ΤΗ λέξη δέος δεν την γνώριζα όταν την πρωτοείδα…

ΣΥΝΕΠΩΣ, δεν μπορούσα να καταλάβω και να εξηγήσω το τι αισθάνθηκα όταν αντίκρισα την Ακρόπολη.

ΗΤΑΝ Αύγουστος του 1958, είχε τελειώσει η ζωοπανήγυρις της Τεγέας, είχαμε συμμαζέψει τις καρέκλες και τα τραπέζια της «παράγκας», που για ένα δεκαήμερο το «έπαιζε»… ταβέρνα και επιστρέψαμε στο χωριό.

ΜΕΤΑ από ένα τετραήμερο ξεκούρασης, ο θείος μου ο Ζαχαρίας είπε στον γιο του, να μαζέψει τα πράγματά του, γιατί την επόμενη μέρα θα έφευγαν για την Αθήνα.

ΜΕ το που το άκουσα, άρχισα πάλι να παρακαλώ το θείο μου να με πάρουν μαζί τους και εκείνος να μου ξαναλέει: «Είπαμε του χρόνου…».

ΟΤΑΝ του είπα ότι «κάθε χρόνο έτσι μου λες, αλλά δεν με παίρνετε», μου απάντησε ότι αν υπήρχε χώρος στο «καλάθι» της μηχανής, θα με έπαιρνε…

ΤΕΛΙΚΑ, χώρος εξοικονομήθηκε, με τρεις-τέσσερις μανιβελιές πήρε μπρος η μηχανή και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε…

ΠΑΝΩ από επτά ώρες μας πήρε να φτάσουμε στην Αθήνα, αφού η μοτοσυκλέτα, μια προπολεμική εγγλέζικη BSA, που λόγω γηρατειών και περιορισμένης ιπποδύναμης στις ανηφόρες…, περπατούσε, στο ίσωμα ξεκουραζόταν και στις κατηφόρες, δεν την «κρατούσαν» ούτε τα… φρένα της.

Ο θείος οδηγούσε, ο ξάδελφός μου ο Πανάγος, καθόταν πίσω και εγώ είχα όλη την άνεση να χαζεύω τα αξιοθέατα του δρόμου και στις κατηφόρες, που καταλάγιαζε το αγκομαχητό του κινητήρα, να ακούω και τα τζιτζίκια που πανηγύριζαν…

ΠΡΩΤΟΣ σταθμός για να… κρυώσει ο κινητήρας της μηχανής, στον Αχλαδόκαμπο και δεύτερος, μετά τον δαίδαλο του Κωλοσούρτη, στη… φωλιά της Λερναίας Ύδρας, στους Μύλους, να δοκιμάσουμε τα σουβλάκια ενός συγχωριανού μας που είχε μαγαζί εκεί.

ΠΡΙΝ από την Κόρινθο, σταματήσαμε στον Άγιο Βασίλειο να πάρουμε πεπόνια και στη συνέχεια, σταματούσαμε όπου βρίσκαμε καμιά κατηφόρα για να κρυώνει ο κινητήρας και να βάζει ο θείος τη μηχανή μπρος χωρίς τη μανιβέλα.

Η διαδρομή άρχισε να γίνεται μαγική, όταν φτάσαμε στα δύσβατα λημέρια του Προκρούστη, στην Κακιά Σκάλα, όπου την έστηνε ο τύπος και προσάρμοζε στα μέτρα του, τους περαστικούς με τους οποίους είχε προηγούμενα…

ΜΕ το που φτάσαμε στην… καρμανιόλα του Προκρούστη, δεν χόρταινα να χαζεύω τη θάλασσα, που έβλεπα για δεύτερη φορά, ενώ σκεφτόμουν τι άλλο θα δουν τα μάτια μου στην Αθήνα, για την οποία τόσα πολλά είχα ακούσει.

ΦΤΑΣΑΜΕ αργά το απόγευμα σε ένα μικρό σπιτάκι στο Περιστέρι, όπου είχε ενοικιάσει διαμερισματάκι ο ξάδελφός μου και την άλλη μέρα το πρωί με πήρε μαζί του ο Πανάγος να κατέβουμε στην Αθήνα.

ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ την οδό Λένορμαν, είδα για πρώτη φορά, από κάποια απόσταση την Ακρόπολη, ενώ όσο πλησίαζε προς το κέντρο το λεωφορείο, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της.

ΜΕΤΑ από ένα δεκάλεπτο, άρχισε να φαίνεται καθαρά και ο Παρθενώνας και όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο με γοήτευε αυτό που έβλεπα.

ΕΧΕΙ αρκετές φορές περάσει φευγαλέα από το μυαλό μου, ότι σε περίπτωση που συνειδητοποιήσω το τέλος μου, μια από τις ελάχιστες εικόνες που θα έπαιρνα για «ενθύμιο» μαζί μου, από τούτο τον κόσμο, θα ήταν αυτή της Ακρόπολης.

ΝΑΙ, την Ακρόπολη, όπως την είχε περιγράψει πολλά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, ο Ιταλός σουρεαλιστής ζωγράφος, Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, που είχε γεννηθεί το 1888 στο Βόλο, όπου εργαζόταν ως μηχανικός στους σιδηροδρόμους ο πατέρας του.

«ΣΑΝ ένα μεγάλο πέτρινο καράβι. Σαν ένα καράβι, που λύθηκε από τα παλαμάρια του και αρμενίζει σιγά-σιγά ακυβέρνητο…».

ΚΑΤΙ, δηλαδή, σαν τη κιβωτό του Νώε, με τη διαφορά, ότι δεν σαλπάρισε για να περισώσει το ζωικό βασίλειο, αλλά την ανθρώπινη μνήμη, τους μύθους, που τη σφυρηλάτησαν και τον πολιτισμό που άστραψε σαν κεραυνός του Δία, στην Αττική γη τον 5ο π.Χ. αιώνα και ακόμα μας φωτίζει.

ΓΥΡΩ από αυτόν το βράχο γεννήθηκε και γαλουχήθηκε, αυτό που σήμερα αποκαλούμε Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Αυτός, ουσιαστικά, είναι ο γενέθλιος τόπος της Ελλάδας που ξέρουμε.

ΕΚΕΙ οι άνθρωποι είδαν θέατρο και άκουσαν, μέσω του Αισχύλου, τον Προμηθέα τον πρώτο συνειδητό αναρχικό του κόσμου-, να καταγγέλλει στο Δήμο την ανίερη συμπεριφορά του παραδόπιστου Δία και στους Αθηναίους εξιστόρησε την τραγωδία του ο Οιδίποδας.

ΣΤΟΝ ίδιο βράχο γίνονταν, εδώ και 4.000 χρόνια ιεροτελεστίες, θεομαχίες, καλλιστεία θεών και ημίθεων και εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα, η τραγωδία, η κωμωδία, η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τέχνη και η αισθητική…

ΚΑΙ αυτό δεν ήταν τυχαίο. Έγινε κατορθωτό, γιατί ο Παρθενώνας, φέρει τις υπογραφές του Φειδία, του Καλλικράτη και του Ικτίνου, ενώ τα υπόλοιπα μεγάλα έργα τη σφραγίδα του Περικλή, όπως οι τραγωδίες τα ονόματα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και φιλοσοφία του Σωκράτη του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.

ΤΟ πώς συνέπεσαν όλοι αυτοί να ζήσουν τον ίδιο αιώνα και να συναντηθούν οι δρόμοι τους, αμέσως μετά τους περσικούς πολέμους και την ολική καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη το 480 π.Χ., είναι μια άλλη, ακόμα πιο μεγάλη ιστορία.

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι στον ίσκιο του βράχου αυτού, συμφιλιώθηκαν οι Θεοί με τους ανθρώπους και ο ορθολογισμός με τον μεταφυσικές αναζητήσεις της Γραφής και του Χριστιανισμού.

ΣΤΟΝ Άρειο Πάγο, που βρίσκονταν κάτω από την Ακρόπολη, μίλησε το 58 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους. Εκεί έφτασε κυνηγημένος, ως αιρετικός, από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

ΣΥΜΦΩΝΑ, όμως, με ορισμένους ιστορικούς έφτασε εκεί σε μια κρίσιμη στιγμή. Τότε που οι Αθηναίοι βρίσκονταν κολλημένοι με την πλάτη στον τοίχο, μιας και ο ορθολογισμός, δεν απαντούσε πειστικά στο προπατορικό ερώτημα, από πού ήλθαμε, γιατί ήλθαμε και πού πάμε…

ΤΟΥΣ είχαν κουράσει οι θεοί τους. Στον Όλυμπο είχε βρει καταφύγιο κάθε καρυδιάς καρύδι. Περισσότερο νοιάζονταν οι θεοί με τις γκομενοδουλειές τους, τις μοιχείες τους, τις συνωμοσίες τους και τους μεταξύ τους καυγάδες, παρά για τα προβλήματα και τα ζόρια των ανθρώπων.

ΕΨΑΧΝΑΝ, δηλαδή, οι άνθρωποι για το… κάτι άλλο, και αυτό το «κάτι άλλο», ενδεχομένως να ήταν μια άλλη θρησκεία. Και αυτό τους προσέφερε ο Παύλος όταν τους είπε ότι στην αντίπερα όχθη, υπάρχει ένας υπάκουος Θεός και ένας άλλος κόσμος…

ΤΟΥΣ είπε ακόμα, ότι αν είναι υπάκουοι και δεν παραβαίνουν τις καλοσυνάτες εντολές του, τους περιμένει ο Παράδεισος. Ήταν ο πρώτος που τους μίλησε γι’ αυτά τα καινούργια πράγματα και για την ανάσταση νεκρών…

ΔΕΝ είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα διαδόθηκε σχετικά γρηγορότερα ο χριστιανισμός. Ούτε είναι τυχαίο ότι ο χριστιανισμός αφομοίωσε πολλές από τις τελετουργίες του Δωδεκάθεου.

ΓΙΑ το τι ακριβώς αισθάνθηκα όταν πρωτοαντίκρισα την Ακρόπολη, ήθελα να γράψω και με το πώς πέρασε μια νύχτα εκεί ο Ντε Κίρικο ξεκίνησα και με την πλανεύτρα ελληνική μυθολογία και τους καρπούς της έμπλεξα.

ΟΤΑΝ, λοιπόν, ο ξάδελφός μου είπε ότι θα πάει να συναντήσει κάτι φίλους του σε ένα καφενείο της οδού Ζήνωνος, των ρώτησα αν μπορώ να πάω μέχρι την οδό Πειραιώς, να δω λίγο καλύτερα τον Παρθενώνα.

«ΠΗΓΑΙΝΕ», μου λέει. «Εγώ θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω για μια ώρα ακόμα». Πήγα, στήθηκα στην οδό Πειραιώς, απέναντι από το Βρεφοκομείο, και επί μία ολόκληρη ώρα κοίταζα την Ακρόπολη και δεν την χόρταινα…

ΤΗΝ ίδια στιγμή αποφάσισα, ότι την επόμενη χρονιά, που θα επέστρεφα στην Αθήνα για να πάω στο ορφανοτροφείο, το πρώτο πράγμα που θα έκανα ήταν να ανέβω στην Ακρόπολη. Και το έκανα ένα χρόνο αργότερα.

ΕΚΤΟΤΕ, την επισκέφθηκα πέντε-έξι φορές ακόμα, ενώ η τελευταία ήταν πριν το 1994. Ένα από τα πρώτα πράγματα που θα κάνω, όταν επισκεφθώ και πάλι την Αθήνα, μετά ένα δίμηνο, είναι να ξαναπάω.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ, λοιπόν, σχέδια για το πού θα πάω, αποφάσισα να γράψω και τούτο το κομμάτι που διαβάσατε, προκειμένου να μην ξεχαστώ.

ΚΑΙ κλείνω τη σύντομη (και εκ μακρόθεν, νοερή επίσκεψή μου) με λίγα λόγια ενός άλλου προσκυνητή του Ιερού Βράχου. Του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο που έγραψε ένα μικρό αρθράκι με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη».

Ο ζωγράφος αφού περιέγραψε το «κρυφτούλι» που έπαιξε για να ανέβει τη νύχτα μόνος στο βράχο, τελειώνει το κείμενο ως εξής:

«Στὴν ἐμφαντικὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς μεγάλης καλοκαιρινῆς νύχτας κατάλαβα ὅτι τὸ κακὸ μέσα μου, γύρω μου, εἶχε ἐξαφανιστεῖ· τὰ χρέη πληρωμένα, οἱ τιμωρίες καταργημένες, τὰ κακὰ ὄνειρα θαμμένα γιὰ πάντα, μὲ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ ἄγχη πέρα μακριά, πολὺ μακριά, στοὺς καυτοὺς ἄμμους τῆς καταραμένης ἐρήμου.

Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου·πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο…»