Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι απ’ αυτές που λέγονται σπάνια, έστω και αν είναι τόσο συχνή, όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Είναι από τις ιστορίες που πολλοί δεν τις διαβάζουν. Καταφεύγουν μετά την πρώτη ματιά που θα της ρίξουν, στον στερεότυπο αφορισμό…, «για ναρκομανή πρόκειται» και αλλάζουν σελίδα!
Μπορεί να μοιάζει πολύ με την ιστορία που κάποιοι από εσάς ζείτε καθημερινά μέσα στο σπίτι σας. Μπορεί να μοιάζει με την ιστορία που ζει κάποιος δικός σας άνθρωπος. Μπορεί καν να μην γνωρίζετε ότι μία παρόμοια ιστορία εξελίσσεται δίπλα σας. Οι πιθανότητες είναι πολλές όμως. Ο εθισμός στο ναρκωτικό «ice – πάγο» έχει πλήξει πολλές οικογένειες συμπαροίκων και το κρατούν κρυφό. Βλέπετε το να «μπλέξει» το παιδί μας στα ναρκωτικά είναι σίγουρα δυστυχία, το να το συζητήσουμε όμως με φίλους και συγγενείς χρειάζεται τόλμη. Και αυτό γιατί αυτές οι ιστορίες κουβαλούν ενοχές, ντροπή, ψίθυρους πίσω από την πλάτη μας και κινδύνους ακόμα και για τη ζωή αυτού που τολμά να μιλήσει.
Και η Ελένη δίσταζε να μοιραστεί την ιστορία της. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους. «Δεν θέλω πουθενά το όνομά μου. Δεν θέλω να ξέρουν. Φοβάμαι για τη ζωή μου» μού είπε όταν την επισκέφθηκα την προηγούμενη εβδομάδα στο διαμέρισμά της, για να μιλήσουμε. Πριν από περίπου 8 μήνες η 28χρονη Ελένη (ψευδώνυμο), που για 8 χρόνια έκανε χρήση του ναρκωτικού «ice», βυθίστηκε στα θολά νερά της παράνοιας. «Την βρήκαμε με ένα δέμα καλώδια από τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού της σε ένα πάρκο. Είχε ξηλώσει όλες τις πρίζες και τα καλώδια. Είχε πάει να τα ‘πνίξει’, στη μικρή λίμνη του πάρκου γιατί τα καλώδια της μιλούσαν και δεν μπορούσε να αντέξει τις φωνές που άκουγε μέσα στο κεφάλι της» μου είπε η Φωτεινή, η νοσοκόμα της ψυχιατρικής κλινικής που νοσηλεύτηκε τότε και η οποία ήταν παρούσα στην κουβέντα μας, καθώς συνεχίζει να την παρακολουθεί. Η σχέση τους ξεπερνά τα στενά πλαίσια μίας επαγγελματικής σχέσης. Η Φωτεινή (επίσης ελληνικής καταγωγής), φροντίζει την Ελένη σαν μάνα. Κάθε δεύτερη, τρίτη μέρα θα την επισκεφθεί όχι μόνο για να δει την κατάστασή της αλλά και για να την βγάλει έξω, να την πάει για ψώνια. Βλέπετε, η Ελένη έχασε τη μητέρα της πριν από τέσσερα περίπου χρόνια.
Η κρίση παράνοιας ήταν η στιγμή μίας αρχής και ενός τέλους για την Ελένη. Ήταν η αρχή μίας πολύ δύσκολης φάσης στη ζωή της νεαρής αυτής κοπέλας, η αρχή της διαδικασίας απεξάρτησής της, για την οποία ακόμα δίνει μάχη.
Δεν ήταν όμως η δυσκολότερη στιγμή της ζωής της. Τα βάσανα της Ελένης άρχισαν από τη στιγμή που είδε το φως του κόσμου.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ
Η Ελένη γεννήθηκε στη Μελβούρνη από μάνα Ελληνίδα και πατέρα Τυνήσιο. Εργαζόταν στην Ελλάδα ο πατέρας της, μηχανικός αυτοκινήτων. Εκεί γνώρισε την μητέρα της. «Ο πατέρας μου μιλούσε άπταιστα Ελληνικά» λέει η Ελένη προσθέτοντας ότι οι γονείς της παντρεύτηκαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια ήρθαν να ζήσουν στην Αυστραλία.
«Από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι την πείνα. Ο πατέρας μου έκανε δύο δουλειές, αλλά ποτέ δεν είχαμε αρκετά χρήματα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ο πατέρας μου κάθε τρεις μήνες ταξίδευε στην πατρίδα του. Έλεγε ότι πήγαινε να δει τους γονείς του. Ήταν πρόφαση όμως. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα αυτός έκτιζε σπίτι εκεί. Η μητέρα μου δεν το ήξερε και έκανε υπομονή. Μας ανάθρεψε από τα τρόφιμα που της έδινε ο Στρατός Σωτηρίας».
Η Ελένη έχει και μία μεγαλύτερη αδερφή. Αυτή και ο πατέρας της ζουν σήμερα στην Τυνησία. «Μία μέρα ο πατέρας μου είπε της μητέρας μου ότι θα πηγαίναμε διακοπές στην Ελλάδα και στη χώρα του για να δούμε τους δικούς μας. Αρχικά δεν ήθελε η μητέρα μου αλλά στην συνέχεια την έπεισε. Ήμουν περίπου οκτώ χρονών τότε. Θυμάμαι το κουτί που έδωσε στη μητέρα μου μόλις φτάσαμε στη χώρα του. Είχε μέσα μία μπούρκα. Εκείνη αρνήθηκε να τη φορέσει. Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ είχε αλλάξει, είχε γίνει επιθετικός. Απειλούσε ακόμα και να την σκοτώσει. Μας πήρε τα διαβατήρια και άρχισε να την χτυπά όταν του ζήτησε να επιστρέψουμε» λέει η Ελένη και αρχίζει να περιγράφει πώς η μητέρα της κατάφερε να φύγει μόνη της, να επιστρέψει στην Ελλάδα για να οργανώσει τη φυγάδευση των δύο παιδιών της από την Τυνησία. «Η μητέρα μου έφυγε και μας άφησε εκεί. Νόμιζα ότι μας είχε εγκαταλείψει. Λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας μου μας έστειλε σχολείο εκεί. Μας έδερναν κάθε μέρα με αγκαθωτή βέργα».
Όταν πατέρας τους έμαθε ότι η μητέρα επέστρεψε στην Τυνησία για να δει τα παιδιά της μία άλλη περιπέτεια περίμενε τα δύο κορίτσια.
«Ο πατέρας μου μας πήρε κρυφά από το σπίτι και μας πήγε στην έρημο για να μας κρύψει από τη μητέρα μου. Πίναμε νερό μία φορά τη μέρα, τρώγαμε κάτι φρούτα που μας έφερνε, ζούσαμε σαν ζώα. Τρεις μήνες ζήσαμε έτσι». Επέστρεψε στην πόλη με τα παιδιά όταν τον πληροφόρησαν ότι η μάνα είχε φύγει από εκεί. «Η μητέρα μου ήταν εκεί όμως, κρυβόταν και περίμενε υπομονετικά να επιστρέψουμε. Όταν έμαθε ότι ήμασταν πάλι στο σπίτι, ήρθε και ζήτησε από τον πατέρα μου να μείνει μαζί μας. Τότε φόρεσε την μπούρκα αλλά είχε σχέδιο. Εμείς δεν το καταλαβαίναμε τότε. Χαρήκαμε όμως που είδαμε πάλι την μαμά μας».
Πέρασε ένας χρόνος ώσπου η κ. Μαρία καταφέρει να βρει την κατάλληλη στιγμή για να φυγαδεύσει τα παιδιά της στην Ελλάδα. Τα κατάφερε όμως.
«Από τότε που γυρίσαμε με τη μητέρα μου στην Αυστραλία δεν πεινάσαμε πάλι. Δεν μας έλειψε τίποτα. Ήμουν 11 χρονών όταν γυρίσαμε. Δεν ήξερα καλά Αγγλικά. Μόνο Ελληνικά και Αραβικά γνώριζα οπότε όπως καταλαβαίνεις είχα πρόβλημα στο σχολείο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άρχισα να παίρνω ναρκωτικά για να το ξεπεράσω. Μέχρι που τελείωσα το γυμνάσιο δεν ήξερα καλά-καλά τι ήταν τα ναρκωτικά».
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΣΧΗΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Τα τραύματα που κουβαλούσε η Ελένη ήταν βαθιά. Ποτέ δεν έφυγαν. Καθώς μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια, και άκουγε τη φωνή της να περιγράφει τα όσα είχε ζήσει τα μάτια της έτρεχαν βροχή. Η δική μου σιωπή, το χέρι της Φωτεινής που κάθε τρεις και λίγο έσφιγγε το χέρι της Ελένης ίσως να την όπλισαν με την δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει.
Απορούσα τι έχουν δει τα μάτια αυτού του κοριτσιού, πόσο ξύλο θα είχε σημαδέψει το παιδικό της κορμάκι. Πόσες μαύρες αναμνήσεις θα κουβαλούσε από εκείνα τα χρόνια που υποτίθεται ότι είναι τα καλύτερα της ζωής για κάθε άνθρωπο. «Λέω την ιστορία μου για δύο λόγους» μου είπε προλογίζοντας τα όσα θα ακολουθούσαν.
«Θέλω να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν είμαστε παλιάνθρωποι όλοι εμείς που φτάσαμε εδώ. Είμαστε καλοί άνθρωποι και θέλουμε να ζήσουμε και εμείς μία φυσιολογική ζωή. Εμένα στα ναρκωτικά με έμπλεξε μία γνωστή. Έμαθε ότι είχα λεφτά και όπως κατάλαβα αργότερα με έβλεπε σαν τον χρηματοδότη της».
Η Ελένη με το που τελείωσε το σχολείο σπούδασε αισθητικός και μετά την αποφοίτησή της άρχισε να δουλεύει σε ένα ινστιτούτο στο κέντρο της Μελβούρνης. Από τα πλέον γνωστά και επιτυχημένα της πόλης. Ο μισθός της ήταν πολύ καλός και το νεαρό κορίτσι ήξερε από οικονομία.
«Την γνώρισα τη μέρα που αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Ήθελα να το βγάλω βόλτα και πήγα σε μία καφετέρια να συναντήσω μερικούς φίλους να τους το δείξω. Αυτή η κοπέλα ήρθε στην παρέα γιατί γνώριζε κάποιον από τους φίλους. Ήμουν γενικά ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος εκείνη την εποχή. Είχα μέσα μου ενθουσιασμό και πίστη στους ανθρώπους. Ήθελα όσα είχα περάσει παιδί να τα ξεχάσω. Ζούσα όμορφα με τη μητέρα και την αδερφή μου, είχα αγάπη».
Η κοπέλα αυτή την πλησίασε και άρχισε να βγαίνει με την Ελένη. Ώσπου ένα βράδυ της ζήτησε πριν την έξοδο να περάσουν από κάποιο γνωστό της να πάρει κάτι να… «φτιαχτεί».
«Πανικοβλήθηκα, δεν ήθελα. Αλλά με έπεισε λέγοντάς μου ότι εγώ δεν θα έκανα τίποτα θα έμενα στο αυτοκίνητο μόνο να την περιμένω. Πέρασε καιρός και αυτή η διαδρομή γινόταν συχνά. Είχε αρχίσει να κερδίζει την εμπιστοσύνη μου αυτή η κοπέλα. Γενικά ποτέ δεν είχα πολλές φίλες. Αυτήν όμως την θεώρησα φίλη μου και την εμπιστευόμουν. Μου έλεγε τότε ότι αν καπνίσω θα είμαι πολύ πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη απ’ ότι είμαι χωρίς το ναρκωτικό. Ότι θα διασκεδάσω πολύ περισσότερο και ότι θα μου αρέσει. Εγώ φοβόμουν δεν το πλησίαζα».
Με τα πολλά όμως η Ελένη δοκίμασε τον ‘πάγο’. «Τα πρώτα λεπτά πανικοβλήθηκα αλλά μετά άρχισε να μου αρέσει».
Στην αρχή κάπνιζε δύο φορές την εβδομάδα και όπως λέει η ίδια… «το έλεγχε». «Δούλευα κανονικά, ήμουν μία χαρά και νόμιζα ότι είχα τον έλεγχο, ότι αν ήθελα να το σταματήσω μπορούσα. Ο ‘πάγος’ όμως με κατάστρεψε. Σκότωσε μέσα μου την ευτυχία».
Η ζωή δεν είχε καλό σκοπό για την Ελένη. Το πρώτο χτύπημα της το έδωσε με την αναχώρηση της αδερφής της, την οποία υπεραγαπούσε και θαύμαζε. «Γνώρισε κάποιον, τον ερωτεύτηκε, χώρισε, απογοητεύτηκε και μέσα σε δύο εβδομάδες αποφάσισε να φύγει από την Αυστραλία και να πάει να μείνει με τον πατέρα μας στη χώρα του. Πόνεσα όταν έφυγε, άρχισα να καπνίζω το ναρκωτικό πιο συχνά αλλά όχι υπερβολικά».
Η σχέση της με το ναρκωτικό την έφερε σε επαφή και με τους εμπόρους του, ανθρώπους αμείλικτους και επικίνδυνους. Ένας εξ αυτών άρχισε να την φλερτάρει. «Μου άρεσε η προσοχή που μου έδινε. Ότι είχε φύγει η αδερφή μου, ένοιωθα μοναξιά. Αυτό το άτομο με πρόσεχε και φαινόταν ότι μ’ αγαπούσε. Τον ερωτεύτηκα».
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν η Ελένη έχασε την μητέρα της. «Καρδιακή προσβολή μας είπαν οι γιατροί». Έτσι αναπάντεχα. Η Ελένη έμεινε εντελώς μόνη της στον κόσμο. Τότε «πάγωσαν» όλα.
«Ένιωθα ένοχη γι’ αυτό που έπαθε η μητέρα μου. Είχε στεναχωρηθεί πολύ με την αδερφή μου και εγώ δεν την στήριξα. Έφταιγα. Παραιτήθηκα απ’ όλα. Δεν ήθελα να ζήσω πλέον».
Το επόμενο κεφάλαιο της ζωής της που είναι και το πιο τρομακτικό δεν το έγραψε η ίδια. Φρόντισε να το γράψει ο «υποτιθέμενος» φίλος της, αυτός που την «αγαπούσε». Την έστειλε να δουλέψει χορεύτρια σε κάποιο «κακόφημο» μαγαζί της Μελβούρνης, για να βγάλει περισσότερα λεφτά, τα οποία τσέπωνε ο ίδιος. Της έδινε μόλις $200 και τη δόση της. «Έφερνε και φίλους του στο σπίτι για σεξουαλικές χάρες. Δεν με ένοιαζε όμως πλέον τίποτα. Έκανα ό,τι μου ζητούσε. Ήθελα να έχω μόνο τον ‘πάγο’ που χρειαζόμουν και τίποτε άλλο» λέει. «Με βοηθούσε να ξεχνώ την πραγματικότητα. Η Ελένη δεν μπορεί πλέον να μας κοιτάξει. Κοιτά τα χέρια της ενώ έχει ξεσπάσει σε αναφιλητά. Νοερά αναρωτιέμαι πόσα ακόμα μπορεί να αντέξει αυτό το αθώο παιδί, με τι δύναμη να πολεμήσει σήμερα ένα ναρκωτικό που άλλοι άνθρωποι με πολύ πιο φυσιολογική ζωή, δεν καταφέρνουν να πολεμήσουν; Πού να την βρει; Τι να της πει κανείς και τι να μην της πει;
Η Φωτεινή μου ζητά να σταματήσουμε εδώ. Παίρνει αυτή το λόγο για να μου εξηγήσει ότι η Ελένη συνεχίζει να ακούει φωνές μέσα στο κεφάλι της. «Της μιλά η μητέρα της» λέει η Φωτεινή και η Ελένη με το κεφάλι κατεβασμένο κοιτά το τραπέζι που έχει λεκιάσει από τα δάκρυά της. Αρπάζει μία χαρτοπετσέτα και το σκουπίζει με νευρικές κινήσεις. «Ακόμα και σήμερα κινδυνεύει εδώ που μένει. Περιμένουμε από το υπουργείο να της βρουν ένα άλλο σπίτι. Αυτός ο ‘φίλος’ της, της έχει σπάσει την πόρτα δύο φορές. Φοβάμαι κάθε φορά που της χτυπάω την πόρτα και αργεί να απαντήσει. Φοβάμαι μην της κάνει κακό» λέει η Φωτεινή.
Η Ελένη δεν ξαναμίλησε. Συνέχισε να κλαίει, συνέχισε να σκουπίζει όπως, όπως τα μάτια της…
«Ελένη θα τα καταφέρεις, τόλμησα μόνο να πω». Σήκωσε το κεφάλι της. Δεν είπε κουβέντα. Εκείνο το παράπονο στα μάτια της τα έλεγε όλα…