Αν κάποιος έψαχνε να περιγράψει με μια εικόνα την 14η Φεβρουαρίου, μάλλον θα της έβαζε κόκκινα τριαντάφυλλα κι ίσως τελικά σκεφτόταν ότι αυτήν τη μέρα γιορτάζουν τα κλισέ. Με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, συναντώ ένα ζευγάρι που έχει καταφέρει στην πράξη να διατηρήσει ζωντανή την ουσία μιας ερωτικής σχέσης.
Σαν να απαντούν στο ερώτημα του Τομ Ρόμπινς στον «Τρυποκάρυδο», ο 86χρονος κ. Γιώργος, και η 82χρονη κ. Μαρία, είναι μια ιστορία για το πώς καταφέρνεις τελικά, να κρατάς τον έρωτα ζωντανό μετά από 60 χρόνια γάμου.
Κατευθύνομαι προς το σπίτι τους στο Περιστέρι, μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ το κέντρο της Αθήνας, όπου θα τους συναντήσω.
Φτάνοντας, στέκομαι απ’ έξω και παρατηρώ μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές αλλά και δυσεύρετες πλέον, εικόνες της πόλης.
Αν τα νεοκλασικά κτίρια του 1930 είναι ένα δείγμα της αρχιτεκτονικής ιστορίας του τόπου, άλλο τόσο ενδιαφέρον μαρτυρούν ακόμα, δρόμοι και περιοχές με χαμηλή δόμηση, μια σειρά δέντρα και ελάχιστα αυτοκίνητα.
Όποιος ζει στην Αθήνα, σίγουρα έχει ακούσει ιστορίες για ένα μικρό ισόγειο σπίτι που αγόρασε κάποιος τρεις γενιές πίσω και με τα χρόνια η οικογένεια κατάφερε να μαζέψει χρήματα για να χτίσει τον πάνω όροφο.
Η κ. Μαρία με περιμένει στην πόρτα και με καλωσορίζει. Κατευθείαν νιώθω μια αίσθηση οικειότητας. Είναι σαν να μπαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου. Συνειδητοποιώ ότι μάλλον είναι αυτή η μυρωδιά της ναφθαλίνης που οι πιο παλιές γενιές χρησιμοποιούσαν για να μην τους φάει τα ρούχα ο σκώρος. Όλα πεντακάθαρα και τακτοποιημένα και η διακόσμηση παλιομοδίτικη, όπως πρέπει.
Η ερώτηση που θα ακολουθήσει είναι σαφής και ξέρω πώς είναι περισσότερο ρητορική. «Θέλετε ένα γλυκό του κουταλιού; Έχω φτιάξει περγαμόντο», μου λέει περήφανη για τη συνταγή της η κα Μαρία. Όταν η γιαγιά σου, σε ρωτάει αν θέλεις κάτι, ακόμα κι αν σκέφτεσαι να πεις όχι, απλά δεν τολμάς!
Όσο η κ. Μαρία είναι στην κουζίνα, πιάνω κουβέντα με τον κ. Γιώργο. Μου λέει την ιστορία του, για το πώς έφυγε απ’ το χωριό του πολύ φτωχός σε ηλικία 17 ετών και πώς κατάφερε με επιμονή και πολλή δουλειά να δουλέψει ως μηχανικός στην Πειραϊκή – Πατραϊκή. Αν ψάξεις σε κάθε σπίτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις ένα ζευγάρι σεντόνια ή μια πετσέτα, της μεγαλύτερης κλωστοϋφαντουργίας της χώρας, ενθύμιο της εποχής που η Ελλάδα είχε ακόμα τη δική της εγχώρια βιομηχανική παραγωγή.
Τους ρωτάω πώς γνωρίστηκαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνη την εποχή, 60 χρόνια πριν, ο γάμος στην Ελλάδα κανονιζόταν περισσότερο απ’ τους γονείς του ζευγαριού και παντρεύονταν με προξενιό. Εδώ όμως η ιστορία μας είναι απ’ τις πιο σπάνιες περιπτώσεις. «Υπήρχε αγάπη πριν την ζητήσω τη Μαρία» μου λέει ο κ. Γιώργος.
Όσο ήταν στο στρατό της έστελνε γράμματα, αλλά επειδή τ’ αδέρφια της κ. Μαρίας ήταν πολύ αυστηρά, ο κ. Γιώργος έστελνε την αλληλογραφία με παραλήπτη την ξαδέρφη του και η οποία στη συνέχεια τα έδινε στην κ. Μαρία. «Θα περιαυτολογήσω λίγο, αλλά έγραφα εντυπωσιακά», μου λέει γελώντας ο κ. Γιώργος. «Εκείνο τον καιρό έτσι ήταν», λέει η κ. Μαρία. «Εσείς ευχαριστιέστε τη ζωή σήμερα, παιδί μου. Μιλάτε με τ’ αγόρια, με τα κορίτσια. Τότε δεν μπορούσες ούτε να μιλήσεις, μ’ ένα αγόρι».
Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, ο κ. Γιώργος πήγε στο σπίτι της κ. Μαρίας και την ζήτησε επίσημα σε γάμο. Ο κ. Γιώργος θυμάται όλες τις ημερομηνίες με εκπληκτική ακρίβεια. Παντρεύτηκαν στις 3/6/1956 και φέτος θα κλείσουν 60 χρόνια έγγαμου βίου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, «παίρνω μια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα στη Μαρία» μου λέει ο κ. Γιώργος.
«Επειδή μεγάλωσα σε πολύ αυστηρό σπίτι, αυτό που ευχόμουν πάντα είναι να βρω έναν άνθρωπο και να ευχαριστηθώ τη ζωή μου» μού λέει χαρούμενη κι ανακουφισμένη η κ. Μαρία.
Τα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής ήταν δύσκολα, κυρίως λόγω οικονομικών. Για να τα βγάλουν πέρα εργάζονταν και οι δύο και η κ. Μαρία πήγαινε για κάποια μεροκάματα σε διάφορες περιοχές, δουλεύοντας ως μοδίστρα. «Η βελόνα είναι η αγάπη μου, η παρέα μου μέχρι και σήμερα», μου εξηγεί ενώ μου περιγράφει όλα τα χειροποίητα κεντήματα που έχει φτιάξει για τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, ο καθένας κάθεται στη θέση του, όπως κάθε απόγευμα. Ο κ. Γιώργος στην πολυθρόνα που διαβάζει το βιβλίο του και η κα Μαρία στον καναπέ που ακόμα κεντάει.
«Περνάμε πολύ ωραία» εξηγεί η κ. Μαρία όταν τους ρωτάω πώς είναι η καθημερινότητά τους. «Ξυπνάμε το πρωί, τρώμε το πρωινό μας, κάνουμε τα ψώνια μας, μετά με βοηθά και ο Γιώργος με τις δουλειές και την καθαριότητα. Έρχεται το μεσημέρι, θα φάμε και μετά θα ξαπλώσουμε. Μετά ο Γιώργος ή διαβάζει βιβλία ή βλέπει τηλεόραση. Εγώ κάθομαι και κεντάω, εδώ σ’ αυτή τη θέση που κάθομαι τώρα» λέει η κ. Μαρία, ενώ ο κ. Γιώργος ο οποίος κάθεται επίσης στην πολυθρόνα του μου διηγείται με εξονυχιστικές λεπτομέρειες όλες τις κατασκευές που έχει κάνει στο σπίτι, αποκαλύπτοντάς μου περήφανος το εργαστήριο που έχει στην ταράτσα.