Πέθανε στην Ινδονησία, στις 12 Δεκεμβρίου, ο Benedict Anderson, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους θεωρητικούς του εθνικισμού, ειδήμων επί της Νοτιανατολικής Ασίας, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κορνέλ.

Γεννήθηκε το 1936 στην πόλη της Αιώνιας Άνοιξης (Κανμίνγκ) της ΝΔ Κίνας από Αγγλο-Ιρλανδό πατέρα και Αγγλίδα μητέρα. Είναι αδελφός του διάσημου μαρξιστή διανοούμενου Πέρρι Άντερσον. Μεγάλωσε στην Καλιφόρνια και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ. Οι μεταπτυχιακές σπουδές του στην Πολιτική Επιστήμη (Πανεπιστήμιο Κορνέλ) επικεντρώθηκαν στην λεπτομερή καταγραφή και ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στην Ινδονησία που του στοίχισε την απαγόρευση εισόδου στη χώρα από τον αιμοσταγή δικτάτορα Σουχάρτο.

Το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο του είναι οι “Φαντασιακές Κοινότητες” που μελετά από τη σκοπιά του μαρξισμού τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση και κυριαρχία του εθνικισμού κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων. Η φαντασιακή κοινότητα υπάρχει, δεν είναι απάτη. Όμως, είναι μια «κοινωνική κατασκευή». Ως κοινωνική κατασκευή προκύπτει από μια σειρά λαϊκών διεργασιών μέσα από τις οποίες οι κάτοικοί της μοιράζονται την εθνικότητα.

Όπως λέει ο ίδιος είναι «φαντασιακή επειδή τα μέλη ακόμη και του μικρότερου έθνους δεν θα γνωρίσουν ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, ούτε θα τα συναντήσουν ούτε θα ακούσουν κάτι γι’ αυτά, κι όμως στα μυαλά τους του καθενός ζει η εικόνα της κοινότητάς τους». Ο εθνικισμός και οι φαντασιακές κοινότητες είναι αποτέλεσμα της αύξησης των δυνατοτήτων χρήσης της γραπτής γλώσσας, του κινήματος ανατροπής των ιδεών, των καθεστώτων και των νόμων της ελέω Θεού κυριαρχίας και μοναρχίας, της εμφάνισης του γραπτού τύπου στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Επίσης, ενεπλάκη στη δημοσία συζήτηση που άνοιξε το περιοδικό «New Left Review» τη δεκαετία του ’70 αποσκοπώντας στην συνεύρεση της Μαρξιστικής σκέψης και των θεωριών περί εθνικισμού -κάτι που κάνει μέσω των Φαντασιακών Κοινοτήτων- ώστε να διορθώσει τις στρεβλώσεις τους. Επαναφέρει την έννοια του συναισθήματος στην ανάλυση και τονίζει κατά κάποιον τρόπο ότι το «έθνος» ανταποκρίνεται ως ιδέα σε ζωτικές συναισθηματικές ανάγκες των απλών ανθρώπων. Έτσι, έρχεται σε αντίθεση με ερμηνείες του εθνικισμού που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως παθητικά όντα που υπόκεινται στις βουλήσεις των πολιτικών ελίτ της εξουσίας και δεν έχουν την ικανότητα αυτενέργειας. Η τρίτη συνιστώσα ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης, η Αδελφότητα, είναι που παίζει το ρόλο του κινητήριου καυσίμου που ανάβει τη σπίθα για δράση, όπως η ιδέα της «συντροφικότητας» και της «αλληλεγγύης» για μια άλλη, κομμουνιστική κοινωνία που θα στηρίζεται σε αυτές. Ο Άντερσον τονίζει ότι αυτή η «φαντασιακή» ιδιότητα του έθνους δημιουργεί ισχυρότατους συναισθηματικούς δεσμούς που κάνει τους ανθρώπους ικανούς να σκοτώσουν και, κυρίως, να σκοτωθούν για αυτή την πολιτική οντότητα.

Σημαντική κριτική στην άποψη του Μπ. Άντερσον ασκήθηκε από τον Έντουαρντ Σαΐντ, ο οποίος θεώρησε πολύ «γραμμική» την άποψή του ότι οι δυναστικές πολιτικές δομές και θεσμοί μεταβάλλονται σε κυρίαρχα έθνη διαμέσου της τυποποιημένης επίδρασης του «έντυπου καπιταλισμού» της Ευρώπης. Ακόμη πιο έντονη ήταν η κριτική από τη σκοπιά των μετααποικιακών σπουδών.

Αναμένεται η έκδοση των απομνημονευμάτων του Μπένεντικτ Άντερσον από τις εκδόσεις Verso, όπως ανακοίνωσε ο Ταρίκ Αλί αποχαιρετώντας τον, υπό τον τίτλο «A Life Beyond Boundaries» ο οποίος συμπυκνώνει εν πολλοίς και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν εκείνος, πέρα από όρια και σύνορα.