένα τρίωρο να επισκεφτούμε τα σπίτια που είχαμε διαλέξει.
ΣΤΗΝ πλατεία του χωριού που βρίσκονταν και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθίσαμε να κάνουμε τον απολογισμό και να μοιράσουμε τα έσοδα της… οικονομικής μας εκστρατείας.
ΠΡΙΝ κάνουμε «ταμείο», φάγαμε τα περισσότερα γλυκά που δεν προλάβαμε να φάμε λόγω… δουλειάς, αδειάσαμε τις τσέπες μας και αρχίσαμε το μέτρημα…
ΤΑ χρήματα που μαζέψαμε ήταν τελικά πολύ περισσότερα απ’ όσα είχαμε υπολογίσει. Τριάντα οκτώ δραχμές δεν ήταν και λίγα την εποχή εκείνη.
ΤΟ ότι τα μισά, σχεδόν,από αυτά ήταν… τρύπιες δεκάρες, δεν μας ενοχλούσε καθόλου.
ΔΕΝ ήταν και λίγο πράγμα να γυρίσεις την παραμονή των Χριστουγέννων στο σπίτι με είκοσι σχεδόν δραχμές στη τσέπη.
ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ότι την ίδια χρονιά, το χριστουγεννιάτικο δώρο μου ήταν ένα κόκκινο… μπαλόνι.