Σε μικρή απόσταση από τη Μελβούρνη ξεδιπλώνεται ο φημισμένος Great Ocean Road (G.O.R.). H αδιάλειπτη παρουσία του Μεγάλου Ωκεανού γοητεύει τους ταξιδιώτες και θεωρείται ως η πιο συναρπαστική παράκτια διαδρομή της Αυστραλίας και μια από τις πιο θεαματικές του κόσμου.
Περίπου 100 χλμ. νοτιοδυτικά της Μελβούρνης, στην παραλιακή πόλη Torquay, είναι η αρχή (ή το τέλος, αντίστοιχα) του περίφημου Great Ocean Road (Β 100). Πρόκειται για μια παράκτια διαδρομή που ενώνει τις πόλεις Torquay και Warrnambool και θεωρείται μία από τις πιο όμορφες παγκοσμίως.
Οι αφηγήσεις διαφόρων ταξιδιωτών (αυτοκινητιστών και μοτοσικλετιστών) που την πραγματοποίησαν, ενισχύουν τις φήμες, καθώς περιγράφουν την εμπειρία τους κατά μήκος του G.O.R ως μια ανεπανάληπτη γιορτή της τοπικής φύσης.
Οι εργασίες κατασκευής του Great Ocean Road άρχισαν το 1918 και ολοκληρώθηκαν το 1932. Ο επιχειρηματίας και δήμαρχος της κωμόπολης Geelong, Alderman Howard Hitchcock, υπήρξε ο εμπνευστής αυτού του κατασκευαστικού άθλου που λειτούργησε παράλληλα και ως τρόπος επαγγελματικής αποκατάστασης των στρατιωτών που είχαν επιστρέψει από τα πεδία των μαχών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Για την κατασκευή του δρόμου εργάστηκαν περίπου 3.000 στρατιώτες και τα επίσημα εγκαίνια του πρώτου κομματιού του δρόμου έγιναν στις 18 Μαρτίου 1922, με μια λαμπρή τελετή.
Στα 250 χλμ. της διαδρομής του G.O.R. υπάρχουν μικρά γραφικά ψαροχώρια, κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα (Apollon Bay, Torquay, Lorne, Anglesea), δαντελωτές ακτογραμμές, απάνεμοι κόλποι, απόκρημνες παραλίες, κρυμμένοι καταρράκτες, βραχώδεις σχηματισμοί κι ένας καταπράσινος ορεινός μανδύας που κατρακυλά μέχρι τη θάλασσα.
Σημείο αναφοράς της ποικιλόμορφης διαδρομής που ακροβατεί μεταξύ βουνού και θάλασσας, αποτελούν οι διάσημοι θαλάσσιοι βράχοι Twelve Apostles, το δεύτερο πιο γνωστό μνημείο της αυστραλιανής φύσης, μετά το γιγάντιο μονολιθικό βράχο Ayers Rock στην Κεντρική Αυστραλία.
Τα μνημεία της φύσης αποτελούν εδώ εθνικά πάρκα (Great Otway National Park, Port Campbell National Park), οι οικισμοί με την αποικιακή αγγλοσαξονική αρχιτεκτονική σέβονται απόλυτα το φυσικό περιβάλλον της οροσειράς Otway Ranges και οι εγκάρδιοι ντόπιοι ζουν με την αύρα του Μεγάλου Ωκεανού. Και επειδή ο G.O.R. αντιπροσωπεύει για τους Αυστραλούς μια ρομαντική απόδραση στη φύση, η τουριστική υποδομή κατά μήκος της διαδρομής είναι αρκετά ικανοποιητική.
Ξενοδοχεία, ξενώνες, κάμπινγκ, εστιατόρια, καφέ και μαρίνες συνυπάρχουν αρμονικά με το τοπίο και φροντίζουν για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών του G.O.R. Με οδηγό τον Αίολο, βλέπουν τα χρώματα και τα σχήματα της φύσης να αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ενώ η θάλασσα -προκλητική και συνήθως τρικυμιώδης- τους καλωσορίζει.
Άλλωστε, πάνω απ όλα, ο G.O.R. είναι θάλασσα, ένας καμβάς ζωγραφικής με κυρίαρχη απόχρωση το εκτυφλωτικό γαλάζιο του Μεγάλου Ωκεανού.
Στο πρώτο κομμάτι της διαδρομής, από την κωμόπολη Torquay έως την πόλη Apollon Bay (κοντά στο ακρωτήριο Cape Otway), υπάρχουν αρκετές ειδυλλιακές παραλίες. Τα νερά τους είναι αρκετά ζεστά προς τα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές φθινοπώρου, αλλά λόγω των ισχυρών ρευμάτων δεν είναι όλες κατάλληλες για κολύμπι. Αρκετές, πάντως, από αυτές τις παραλίες είναι ιδανικές για σερφ – με γνωστότερη την παραλία Bells (Bells Beach), κοντά στην Torquay, όπου διοργανώνεται κάθε χρόνο το παγκόσμιο πρωτάθλημα σερφ.
Ανάμεσα στις πόλεις Lorne και Apollo Bay είναι τα πιο συναρπαστικά ίσως χιλιόμετρα του διάσημου παραλιακού δρόμου. Η ασφάλτινη λωρίδα έχει αλλεπάλληλες στροφές στην άκρη του γκρεμού, ενώ ακριβώς από κάτω, τα κύματα του Μεγάλου Ωκεανού μαστιγώνουν τα πανύψηλα βράχια που ορθώνονται ως και 70 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Οι κωμοπόλεις στο πρώτο κομμάτι του G.O.R. (Torquay, Anglesea, Aireys Inlet, Lorne, Apollo Bay) είναι παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα, τα οποία τους καλοκαιρινούς μήνες γεμίζουν από τουρίστες. Κατά μήκος της διαδρομής υπάρχουν πολλά οριοθετημένα σημεία με εξαίσια θέα (viewpoints), ενώ κοντά στην πόλη Apollo Bay δεσπόζει ο γνωστότερος φάρος της περιοχής (Cape Otway).
Σε μικρή απόσταση από τον G.O.R, στις κατάφυτες πλαγιές της οροσειράς Otway Ranges, κυριαρχεί ένα υπέροχο πράσινο σκηνικό με πανύψηλα δέντρα και υδροχαρή φυτά. Σε μια δύσβατη ορεινή περιοχή, βορειοανατολικά του οικισμού Lavers Hill, υπάρχουν δυο από τους εντυπωσιακότερους καταρράκτες της Αυστραλίας: ο Hopetoun Falls και ο Triplet Falls.
Βρίσκονται μέσα στα όρια του Great Otway National Park και απέχουν μεταξύ τους περί τα 25 χλμ.
Είναι κρυμμένοι μέσα σε μικρές κατάφυτες χαράδρες, εκεί όπου το φως του ήλιου αδυνατεί να φτάσει, καθώς η οργιώδης βλάστηση σχηματίζει μια αδιαπέραστη καταπράσινη «ομπρέλα». Τους αντιλαμβάνεται κανείς μόνο από τον δυνατό θόρυβο που κάνουν τα νερά, καθώς πέφτουν με ορμή από ψηλά.
Το φαντασμαγορικό θέαμα των δύο καταρρακτών δεν είναι το μοναδικό αξιοθέατο που διαθέτει η κατάφυτη οροσειρά Otway Ranges. Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό Beech Forest, μέσα στα όρια ενός πανύψηλου τροπικού δάσους (rainforest), έχετε την ευκαιρία να κάνετε ένα συναρπαστικό Fly Tree Top Walk, περπατώντας σε ύψος 35 μ. πάνω από το έδαφος.
Χάρη σε μια ειδική κατασκευή υπερυψωμένων ατσάλινων διαδρόμων μήκους 600 μ. που υπερίπταται του εδάφους, βαδίζετε κυριολεκτικά στις κορυφές των δέντρων, απ’ όπου η θέα του τροπικού δάσους είναι όντως συναρπαστική.
Συνεχίζοντας πάνω στη διαδρομή του G.O.R, μετά το ακρωτήριο Cape Otway και τις δασωμένες πλαγιές της οροσειράς Otway Ranges, σειρά έχει το Eθνικό Πάρκο Port Cambell. Στα όρια του πιο δημοφιλούς πάρκου της περιοχής, που εκτείνεται από την κωμόπολη Princetown μέχρι την Peterborough (σε απόσταση 47 χλμ.), βρίσκονται τρεις εντυπωσιακοί πετρώδεις σχηματισμοί, τρία μοναδικά μνημεία της φύσης (Twelve Apostles, London Arch, Loch Ard), που σμίλεψαν ο χρόνος, ο αέρας και η θάλασσα.
Πρώτη στάση θα κάνετε στους πολυφωτογραφημένους «Twelve Apostles», το χαρακτηριστικό σύμβολο και σήμα κατατεθέν του G.O.R. Πρόκειται για μια συστάδα βράχων ύψους περίπου 45 μ., οι οποίοι, εξαιτίας του ανελέητου μαστιγώματος των κυμάτων, αποκόπηκαν στο πέρασμα των αιώνων από τη στεριά. Σήμερα, οι «Twelve Apostles» προσδίδουν το θέαμα μοναχικών γρανιτένιων πύργων που υψώνονται άτακτα σκορπισμένοι μέσα στη θάλασσα, αρκετά κοντά στην αμμώδη παραλία.
Η ονομασία «Δώδεκα Απόστολοι» προέκυψε από τον αρχικό αριθμό των βράχων (12), αλλά σήμερα έχουν απομείνει πια μόνο οκτώ. Δημιουργήθηκαν σταδιακά πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα στοιχεία της φύσης λειτούργησαν ως επιδέξιος γλύπτης. Όσο η θάλασσα υποχωρούσε, ο ασβεστόλιθος που είχε δημιουργηθεί στο έδαφός της αποκαλυπτόταν. Σιγά-σιγά ο άνεμος και τα κύματα διέβρωσαν το μαλακότερο μέρος του ασβεστόλιθου, δημιουργώντας σπηλιές, που τελικά έγιναν αψίδες. Όταν αυτές κατέρρευσαν, αποκόπηκαν από τη στεριά οι βράχοι και δημιουργήθηκε αυτό το υπέροχο φυσικό μνημείο.
Το εντυπωσιακό φαράγγι Loch Ard είναι το επόμενο αξιοθέατο του Εθνικού πάρκου Port Campbell. Το φαράγγι μοιάζει με κανάλι, έχει είσοδο μόνο από την πλευρά της θάλασσας και καταλήγει σε μια σπηλιά με σταλακτίτες. Πήρε το όνομά του από το ιστιοφόρο Loch Ard που ναυάγησε εδώ έχοντας διανύσει όλη την απόσταση από την Αγγλία: το πρωί της 1ης Ιουνίου 1878, από λάθος εκτιμήσεις του καπετάνιου, το πλοίο προσέκρουσε στα βράχια της ακτής. Από τους 54 επιβαίνοντες (πλήρωμα και επιβάτες) σώθηκαν μόνο δύο, ο δεκαοκτάχρονος ναύτης Τομ και η συνομήλική του Εύα, που ταξίδευε στην Αυστραλία μαζί με τους γονείς της.
Η συγκεκριμένη παράκτια περιοχή είναι μια πετρώδης ακτογραμμή που έκρυβε μεγάλους κινδύνους για τους ναυτικούς της εποχής. Την αποκαλούσαν «Η ακτή των ναυαγισμένων πλοίων» (Shipwreck Coast), και όχι άδικα, αφού μέσα σε διάστημα 40 ετών (1860-1900) είχαν σημειωθεί περισσότερα από 80 ναυάγια.
Σήμερα, οι επισκέπτες του φαραγγιού Loch Ard μπορούν να κατέβουν έως την παραλία, να δουν το σημείο του ναυαγίου και να επισκεφτούν τη σπηλιά όπου κατέλυσαν τα δύο παιδιά όταν σώθηκαν. Σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο γίνεται προβολή ντοκιμαντέρ για την ιστορία του ναυαγίου.
Τρίτη στάση θα κάνετε στην «Αψίδα του Λονδίνου» (London Arch). Πρόκειται για μια φυσική αψίδα μέσα στα νερά του ωκεανού, που σχηματίστηκε από τη διάβρωση του εδάφους. Η «Αψίδα του Λονδίνου» αρχικά ονομαζόταν «Γέφυρα του Λονδίνου» (London Bridge), λόγω της ομοιότητας των δύο αρχικών αψίδων με την πραγματική γέφυρα. Το 1990, έπειτα από την κατάρρευση της μιας αψίδας που είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν δύο τουρίστες (διασώθηκαν με ελικόπτερο, χωρίς να τραυματιστούν σοβαρά), η ονομασία του φυσικού μνημείου άλλαξε.
Στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του G.O.R, από το Eθνικό Πάρκο Port Campbell έως την κωμόπολη Warrnambool, τον λόγο έχουν οι πιγκουίνοι και οι φάλαινες, δυο χαρακτηριστικοί «εκπρόσωποι» του ζωικού βασιλείου του Νότιου Ωκεανού. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο, στις ακτές κοντά στην Warrnambool έρχονται οι φάλαινες για να γεννήσουν, ενώ την περιοχή επισκέπτονται επίσης και πολλοί πιγκουίνοι, που συχνάζουν κοντά στην ακτή.
Ο ΦΑΡΟΣ CAPE OTWAY
Είναι ο παλαιότερος φάρος της ηπειρωτικής Αυστραλίας (1848), κτισμένος 91 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατασκευάστηκε προκειμένου να καθοδηγεί με ασφάλεια τα πλοία που έπλεαν στον πορθμό Bass και για χιλιάδες Ευρωπαίους μετανάστες, ήταν το πρώτο σημάδι στεριάς που έβλεπαν μετά το ταξίδι τους. Βρίσκεται 12 χλμ. νότια του G.O.R και είναι ανοικτός καθημερινά, εκτός Χριστουγέννων, από 09.00 – 17.00.