Η είδηση ότι ο Τάσος Τσεπραϊλίδης δώρισε νερό σε χωριά, στο Malawi, της Αφρικής, δεν εξέπληξε όσους τον γνώριζαν. Όσους ήξεραν, από δικές του αφηγήσεις, ότι είχε νιώσει τη δίψα από νωρίς να καίει τα σωθικά του. Τότε που για τρεις μήνες το πηγάδι που πήγαινε, κάπου ένα χιλιόμετρο μακριά, για να τραβήξει νερό, σχεδόν στέρευε.
Τότε που τα Κτενά της Κοζάνης, όλο το καλοκαίρι -άνθρωποι και ζώα- στερούνταν το ζωογόνο νερό.
«Άπό τότε που κατάλαβα τον κόσμο, πήγαινα με το γαϊδουράκι του πατέρα μου, ένα χιλιόμετρο μακριά, για να τραβήξω νερό από το πηγάδι, κάπου έξι μέτρα βαθύ. Δεν ήταν το δροσερό, τρεχάμενο νερό που είχαν οι πηγές γειτονικών χωριών. Πολλές φορές, μάλιστα, πριν ανασύρουμε το νερό, έπρεπε να ανασύρουμε ζώα που είχαν πέσει μέσα και είχαν πνιγεί. Το μεγάλο, όμως, μαρτύριο ήταν τους τρεις μήνες του καλοκαιριού, όταν το νερό του πηγαδιού ήταν λιγοστό και το βλέπαμε σαν πραγματικό θησαυρό».
Εγώ ακούω και πάω μερικά χρόνια πίσω όταν είχα καταγράψει το βιογραφικό του. Όταν, με τη σύντροφό του Μαρία, με βοηθούσαν να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του, στο βιβλίο μου «Πορτραίτα Ελλήνων στους Αντίποδες».
Έγραψα τότε ότι «ο Τάσος Τσεπραϊλίδης είναι, σίγουρα, ένας από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους της εποχής μας. Η γενναιοδωρία του, όπως και αυτή της συντρόφου του Μαρίας, είναι μια πραγματικότητα που σε κοιτάζει κατάματα, όπου κι αν στραφείς. Πιο απλά, είναι τρόπος ζωής. Είναι αδύνατο να την αγνοήσεις».
Ο ίδιος, διαπιστώνω και σήμερα, φαίνεται να παλεύει ανάμεσα στο ότι «η δεξιά δεν πρέπει να γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά» και στην ανάγκη να «αφυπνίσει τα ανθρωπιστικά αισθήματα των άλλων, να ρίξουν μια ματιά σ’ αυτά που υπάρχουν γύρω τους».
Γίνεται πιο επεξηγηματικός με φανερή προσπάθεια να γίνει οπωσδήποτε αντιληπτός: «Ό,τι μας βοήθησε να αποκτήσουμε ο Θεός, δεν είναι μόνο για τον εαυτό μας».
Αυτό, θα ‘λεγε κανείς ότι είναι το πιστεύω του και από κει φαίνεται να αναβλύζει το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΖΗΣΕΙ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ
«Αν δεν είχα ζήσει τη φτώχεια, πώς θα καταλάβαινα τι σημαίνει να είσαι ξυπόλυτος, να τουρτουρίζεις από το κρύο, χωρίς να διαμαρτύρεσαι;» ρωτά κι εσύ ανατρέχεις στα όσα σου έχει πει και έχεις καταγράψει σε μια άλλη συνάντηση.
Γιατί ο πρώην μεγαλοβιομήχανος, δεν έχει κανένα πρόβλημα να δίνει την αλήθεια γυμνή, χωρίς περίβλημα. Να ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια με ένα άλμα και να σε πληροφορεί ότι «αν δεν ήταν η Ούνρα, θα είχαμε πεθάνει. Ήμουν οκτώ χρόνων όταν φόρεσα, για πρώτη φορά, παπούτσια στα πόδια μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ρωτά, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τα λόγια του δεν τα παίρνει ο άνεμος.
«Η οικογένειά μου ήταν πάμπτωχη. Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο άγονο, ορεινό, κάνοντας τα πρώτα μου βήματα σε χώματα κατοχικά. Ξυπόλυτος. Όταν με θέριζε η πείνα, έδωσα μια υπόσχεση στο Θεό. Αν ποτέ γινόμουν πλούσιος, δεν θα ξεχνούσα τους φτωχούς».
Και κράτησε την υπόσχεσή του, έχοντας δίπλα του, πιστό σύντροφο και συμπαραστάτη του τη σύντροφό του Μαρία που γνώρισε και αγάπησε από παιδί. «Μας χώριζε ένας μαντρότοιχος. Τον σκαρφάλωνα και τη φώναζα να παίξουμε. Αγαπηθήκαμε και παντρευτήκαμε στα 17. Δεν χωρίσαμε ποτέ, μέχρι που πριν δυο χρόνια, εντελώς ανεπάντεχα, έφυγε από τη ζωή».
Η ίδια, γνωστή φιλάνθρωπος και ευαισθητοποιημένη στον ανθρώπινο πόνο, βοηθούσε απλόχερα, όπου έβλεπε ότι υπήρχε ανάγκη.
Κάθε Παρασκευή, από την πόρτα του εργοστασίου τους, ξεκινούσε ένα φορτηγό με τρόφιμα και προορισμό διάφορες ελληνικές οικογένειες, οι οποίες στη «Γη της Επαγγελίας» στερούνταν ακόμη και αυτά τα αναγκαία προς το ζην.
Η είδηση ότι «ο Τάσος Τσεπραϊλίδης έφερε νερό στα χωριά του Malawi της Αφρικής, οι κάτοικοι του οποίου υπέφεραν από τη λειψυδρία, δεν εξέπληξε πολλούς.
Ούτε και το ότι χτίζει τον ναό του Αγίου Δημητρίου στο Burundi της Αφρικής όπου υπάρχουν 18.000 άνθρωποι που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί ορθόδοξοι από τον ιεραπόστολο Δαμασκηνό και μέχρι τώρα δεν είχαν ναό.
«Είναι κάτι παρόμοιο που έκανα στα Κτενά, θυμάσαι;».
Θυμάμαι, αλλά δεν βρίσκω πολλά κοινά σημεία. Τότε, μία δεκαετία πριν, εκείνο το οποίο πέτυχε ο Τάσος Τσεπραϊλίδης με την σύντροφο της ζωής του Μαρία, δεν ήταν απλώς το χτίσιμο ενός ναού, αλλά η αφύπνιση ενός ολόκληρου χωριού, του τόπου που γεννήθηκε και που βρισκόταν «τα κόκκαλα των προγόνων του», όπως είχε πει τότε χαρακτηριστικά.
Να θυμίσουμε ότι το χωριό Κτενά Κοζάνης, στην ακμή του είχε όλες κι όλες 24 οικογένειες και μέχρι το 1970 δεν είχε μείνει ούτε ψυχή.
Η εκκλησιά του Άη Δημήτρη, του προστάτη του χωριού, γκρεμίστηκε, τα σπίτια ερημώθηκαν, τα μνήματα χορτάριασαν.
«Ο χρόνος, αλλά και οι άνθρωποι, επέσπευσαν τη φθορά. Γκρέμιζαν τα σπίτια για να πάρουν τις πέτρες και τα ξύλα, έβοσκαν τα ζώα τους εκεί, από τις γύρω περιοχές, το νεκροταφείο το είχαν πνίξει τα αγκάθια και δεν ξεχώριζες το ένα μνήμα από το άλλο. Κάθε φορά που πήγαινα εκεί ήταν μια θέα που με πλήγωνε. Εκεί ήταν θαμμένοι ο πατέρας μου, ένας θείος μου και δυο αδέλφια μου. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να μείνω απλός θεατής. Ιδιαίτερα μετά από ένα όνειρο που είδα τον πατέρα μου να μου λέει «δεν μας βλέπεις εμάς εδώ; Mας έφαγαν τ’ αγκάθια».
Ανατρέχοντας μια δεκαετία πίσω, δίνει εικόνες ζωντανές, ολοκάθαρες, φωτεινές που σε μεταφέρουν εκεί και μιλούν για το δημιουργικό πνεύμα, αλλά και την ευαισθησία του Τάσου Τσεπραϊλίδη.
Χωρίς να χάσει καιρό, τονίζει, καθάρισε τον τόπο,έχτισε το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου, μέσα στο νεκροταφείο, τιμώντας τον πατέρα του και για πρώτη φορά αποκτά το χωριό οστεοφυλάκιο, όπου ξενιτεμένοι από όλον τον κόσμο έφερναν τους δικούς τους να ξεκουραστούν εκεί, στον τόπο που γεννήθηκαν.
Δεν ήταν μόνο αυτό. Αμέσως μετά, ακολούθησαν έργα υποδομής που έδωσαν ζωή στο χωριό, όπως το χτίσιμο εκ θεμελίων της εκκλησίας του Άη Δημήτρη που είχε γκρεμιστεί, μ’ έναν πελώριο φωτεινό σταυρό που φαινόταν από μίλια μακριά. Ακολούθησε η ανακαίνιση του γκρεμισμένου σχολείου, το άνοιγμα και το στρώσιμο δρόμων, η δημιουργία αίθουσας πολιτιστικών εκδηλώσεων, το εντευκτήριο του Πολιτιστικού Συλλόγου «Άγιος Δημήτριος», δεντροφυτεύσεις. Αμέσως όλα αυτά έδωσαν το μήνυμα σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, ότι το χωριό Κτενά ξύπνησε από το λήθαργο.
Όχι χωρίς λόγο. Βίλες άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκεί που ήταν πριν γκρεμισμένα σπίτια και το χωριό να παίρνει ζωή.
Επιχειρηματίες από τις γύρω περιοχές, αλλά και τα ξενιτεμένα παιδιά του χωριού, επέλεξαν να ξαναχτίσουν εκ θεμελίων τα γκρεμισμένα τους σπίτια, αλλά και άλλα από την αρχή. Οι κουκουβάγιες πέταξαν τρομαγμένες και τ’ αηδόνια πήραν θέση στα πιο ψηλά κλαδιά των γέρικων δέντρων για να δώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα.
Ο ίδιος, ξαναζώντας την ημέρα που έγιναν τα θυρανοίξια, στις 26 Οκτώβρη 2005, στη χάρη του Αγίου, λέει ότι συναθροίστηκαν εκεί εκκλησιαστικοί και κυβερνητικοί εκπρόσωποι, πρόεδροι πολιτιστικών συλλόγων από τη Θεσσαλονίκη, την Πτολεμαΐδα, την Πάτρα, ο δάσκαλος Μαντάς που τού είχε μάθει τα πρώτα γράμματα, καθώς και πλήθος κόσμου, για να πάρουν μέρος στο χαρμόσυνο αυτό γεγονός της αφύπνισης του χωριού. Πολλά τα επαινετικά λόγια από αρχιερείς, ιερείς και πολιτικούς ηγέτες για τον «Οδυσσέα που γύρισε στην Ιθάκη του».
Σήμερα χωρίς την σύντροφο της ζωής του δίπλα του, συνεχίζει το δημιουργικό του έργο και την προσφορά του στην ανθρωπότητα, πιστεύοντας, όπως λέει, ακράδαντα ότι «όσα μας βοήθησε να αποκτήσουμε ο Θεός δεν είναι μόνο για τον εαυτό μας».