Ο Σοφοκλής ο Σοφίλλου ο εκ Κολωνού, ή μόνο γνωστός ως ο Σοφοκλής (496 π.Χ.- 406 π.Χ.), ήταν Έλληνας τραγικός ποιητής της κλασικής εποχής. Αυτός, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης είναι οι τρεις τραγικοί ποιητές, ολοκληρωμένα έργα των οποίων έχουν σωθεί. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, ο Σοφοκλής φαίνεται ότι έγραψε περίπου 120 έργα, από τα οποία σώθηκαν ολοκληρωμένες μόνο επτά τραγωδίες.

Εδώ θα αναφερθούμε εν συντομία στις δύο τραγωδίες του για τον Οιδίποδα. 

Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ TΥΡΑΝΝΟΣ

Υπόθεση: Λοιμός ερημώνει τη Θήβα και θα σταματήσει, σύμφωνα με χρησμό που δόθηκε, αν τιμωρηθεί ο φονέας του άλλοτε βασιλιά Λαΐου. Ο Οιδίποδας, που είχε παντρευτεί τη χήρα του Λαΐου και είναι βασιλιάς των Θηβών, προσπαθεί να ανακαλύψει τοn φονέα. 

Η έρευνα αποκαλύπτει: Πρώτον, ότι φονέας του Λαΐου είναι ο ίδιος ο Οιδίποδας και, δεύτερον, ότι πραγματοποιήθηκε ο χρησμός που είχε δοθεί από τον Απόλλωνα στο Λάιο, ότι, δηλαδή, ο Οιδίποδας θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Η Ιοκάστη, απελπισμένη, απαγχονίζεται και ο Οιδίποδας με εξορυγμένα τα μάτια παρουσιάζεται στο τέλος αιμόφυρτος για να καταραστεί τη φρικτή μοίρα του. 

Θεωρείται η πιο υποδειγματική τραγωδία της αρχαιότητας. Το κύριο νόημά της φαίνεται ότι είναι πως ο άνθρωπος ενεργεί καλά, όταν σκύβει ταπεινά εμπρός στη μοίρα του, αλλά ενεργεί ηρωικά, όταν ορμά καταπάνω της και κατασυντρίβεται. 

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

Υπόθεση: Ο Οιδίποδας, τυφλός πια, οδηγημένος από την κόρη του Αντιγόνη, φτάνει στον Κολωνό των Αθηνών και ζητά φιλοξενία από τοn Θησέα. Σε αντάλλαγμα θα κληροδοτήσει στην Αττική το σώμα του, το οποίο, σύμφωνα με έναn χρησμό, θα εξασφαλίσει την ευτυχία της χώρας που θα το έχει. 

Μάταια ο βασιλιάς των Θηβών, Κρέων, προσπαθεί να αρπάξει τον Οιδίποδα, ο οποίος απαρνιέται την πατρίδα που τον έδιωξε και καταριέται τους αχάριστους γιους που τον εγκατέλειψαν. Προαισθανόμενος ότι έφτασε το τέλος του, μπαίνει στο ιερό άλσος των Ευμενίδων και καλεί τοn Θησέα για να δείξει μόνον σ’ αυτόν τον θαυμαστό τρόπο του θανάτου του. Μέσα σε βροντές και αστραπές ο ήρωας γίνεται άφαντος.

ΓΕΝΙΚΑ

Aν η ελληνικότητα είναι «νους και μέτρο και καθαρότητα», όπως έλεγε ο Σίλερ, πουθενά αλλού δεν θα βρούμε περισσότερο ολοκληρωμένα αυτά τα στοιχεία όσο στις δικές του τραγωδίες. Επίσης, εδώ να αναφέρουμε μόνο ένα άλλο έργο του, την «Αντιγόνη», που είναι το ωραιότερο και το πιο χαριτωμένο δραματικό έργο της αρχαιότητας και των νεότερων χρόνων. Αυτό σήμερα διδάσκεται σε όλα τα Γυμνάσια και Λύκεια του κόσμου και, φυσικά, και της Αυστραλίας.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

Στο Τρίτο Στάσιμο της τραγωδίας «Οιδίπους Επί Κολωνώ» (στίχοι 1211-1248), ο χορός θρηνεί τα γεράματα και θεωρεί ότι ο θάνατος μόνο θα φέρει ανακούφιση από αυτά τα βάσανα, τόσο στον Οιδίποδα όσο και σε κάθε άνθρωπο. Ένας συρτός χορός, παύσεις, έντονη ματιά στον θεατή και,παρένθετος ο καυστικός λόγος του κορυφαίου και άξιου ποιητή μας Σοφοκλή. Βάλσαμο, παρηγοριά και κουράγιο είναι ο στίχος:

«Μοίρα κι αυτού του δύστυχου/ τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο!»

Στα λόγια αυτά βρίσκεται και η τραγική ουσία της ύπαρξής μας. (Τα γεράματα είναι μια ολόκληρη υπαρξιακή φιλοσοφία). Τα ίδια λόγια, όμως, είναι και η παρηγοριά μας, γιατί τα γηρατειά και ο θάνατος έρχονται για όλους. Εδώ όλοι μας είμαστε ΙΣΟΙ!

Ο λόγος του Σοφοκλή για τα γηρατειά

ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΡΙΤΟ (Στίχοι 1211-1248)

 

Όποιος ορέγεται να ζήσει

κι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει

η μετρημένη του ζωή,

αυτόν εγώ, μα την αλήθεια,

τον έχω για πολύ μωρό.

Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν

φέρνουν τις λύπες πιο κοντά·

χαρές δεν πρόκειται να δεις

όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος,

πέρα από το θεμιτό της μέτρο.

Λυτρωτικός, μ᾽ όλους ισότιμος,

όταν σημάνει η ώρα του Άδη,

προβάλλει ο θάνατος,

και γράφει τέλος σε γάμους,

μουσικές, χορούς.

 

Το να μην έχεις γεννηθεί,

αυτό είναι το καλύτερο·

το δεύτερο καλό, αν έχεις

γεννηθεί, να πας το γρηγορότερο

εκεί απ᾽ όπου βγήκες.

Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη,

με την ανέμελή της αφροσύνη,

ποιος, πες μου, ποιος μόχθος απέξω μένει;

ποιος κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;

Φθόνος και στάσεις, μαλώματα και μάχες,

φόνοι, και τελευταίο εκείνο το επονείδιστο,

τα γηρατειά· άνευρα, άφιλα, ασυντρόφευτα,

όπου του κόσμου τα χειρότερα

κακά συγκατοικούν.

 

Μοίρα κι αυτού του δύστυχου

τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο!

 

Πώς βορινό ακρωτήρι, ανεμικές 

και κύματα από παντού το δέρνουν,

έτσι κι αυτόν, αδιάκοπες

οι φοβερές του συμφορές,

τον συγκλονίζουν κυματόπληκτες

και κατακόρυφες.

Άλλες από τη δύση, άλλες

απ᾽ την ανατολή, άλλες από τον νότο,

κι άλλες απ᾽ τα Ριπαία όρη κατεβαίνουν

του βορρά.

*Η απόδοση στη σημερινή μας γλώσσα είναι του Δ.Ν. Μαρωνίτη.