Άλλη μια συνέντευξη είχα πάρει από τον Γιώργο Νταλάρα πολλά χρόνια πριν για κάποιο μουσικό περιοδικό. Από τότε θυμόμουν πόσο συγκροτημένο λόγο είχε. Μέχρι σήμερα είναι ίσως ο μοναδικός από τους καλλιτέχνες που έχω πάρει συνέντευξη που δεν χρειάστηκε να αλλάξω καθόλου τη σύνταξη κατά την απομαγνητοφώνηση. Απλώς μετέφερα τον λόγο του από το μαγνητοφωνάκι κατευθείαν στο χαρτί ή, για να ακριβολογούμε κιόλας, στο πληκτρολόγιο.

Κι αν αφορμή για τη συνέντευξη που θα διαβάσετε ήταν ο νέος δίσκος του Νίκου Πλατύρραχου με τραγουδιστή τον ίδιο (και όχι ο νέος δίσκος του Νταλάρα με συνθέτη τον Πλατύρραχο), μας δόθηκε αφορμή να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση για τους πάντες και τα πάντα, στην οποία ο Νο 1 Έλληνας τραγουδιστής φανέρωσε τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού του: εξομολογητικός, πολιτικοποιημένος, στοχαστικός, με έντονο θυμικό έως και με εξίσου έντονη ποιητική διάθεση.

– Όταν σας κάλεσα να κάνουμε αυτήν τη συνέντευξη με αφορμή τον νέο σας δίσκο με τον Νίκο Πλατύρραχο, μου είπατε πως δεν θα το θέλατε, μια και οι δίσκοι ανήκουν πρωτίστως στους συνθέτες τους. 

Αν και δεν πρέπει να μας προβληματίζει κάτι απόλυτα φυσιολογικό, έχουν μεταλλαχθεί τόσο οι ιδέες και τα νοήματα, ώστε φαντάσου ότι κάτι απλό μάς φαίνεται και χρήσιμο. Μάθαμε στο ότι το τραγούδι είναι μια εμπορική πράξη που το αντικείμενό της είναι πόσο θα κερδίσουμε απ’ αυτό. Το τραγούδι, όμως, δεν ξεκίνησε έτσι. Δεν σκέφτονταν έτσι οι άνθρωποι όταν μαζεύονταν τα απογεύματα με τη δύση του ήλιου και χτυπούσαν τα οργανάκια τους, παράγοντας ήχους, τους ίδιους που παρήγαγαν, αν πάμε στις απαρχές του χρόνου, και τα ζώα. Ο άνθρωπος, μην ξεχνάμε, είναι ον με συγκριτική σκέψη και από τη γένεση του είδους του επιχείρησε να ερμηνεύσει τα πράγματα. Μπορεί να μου πείτε «καλημέρα» κι εγώ να σας ρωτήσω «Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί ζούμε;» ή το αντίστοιχο να κάνατε κι εσείς. Δεν έχει απαντηθεί αυτό και ούτε εγώ, ούτε εσείς μπορούμε να το απαντήσουμε. Από το 1974 μέχρι τις αρχές του ’80 δεν έχω σταματήσει να είμαι παρών στα κοινά. Τότε ήμουν καλός; Και για να το κλείσουμε αυτό το θέμα, πιστεύετε ότι δεν έχει παίξει ρόλο το ότι μια ζωή εκφραζόμουν πολιτικά χωρίς γραμμή από κάποιο κόμμα; Θυμάμαι χαρακτηριστικά που, όταν το ’78 ακούστηκαν το «Δέντρο» και η «Τσιμινιέρα» των Λοΐζου-Λάδη, με εγκαλούσαν οι δεξιές εφημερίδες και ρωτούσαν ειρωνικά: «Από πού βλέπει ο Νταλάρας το κόκκινο δέντρο μες στο κέντρο; Απ’ το μπαλκόνι της οδού Μαυρομματαίων;»

– Ομολογώ ότι σας πετυχαίνω σε φιλοσοφικό mood και με ξαφνιάζετε ευχάριστα! 

Δεν πειράζει, η ζωή μάς βοηθάει. Δεν έχουμε αυτό το κυνήγι του μεροκάματου, ο μουσικός είναι κάτι άλλο. Όλο αυτό με τα λόγια, τις ιδέες και τα νοήματα που εμπεριέχει το τραγούδι είναι ένα ίαμα. Απ’ την άλλη, μπορεί ο μουσικός, όπως και ο κάθε άνθρωπος, να τελειώσει ήσυχα και ωραία τον κάματό του και μετά να κάτσει να σκεφτεί. Εκτός, πάλι, αν είμαστε άνθρωποι του στυλ «κάναμε μόλις έναν δίσκο, η μουσική είναι του κυρίου τάδε, τραγουδάω εγώ μέσα, ετοιμαζόμαστε να τον πουλήσουμε, παρακαλώ αγοράστε τον». Κλείσαμε, αυτό είναι πολύ πρακτικό, αλλά δεν είναι καθόλου ωραίο! Το τραγούδι για μένα είναι πάρα πολλά πράγματα μαζί και ο Πλατύρραχος, με τη μεγάλη θητεία στη μουσική για κινηματογράφο, μου έφερε αυτά τα τραγούδια για να του πω τη γνώμη μου. Και όταν εγώ, ξέρετε, βλέπω μουσικούς να λειτουργούν ως εφευρέτες, τους βγάζω το καπέλο. Τους τιμώ και τους θαυμάζω!

– Μιλήστε μου λίγο, λοιπόν, για την εφευρετικότητα του Νίκου Πλατύρραχου. 

Ο Πλατύρραχος ένωσε δύο κόσμους, αυτόν της Αμερικής του μπλουζ, του σουίνγκ και του rag time, με το ανάλογο δικό μας ρεμπέτικο. Στοιχεία κοινά λαών που παλεύουν με την καθημερινότητά τους, αλλά και που το τραγούδι και η μουσική τούς δίνουν την ανάταση. Ο Πλατύρραχος ταίριαξε τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη με τον Randy Newman – αυτό ήθελε να κάνει και το πέτυχε! Με εξαίρεση το απτάλικο του δίσκου, τα 5/8 είναι κοινά σε μπλουζ, rag time και ρεμπέτικο. Υπήρχαν πολλοί ρεμπέτες που από το 1935 ως το ’40 περίπου έπαιζαν σουίνγκ από πρόθεση.

– Ποια είναι η σχέση μας με το χρόνο, κύριε Νταλάρα; 

Ο χρόνος είναι ένα κομμάτι του Θεού. Ή όχι; Μήπως ο Θεός είναι ένα κομμάτι του χρόνου; Δεν θα μπορούσα να σας απαντήσω, ψάχνοντας να βρω νόημα στην έννοια «χρόνος». Πιστεύω πως η σχέση μας με τον χρόνο έχει να κάνει με την αφετηρία της σκέψης μας. Τι είναι; Κάτι που πρέπει να με κάνει να βιαστώ για πράγματα που δεν θα προλάβω; Κάτι που ήθελε να γίνω ο δάσκαλός μου ή ο πατέρας μου και δεν έγινα; Στην ερώτηση τι είναι ο χρόνος θα απαντήσω άμεσα: ο χρόνος για τους εμπόρους και για κάποιους άλλους είναι απλώς ένα εργαλείο για να μετράνε τη χαρά και τον πόνο τους.

– Είστε γιος του Λουκά Νταράλα, είναι πασίγνωστο αυτό. Πότε άρχισε να σας απασχολεί το τραγούδι ως σκοπός πια;

Νωρίς. Με παίρνανε επτά χρονών παιδάκι, με βάζανε στις χορωδίες και μου λέγανε «τραγούδα», έτσι, χωρίς να σκεφτώ τι μπορεί να γίνει. Όταν μαγνητοφώνησα τη φωνή μου και την άκουσα, έπαθα σοκ, δεν μου άρεσα καθόλου. Συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους που ακούν το εσωτερικό ηχείο τους, από μέσα τους, χωρίς να καταλαβαίνουν πώς τους ακούν οι άλλοι απ’ έξω. Το «σοκ και δέος» που μας μάθανε οι Αμερικανοί είναι επαρκείς εκφράσεις γι’ αυτό το πράγμα που ζήσαμε και εμείς και άλλοι. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το αναλύσω στεγνά πολιτικά το όλο πρόβλημα, αλλά νιώθω τις επιπτώσεις του. Φοβάμαι ακόμη ότι τεράστιο μερίδιο ευθύνης έχουν οι άνθρωποι που, ενώ θέλουν να διοικήσουν αυτήν τη χώρα, αν και έχουν γνώση και συνείδηση, δεν την προστατεύουν ουσιαστικά.

– Πότε πρωτοηχογραφήθηκε η φωνή σας; 

Στα 17 μου, όταν βγήκε το πρώτο δισκάκι. Μιλάμε για τα μέσα του 1967 με ένα τραγούδι του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, ενός καλού συνθέτη που αγαπούσε την Ελλάδα και την ιστορία της. Κυκλοφόρησε δύο μήνες μετά το πραξικόπημα και έτσι όπως βγήκε, ξαναμπήκε μέσα! Λεγόταν «Προσμονή» και οι στίχοι του Καλαποθαράκου έλεγαν: «Πότε θα ‘ρθει μια χαραυγή η γη να τραγουδήσει, να αγκαλιάζονται οι λαοί σ’ Ανατολή και Δύση».

– Τον έχετε σήμερα αυτόν το δίσκο;

Τον έχω, ναι. Προσπαθώ να κρατάω αρχείο, αλλά πολλούς απ’ αυτούς τους δίσκους μού τους φέρνουν φίλοι, συλλέκτες. Θυμάμαι σαν τώρα το δισκάκι με την «|Προσμονή». Είχε μια ετικέτα σε χρώμα τερακότα από την εταιρεία «Αυλός» που ήταν του Περγαντή, ο οποίος έκανε και κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής.

– Να φανταστώ ότι οι συναντήσεις σας με σπουδαίες προσωπικότητες ξεκίνησαν επίσης από πολύ νωρίς, δεν είναι έτσι;

Επειδή ο πατέρας μου ήταν αυτός που ήταν, στην αρχή πήγα κοντά σ’ αυτό το κλίμα. Ξεκίνησα σε λαϊκά μαγαζιά και μετά πήγα στην Πλάκα, όταν άλλαζαν τα πράγματα. Οι πρώτοι άνθρωποι που γνώρισα ήταν λαϊκοί. Ο Τουρκάκης, ο Νίκος Καλλέργης, ο Σαλασίδης, η Ρένα Στάμου, η Ρένα Ντάλια, ο Λαύκας, ο Παπαϊωάννου, ο Σπύρος Ζαγοραίος, ο Βαγγέλης Περπινιάδης και ο πατέρας του ο θρυλικός Στελλάκης, ο Λαβίδας (ο πατέρας της Ελένης Βιτάλη), ο Μανώλης Καναρίδης, η Σωτηρία Μπέλλου, φίλοι του πατέρα μου όλοι. Κι ακόμη ο Χιώτης και ο Παγιουμτζής. Παραδόξως, με τον Παγιουμτζή είχαμε γίνει και φίλοι. Τότε μέναμε στα Εξάρχεια κι ερχόταν, κατά παραγγελία του πατέρα μου, με έπαιρνε και με πήγαινε στο περίφημο Μπαράκι της Σατωβριάνδου. Λίγο παρακάτω ήταν το καφενείο των «δημοτικών». Από μικρό παιδί, έτσι, πέρναγα από κει για να δω τι γίνεται. Όλα αυτά ήταν μια καλή αρχή, η οποία όμως λίγο αργότερα δεν μου έφτανε. Άκουσα τον Θεοδωράκη με τον Μπιθικώτση! Ειδικά τον Μπιθικώτση τον άκουγα και τρελαινόμουν, από το «Γαρίφαλο στ’ αυτί» μέχρι τις δικές του υπέροχες συνθέσεις. Τι έπαθα, όμως, όταν τον άκουσα στον «Επιτάφιο» και στο «Άξιον Εστί»! Σοκ! Κατάλαβα ότι η ζωή κάνει κάποιους κύκλους και θέλησα να μπω μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτό και η «Προσμονή», το πρώτο μου τραγούδι, ήθελα να λέει πράγματα σημαντικά. Δεν μπορούσα να σκέφτομαι «πολυτελώς» και κοσμικά, οι ρίζες της μητέρας μου άλλωστε σχετίζονταν με το ΕΑΜ. Λαϊκός ήμουν, με μάγεψε όμως όλο αυτό το «καινούργιο λαϊκό ροκ», να το πω έτσι.

– Με πάτε τώρα στη συνηθισμένη και ορθή μάλλον ταύτιση των ρεμπετών μας με τους ροκάδες.

Αυτό ακριβώς. Πόσο μάλλον που όταν, στα μέσα του ’60, ο Ρίτσος έγραψε «Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας», έκανε ροκ! Έτσι, θέλησα να τραγουδάω μπαλάντες και τραγούδια κοινωνικά, δεν με κάλυπτε μόνο το αμιγώς λαϊκό τραγούδι. Το άκουγα και το δεχόμουν ως ένα τραγούδι μνήμης χωρίς να ντρέπομαι να το τραγουδώ κι εγώ, ασχέτως αν αρκετά ρεμπέτικα δεν είχαν σπουδαία λόγια. Μπορεί να διέθεταν, λοιπόν, την πατίνα του χρόνου, σ’ εμένα όμως άρεσε να λέω τραγούδια που αφορούσαν την κοινωνία. Δεν πρόδωσα ποτέ τη λαϊκή καταγωγή μου, εφόσον μπορούσα να τραγουδώ τα τραγούδια του Τσαουσάκη, του Καζαντζίδη κ.ά. Κι όταν άκουσα τον Καζαντζίδη να περνάει από τα τραγούδια του Τσιτσάνη στο «Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου» του Θεοδωράκη ή στον «Κυρ-Αντώνη» του Χατζιδάκι, είπα: «Τι σοβαρό πράγμα είναι το τραγούδι!». Έτσι την πάτησα! (γέλια) Έκανα το σφάλμα και ξεστόμισα αυτήν τη φράση που την ξαναλέω τώρα: «Τι σοβαρό πράγμα είναι το τραγούδι!».

– Για καλό, όμως. Έχετε επιμεληθεί δίσκους με τραγούδια περί απαγορευμένων ουσιών και ενώ μεγαλώσατε μέσα σε ένα μάλλον «παραβατικό» περιβάλλον, με τους ρεμπέτες και τα χασίσια τους, υπάρχουν δηλώσεις σας πως δεν καπνίσατε ποτέ ο ίδιος. 

Ούτε ο πατέρας μου με άφησε ποτέ να το δω αυτό. Αυτό που είδα, όμως, ήταν πόσο έπινε και γι’ αυτό πέθανε από κίρρωση του ήπατος πενήντα ετών, παρακαλώ! Ήταν κάτι που δεν συγχώρεσα ούτε στον ίδιο, ούτε σ’ εμένα, ούτε και στην κοινωνία.

– Ισχύει αυτό που λένε πως τα παιδιά που μεγαλώνουν με έναν πατέρα δυνάστη συχνά γίνονται οι καλύτεροι οικογενειάρχες; 

Δεν ήταν δυνάστης στη συμπεριφορά του ο πατέρας μου, δεν έκανε τίποτα, ήταν σχεδόν αδιάφορος. Φαντάζομαι ότι μας αγαπούσε πολύ, αλλά λόγω μιας υπέρμετρης αφέλειας ή ενός μπονβιβερισμού, δεν μπόρεσε να μας το δείξει. Σκεφτείτε ότι ο Χρήστος, ο αδερφός μου, έφυγε και πήγε σε ορφανοτροφείο στην Ελβετία κι εγώ έχασα αδελφό, έχασα και πατέρα. Τελικά, με την ωριμότητα των χρόνων, θα έλεγα ότι ο πατέρας μου μού έκανε καλό, γιατί διαφορετικά μπορεί να είχα ακολουθήσει τη μοίρα των ανθρώπων της νοοτροπίας αυτής. Πέρα από τον βανδαλισμό και τον φασισμό, διότι περί αυτού επρόκειτο, ένα πράγμα κατάλαβα: όταν για καιρό σε περιβάλλουν με θαυμασμό και αγάπη, όταν σε θεωρούν δικό τους, όπως επίσης θεωρούν αυτονόητο το ότι είσαι μαζί τους σε όλα, θυμώνουν σαν εισπράξουν από σένα κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν ώστε να παρηγορηθούν τη στιγμή της έντασης. Φυσικά, όταν γύρισα στο σπίτι μου μού κόστισε πολύ, αλλά ξέρετε τι μου κόστισε περισσότερο; Που ένα κομμάτι της πατρίδας μου και των συμπατριωτών μου έπεσε τόσο χαμηλά!

– Και ποια ήταν η μοίρα των ανθρώπων τότε; 

Μιλάμε για έναν λαό καθημαγμένο από δικτατορία, πόλεμο, τη σημαντικότερη καταστροφή του ελληνισμού, τον διωγμό από τη Μικρασία, αλλά και από έναν εθνικό διχασμό που δεν άφησε αυτή την κοινωνία να ωριμάσει πολιτικά. Ακόμη πληρώνουμε τα σπασμένα εκείνης της εποχής.

– Μια και το αναφέραμε, πώς σχολιάζετε το ότι πολλοί σήμερα επιρρίπτουν ευθύνες για το κατάντημα της χώρας στη γενιά της Μεταπολίτευσης; Είστε κι εσείς παιδί της Μεταπολίτευσης.

Το «σοκ και δέος» που μας μάθανε οι Αμερικανοί είναι επαρκείς εκφράσεις γι’ αυτό το πράγμα που ζήσαμε και εμείς και άλλοι. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το αναλύσω στεγνά πολιτικά το όλο πρόβλημα, αλλά νιώθω τις επιπτώσεις του. Φοβάμαι ακόμη ότι τεράστιο μερίδιο ευθύνης έχουν οι άνθρωποι που, ενώ θέλουν να διοικήσουν αυτήν τη χώρα, αν και έχουν γνώση και συνείδηση, δεν την προστατεύουν ουσιαστικά. Το ξέρω ότι λέω πράγματα ενοχλητικά και λίγο αντιπαθητικά για κάποιους, αλλά ευτυχώς δεν ενοχλούνται όλοι. Όπως μιλάνε αυτοί ελεύθερα και διατυπώνουν τις απόψεις τους, το ίδιο μπορώ να κάνω κι εγώ όσο ζούμε σε κοινωνία ελεύθερη και δημοκρατική. Ξέρετε τι εισέπραξα από τον πολιτικό χώρο τα τελευταία χρόνια; Τεράστιες ποσότητες μικρότητας και μικρόνοιας με όλες αυτές τις περατζάδες από μαγαζί σε μαγαζί. Επειδή ο κόσμος είναι σε απόγνωση, αυτοί νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνει κιόλας. Είναι κατάρα για τη χώρα αυτή η έξαρση της ανικανότητας από τους επαΐοντες στον χώρο της πολιτικής! Και απορώ που ο κόσμος μιλάει με όρους συγκάλυψης γι’ αυτά τα πρόσωπα!

– Θα σας πάω τώρα σε κάτι δυσάρεστο, στην αποδοκιμασία που υποστήκατε σε εκείνη τη συναυλία και στις καρέκλες που έπεσαν από τους «αγανακτισμένους». Εγώ, βέβαια, δημόσια είχα γράψει πως αυτό ήταν ένα πρώτο τρανταχτό δείγμα ότι το αυγό του φιδιού έσκασε… 

Επρόκειτο να δώσουμε έξι συναυλίες και τελικά έγιναν τέσσερις. Αυτά δεν συνέβησαν σε όλες τις συναυλίες, μόνο στο Ίλιον και στη Δάφνη. Δεχτήκαμε, πράγματι, καρέκλες και μπουκάλια με νερό, κάποια απ’ τα οποία ήταν γυάλινα και κατέστρεψαν μερικά μουσικά όργανα που είχαμε. Τι μπορούμε να πούμε τώρα γι’ αυτό; Ήταν ένα σοκ, με ξάφνιασε, αλλά δεν με φόβισε. Αγανακτισμένοι, λίγοι μεν, βαλτοί δε, κάνανε καλά τη δουλειά τους. Κέρδισαν τη φωτογραφία της στιγμής και ένα πλάνο στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ εγώ πήγα εκεί για να κάνω αυτό που ξέρω να κάνω τόσα χρόνια, αυτοί προσπάθησαν να πείσουν εαυτούς και άλλους για το αντίθετο. Δηλαδή ότι πήγα κοντά σε προεκλογική περίοδο να στηρίξω δημάρχους του ΠΑΣΟΚ ή την Άννα που ήταν βουλευτής και είχε τη διάθεση να προσφέρει την 20ετή εμπειρία της στο σοβαρότατο προσφυγικό ζήτημα.

– Μα, γράφτηκαν αυτά, δεν λέτε κάτι άγνωστο. 

Με ενέταξαν σ’ ένα δικό τους πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν δικό μου. Από το 1974 μέχρι τις αρχές του ’80 δεν έχω σταματήσει να είμαι παρών στα κοινά. Τότε ήμουν καλός; Και για να το κλείσουμε αυτό το θέμα, πιστεύετε ότι δεν έχει παίξει ρόλο το ότι μια ζωή εκφραζόμουν πολιτικά χωρίς γραμμή από κάποιο κόμμα; Θυμάμαι χαρακτηριστικά που, όταν το ’78 ακούστηκαν το «Δέντρο» και η «Τσιμινιέρα» των Λοΐζου-Λάδη, με εγκαλούσαν οι δεξιές εφημερίδες και ρωτούσαν ειρωνικά: «Από πού βλέπει ο Νταλάρας το κόκκινο δέντρο μες στο κέντρο; Απ’ το μπαλκόνι της οδού Μαυρομματαίων;». Έπειτα από τόσα χρόνια, λοιπόν, βρέθηκαν άνθρωποι από το ΚΚΕ να μιλήσουν για αντιλαϊκή πολιτική και στοίχιση. Ομοίως κάποιοι είχαν δυσαρεστηθεί και με την ενασχόλησή μου με το θέμα της Κύπρου, λες και δεν ζουν Έλληνες στην Κύπρο. Τότε μόνο ήμουν καλός; Σας ξαναρωτάω! Θα σας πω μια ιστορία εδώ: Το 1969-70, πολύ μικρός, δούλευα με τη Μαρινέλλα. Μου πήρε, λοιπόν, η Όλγα Μπακομάρου μια συνέντευξη για το «Φαντάζιο», όπου, μεταξύ άλλων, μου είπε «Τώρα, Γιώργο, όλα σου πάνε καλά και βρίσκεσαι σε καλό δρόμο» κι εγώ της απάντησα: «Όχι, πάνε καλά μόνο στο τραγούδι, αλλά το θέμα είναι ότι εγώ παίρνω σε μια βραδιά όσα παίρνει ένας καθηγητής πανεπιστημίου σε έναν μήνα». Ξέρεις τι μου είπε μετά η γυναίκα; «Δεν μπορώ να το βάλω αυτό, θα σου κάνει κακό»! Κατεστημένο με την έννοια της διάρκειας, ναι, είμαι, το δέχομαι. Το πέτυχα μόνο με τη δουλειά μου και με τις δεξιότητές μου, με τίποτε άλλο. Τα περί καπελώματος είναι η αλήθεια παραποιημένη. Όταν ένας 20χρονος μου λέει «κύριε Γιώργο, έχω αυτά τα τραγούδια» κι εγώ του απαντάω «μπράβο, αγόρι μου, έλα να τα παίξουμε», αυτό θεωρείται καπέλωμα;

– Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν άνθρωποι που χάρηκαν με αυτή την καταδικαστέα πράξη εναντίον σας. 

Ναι, υπήρξαν λίγοι άνθρωποι στον χώρο που χάρηκαν και πολλοί περισσότεροι που με στήριξαν. Το θεωρώ ανθρώπινο. Εγώ έχω πολλούς γύρω μου που δεν με πολυσυμπαθούν (γέλια), γιατί τους βάζω χέρι με τον τρόπο μου.

– Και πώς βάζετε χέρι σε άλλους ανθρώπους; 

Μη συνεργαζόμενος μαζί τους! Πολλοί τα βάζουν μαζί μου γιατί δεν δούλεψαν και μαζί μου. – Από την άλλη, πάλι, όσοι έχουν δουλέψει κοντά σας συνήθως λένε τα καλύτερα. Αυτό είναι το υγιές κομμάτι. Οι άλλοι κατηγορούν τις επιλογές μου και τα τολμήματά μου, γιατί δεν είναι λίγα όσα έχω τολμήσει να κάνω στο τραγούδι. Λέει ο άλλος: «Γιατί αυτός και όχι εγώ;». Μα, γιατί εμένα με ενδιαφέρει η δουλειά λίγο παραπάνω απ’ ό,τι εσένα. Δεν με ενδιαφέρει να γίνω έρμαιο στο μοντέλο κατασκευής μιας φίρμας. Συνάντησα σε ένα νοσοκομείο τις προάλλες μια γυναίκα και μου κάνει: «Α, εσείς εδώ; Και οι διάσημοι αρρωσταίνουν;». Και της απαντάω: «Κυρία μου, οι διάσημοι κυρίως αρρωσταίνουν, γιατί η διασημότητα είναι από μόνη της αρρώστια». Με κοιτούσε καλά-καλά…

– Πάντα ήθελα να ρωτήσω πώς ένας δημοφιλής καλλιτέχνης σαν τον Νταλάρα αντιδρά όταν δέχεται επί σκηνής το μένος ορισμένων ανθρώπων. 

Σας είπα και πριν ότι σοκαρίστηκα, παρότι κάποιοι με είχαν ειδοποιήσει. Είχα λάβει απειλές κανονικές, με χαρτιά. Κάτι παράξενα πράγματα του στυλ «Έξω απ’ τις γειτονιές μας οι εντεταλμένοι του Μνημονίου»… Ντροπή! Παρέμεινα, λοιπόν, στη σκηνή μέχρι τελευταίας νότας. Πέρα από τον βανδαλισμό και τον φασισμό, διότι περί αυτού επρόκειτο, ένα πράγμα κατάλαβα: όταν για καιρό σε περιβάλλουν με θαυμασμό και αγάπη, όταν σε θεωρούν δικό τους, όπως επίσης θεωρούν αυτονόητο το ότι είσαι μαζί τους σε όλα, θυμώνουν σαν εισπράξουν από σένα κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν ώστε να παρηγορηθούν τη στιγμή της έντασης. Φυσικά, όταν γύρισα στο σπίτι μου μού κόστισε πολύ, αλλά ξέρετε τι μου κόστισε περισσότερο; Που ένα κομμάτι της πατρίδας μου και των συμπατριωτών μου έπεσε τόσο χαμηλά!

– Το είπατε και ο ίδιος πριν, αν για κάτι σας κατηγόρησαν πολύ, ήταν και για την εμπλοκή της Άννας Νταλάρα με την πολιτική. Θα το θεωρούσατε ωμή παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός καλλιτέχνη; 

Την Άννα την είχα προειδοποιήσει από νωρίς. Καταλάβαινα ότι ήθελε να συνεισφέρει από θεσμική θέση πλέον. Ίσως δεν ήξερε τι θα συναντούσε μπροστά της, γι’ αυτό και η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη. Σε ό,τι αφορά τη στάση της απέναντι στα μνημόνια, έκανε αυτό που πίστευε και ανέλαβε όλη την ευθύνη, και κρίνεται γι’ αυτό. Ο τραγέλαφος είναι που από τότε μέχρι σήμερα συνέχεια ψηφίζονται και αψηφούνται Μνημόνια. Τα ψηφίζουμε δηλαδή, αλλά τα αψηφούμε κιόλας! Μια παράνοια! Ποιος έχει δίκιο; Αυτός που τα ψήφισε, αυτός που δεν τα ψήφισε, αυτός που είπε «Όχι» και μετά είπε «Ναι», τι αποκόμισε τελικά ο κόσμος απ’ αυτήν τη χυδαιότητα τού «είσαι ή δεν είσαι μνημονιακός»; Τι έμεινε απ’ όλο αυτόν το διχασμό; Υπάρχουν, πιστεύετε, κανονικοί άνθρωποι που υποστηρίζουν τα μνημόνια, εκτός από μαυραγορίτες και πρόσωπα με κρυφές ατζέντες; Από κει και πέρα, ο καθένας σταθμίζει με τη λογική και τις επιλογές του ποιο είναι το λιγότερο κακό για τη χώρα, ώστε να σταθεί στα πόδια της μετά τον σεισμό.

– Τι έχετε να πείτε γι’ αυτούς που σας θεωρούν κατεστημένο στον χώρο του τραγουδιού; Που πιστεύουν ότι πάτε να καπελώσετε οτιδήποτε καινούργιο προς ίδιον όφελος; 

Κατεστημένο με την έννοια της διάρκειας, ναι, είμαι, το δέχομαι. Το πέτυχα μόνο με τη δουλειά μου και με τις δεξιότητές μου, με τίποτε άλλο. Τα περί καπελώματος είναι η αλήθεια παραποιημένη. Όταν ένας 20χρονος μου λέει «κύριε Γιώργο, έχω αυτά τα τραγούδια» κι εγώ του απαντάω «μπράβο, αγόρι μου, έλα να τα παίξουμε», αυτό θεωρείται καπέλωμα; Εγώ θα το πληρώσω το «καπέλο»; Δεν κατάλαβα δηλαδή… Το ’74 τραγουδούσαμε στην Πλάκα. Ήμασταν εγώ, η Χαρούλα, ο Σούκας, ο Βαρδής, η Βίσση και δεν υπήρχε μαρκίζα. Υποχρέωσα, λοιπόν, τον μαγαζάτορα, αντί να γράψει «Νταλάρας» με τεράστια γράμματα, να βάλει όλων τα ονόματα στη σειρά και με την ίδια γραμματοσειρά. Επομένως, θεωρώ ότι όσοι μιλάνε για καπέλωμα των νέων από μένα είτε φοβούνται το «καπέλο» είτε το ερμηνεύουν βάσει του ίδιου τους του εαυτού.

– Στον αντίποδα, υπάρχει και η δήλωση του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που είπε πως ο «Νταλάρας έσωσε δύο φορές την καριέρα μου», μία με τη συμμετοχή σας στους «Τερμίτες» και άλλη μία με το «Διδυμότειχο Μπλουζ». 

Να είναι καλά ο Λαυρέντης, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν είχε ανάγκη ούτε τον Νταλάρα, ούτε κανέναν. Εγώ στο «Διδυμότειχο Μπλουζ», παίζοντας έναν μπαγλαμά μέσα σ’ ένα ροκ τραγούδι, θεώρησα καλό για τα νέα παιδιά να ψάξουν αν το ζεϊμπέκικο είναι το δικό μας ροκ. Κι όταν ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος έγραψε αυτούς τους στίχους, έγινε αντιληπτό πως κανένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει χωρίς τους άλλους δίπλα του. Με μάγεψε ο Χατζιδάκις. Τον άκουγα να μιλάει κι έλεγα «αυτός ο άνθρωπος ξέρει τα πάντα κι εγώ δεν ξέρω τίποτα!».

– Θέλω να μου πείτε λίγα λόγια για τον Μάνο Χατζιδάκι, που δεν το συνηθίζετε. Μπορεί να μη συνεργαστήκατε εκτενώς, είπατε όμως σε πρώτη εκτέλεση το τραγούδι «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» με τους στίχους του Γκάτσου. Θυμάστε την πρώτη σας συνάντηση;

Πως, βέβαια! Είχαμε συγκρούσεις σωματειακές, αλλά όχι προσωπικές. Μεγάλη προσωπικότητα! Συνθέτης-εφευρέτης σαν τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη και τον Θεοδωράκη. Οι άνθρωποι αυτοί έφτιαξαν καινούργιο είδος τραγουδιού. Τον πρωτοσυνάντησα μια μέρα στον «Μαγεμένο Αυλό», το ’72, είχε μόλις επιστρέψει από Αμερική. Συστηθήκαμε, «τι κάνεις τώρα;» με ρωτάει. «Είχα πάει να πάρω ένα μαγνητόφωνο». Μόλις είπα «μαγνητόφωνο», γυάλισαν τα μάτια του! Του άρεσε πολύ η τεχνολογία κι αρχίσαμε να μιλάμε για nagra, μαγνητόφωνα, κασετόφωνα κ.λπ. Πήγα απ’ το σπίτι του, μου έπαιζε κάποια τραγούδια στο πιάνο, ο Χατζιδάκις όμως ανήκε σε διαφορετική εταιρεία απ’ τη δική μου. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να κάνουμε κάτι αν το ήθελε ο ίδιος κι αν εγώ, φυσικά, το ζητούσα από τον Μάτσα. Διότι, ποτέ δεν έκανα του κεφαλιού μου και πάντα ρωτούσα την εταιρεία μου: «Κύριε Μάτσα, θα το κάνετε αυτό ή να πάω να το κάνω αλλού;». Ποτέ δεν έκανα κρυφά πράγματα, δεν θα ήταν καλό από δεοντολογικής και επαγγελματικής άποψης. Σαφώς, λοιπόν, και με μάγεψε ο Χατζιδάκις. Τον άκουγα να μιλάει κι έλεγα «αυτός ο άνθρωπος ξέρει τα πάντα κι εγώ δεν ξέρω τίποτα!».

– Αναρωτιέμαι πώς βρήκατε τον χαρακτηρισμό «γλυκός έφηβος» που σας απέδωσε στο ένθετο εκείνου του δίσκου που κάνατε στον Σείριο. 

Είχε μια ποιητική διάσταση, αλλά εκείνο που έγραψε και που μου άρεσε περισσότερο ήταν ότι «ο Νταλάρας τραγουδάει για τα άστρα»! Ήταν ιδιαίτερα τιμητικό το ’87, που μόλις είχαμε τελειώσει τα «Latin» με την τεράστια επιτυχία που είχαν, και εκείνος με κάλεσε να τραγουδήσω υπό τη διεύθυνσή του στον Σείριο. Δεν έβαλε ούτε αφίσες, ούτε τίποτα, μόνο «Το ελληνικό πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα» με μικρά γράμματα κάπου στην είσοδο. Την πρώτη μέρα παίξαμε και δεν είχε κόσμο, ήμασταν λίγοι, αφού δεν το πίστευαν ότι θα πήγαινε εκεί ο Νταλάρας. Πανευτυχής ο Χατζιδάκις! «Μείνε ήσυχος», μου έλεγε, «θα τραγουδήσεις εδώ για μας απόψε!». Και είχε πολύ δίκιο! Τραγούδησα εκπληκτικά γι’ αυτόν και τους φίλους του. Την επόμενη μέρα, Αντώνη, όμως, το μάθανε και γέμισε τόσο η αίθουσα, που δεν χωρούσαν στο τέλος. Έβγαινα και τραγουδούσα μόνο με δυο κιθάρες και σε ένα κομμάτι πιάνο ο Κοτεπάνος! Ήταν πάρα πολύ ζεστά και όμορφα! Ο Χατζιδάκις με έκανε να καταλάβω πως όταν το τραγούδι, αλλά και ο τραγουδιστής γίνονται μόδα, τότε κινδυνεύεις να ξεφύγεις κι εσύ απ’ τον εαυτό σου.

– Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για τις διαβόητες κόντρες σας στο ελληνικό τραγούδι. Η προσφυγή στα δικαστήρια φανερώνει πως είστε άνθρωπος που διεκδικείτε το όποιο δίκιο σας και που κυρίως εκφράζετε τον θυμό σας. 

Δεν έχω κάνει όμως ποτέ αθλιότητες. Απλώς δεν μπορώ, ό,τι δεν το πιστεύω, να το επικροτώ, χειροκροτώντας το. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι κάποιος κάνει σάτιρα, ενώ κάνει αθλιότητα. Αν το έκαναν σ’ εσάς και τα παιδιά σας, θα το δεχόσασταν; Πιστεύω πως πολλοί, με το πρόσχημα της σάτιρας, έκαναν αθλιότητες και ο κόσμος το πλήρωσε. Όταν έχεις το δημόσιο βήμα, είτε στην τηλεόραση είτε στο ραδιόφωνο, δεν μπορείς να το παίζεις αντισύστημα, γιατί είσαι πολύ πιο πονηρό σύστημα εσύ.

*Πηγή: www.lifo.gr