Victoria Market: ένα παλιό ελληνικό στέκι…

Υποψήφιο να αναγνωριστεί ως μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. $250 εκατ. θα διατεθούν για την ανακαίνισή του

Πριν ακόμα αρχίσουν να κάνουν τη παρουσία τους στη Μελβούρνη τα πρώτα ελληνικά καφενεία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι τότε νεοφερμένοι συμπατριώτες συναντιόνταν στη Victoria Market να ανταλλάξουν δυο κουβέντες μεταξύ τους και να κάνουν και τα ψώνια τους.

Έτσι, με τα χρόνια, εκτός από αγορά για τον ελληνισμό της Μελβούρνης -η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου κατοικούσε στα εσωτερικά προάστια της πόλης-, το Victoria Market λειτουργούσε και ως στέκι τους.

Με τα χρόνια «φύτρωσαν» και αρκετά ελληνικά μαγαζιά, που κυρίως λόγω γλώσσας και διάθεσης ελληνικών προϊόντων, απέκτησαν μεγάλη πελατεία και έγιναν αξιοζήλευτες επιχειρήσεις, όπου αρκετοί συμπάροικοι έκαναν περιουσίες.

Ακόμα και όταν οι Έλληνες, από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980, άρχισαν να εγκαταλείπουν τα εσωτερικά προάστια και να πωλούν τα σπιτάκια τους, στο Carlton, το Richmond και το South Melbourne και αλλού και να «μεταναστεύουν» στα πιο απόμακρα, προκειμένου να αγοράσουν σπίτια με μεγάλα οικόπεδα για να έχουν τον κήπο τους και τα φρέσκα λαχανικά τους, δεν εγκατέλειψαν τελείως τη Victoria Market.

Συμπατριώτες μας, που αγόρασαν σπίτια από το Oakleigh και το Clayton, μέχρι το Dandenong, Doncaster και Kew κατέβαιναν κάθε Σάββατο πρωί (οι περισσότεροι) στο City και πήγαιναν στην Victoria Market, όχι μόνο να κάνουν τα ψώνια τους, αλλά και να συναντήσουν και κάποιον… παλιόφιλο, να πιουν έναν καφέ και να μιλήσουν…

Μετά τα γήπεδα, τους ελληνικούς κινηματογράφους και τους χορούς των Συλλόγων μας, η Victoria Market ήταν και κατ’ εξοχήν τόπος συνάντησης.

Το ισοπεδωτικό, όμως, πέρασμα του χρόνου, με όλα όσα κουβαλά ως χείμαρρος μαζί του, έφερε τα γεράματα και αυτά άνοιξαν διάπλατα την πόρτα σε διάφορες αρρώστιες, τη δυσκινησία και την κούραση…

Σιγά-σιγά, ιδιαίτερα μετά την είσοδο στο ημερολόγιο του νέου αιώνα, άρχισε να αραιώνει ο αριθμός των συμπαροίκων που κατέβαινε στην πόλη και περνούσε από το στέκι αυτό. 

Σε αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι νέες μεγάλες αγορές που άρχισαν να εμφανίζονται από το Oakleigh στο Preston.

Δύο άνθρωποι που δεν παρέδωσαν τα «όπλα» μέχρι που «έφυγαν» από τούτο τον κόσμο, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, ήταν ο πατριός μου Χαρίλαος Προύτζος, και ο συνάδελφος και, αργότερα, «συνέταιρος μου» στο περιοδικό «Παροικία», Χρήστος Μουρίκης.

Ο Χρήστος και ο Χαρίλης ήταν οι άνθρωποι που με τους οποίους επισκεπτόμουν πού και πού τη Victoria Market.

Με τον Μουρίκη πηγαίναμε σχεδόν κάθε Παρασκευή απόγευμα όταν τελειώναμε με τη δουλειά στην εφημερίδα, ενώ στον πατριό μου οφείλω την πρώτη μου επίσκεψη, τον Ιούνιο-Μάιο του 1970, που ήλθα στη Μελβούρνη.

Ο Χαρίλης, στον οποίο έχω αναφερθεί αρκετές φορές στα «Ξυράφια»πριν πεθάνει, ήταν μια εντελώς ξεχωριστή και σπάνια περίπτωση καλόκαρδου ανθρώπου.

Ακόμα και τις ελάχιστες φορές που «θύμωνε», συνέχιζε να χαμογελά και ο θυμός του δεν κρατούσε πάνω από δέκα δευτερόλεπτα…

Αν θυμάμαι καλά, στην Αυστραλία ήλθε το 1954 και, λίγο αργότερα, έπιασε δουλειά στα «τραίνα» (όπως τα έλεγε) και εκεί παρέμεινε μέχρι που βγήκε στη σύνταξη. 

Πάντα και παντού πήγαινε με τα «τραίνα», γιατί δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στην… τετράροδη κίνηση.

Στην Ελλάδα οδηγούσε μια παλιά εγγλέζικη μοτοσυκλέτα BSA και εδώ τα ύστερα χρόνια και μέχρι που πέθανε (86 χρόνων) τιμής ένεκεν των δίτροχων αναμνήσεών του, κυκλοφορούσε με… ποδήλατο!

Πού να σκεφτεί τότε ο Χαρίλης, που όσοι τον έβλεπαν γέροντα στο Oakleigh να κυκλοφορεί με ποδήλατο νόμιζαν ότι είναι «ούφο», ότι θα ερχόταν η μέρα που τα ποδήλατα θα γίνονταν… μόδα και, μάλιστα, του τεχνολογικού lifestyle! 

Όπως, βέβαια, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι το αγαπημένο του στέκι, η Victoria Market, που έδινε το παρόν του δυο-τρεις φορές την εβδομάδα, για περισσότερο από μισό αιώνα, θα γινόταν μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. 

Ο Χαρίλης, κάθε Σάββατο πρωί πήγαινε με το πρώτο δρομολόγιο του τρένου στη «μαρκέτα του» αγόραζε τα κρέατά του, τα ψάρια τα φρούτα του και μία ή δύο κότες, γύριζε στο σπίτι, τα τακτοποιούσε και όταν τού έδιναν και overtime πήγαινε και στη δουλειά.

Ήταν πασίγνωστος, σε όσους επιβάτες χρησιμοποιούσαν το τραίνο τα πρωινά του Σαββάτου, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί μετέφερε ζωντανές τις κότες στο βαγόνι και, δεύτερον, γιατί μύριζε… σκόρδο!

Μου διηγιόταν γελώντας (και με τον τρόπο του) διάφορες ιστορίες από τις παρατηρήσεις που του έκαναν, όσοι επιβάτες δεν τον γνώριζαν, για τις κότες και τη μυρωδιά του σκόρδου.

Σε ανάμνηση, λοιπόν, του Χαρίλη, του Χρήστου και της παλιάς αγοράς που θα ανακαινιστεί σύντομα, αφιερώνω τούτες τις λέξεις.

Την ευκαιρία μου τη έδωσε η είδηση για την ανακαίνιση που υπολογίζεται ότι θα στοιχίσει πάνω από $250 εκατομμύρια και η επίσημη υποψηφιότητα της πρώτης αγοράς της Μελβούρνης ως μνημείου της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Να προσθέσουμε εδώ, ότι εκεί που βρίσκεται σήμερα η αγορά, που σε λίγα χρόνια θα γιορτάσει τα 150 χρόνια από την όδευση της βρίσκονταν και το πρώτο νεκροταφείο της Μελβούρνης όπου είχαν θαφτεί 7500 άνθρωποι.

Μεταξύ αυτών και ο ιδρυτής της Μελβούρνης John Batman.