ΠΑΛΙ με τις αναμνήσεις μου, τα ταξίδια μου, τα βιβλία, τον κινηματογράφο και την Ελλάδα θα ασχοληθώ σήμερα.

ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, ό,τι ήταν να γράψω για την επικαιρότητα και τις εξελίξεις στην πατρίδα, τα γράφω ως λεζάντες, κάτω από τις φωτογραφίες που αναδημοσιεύω.

ΟΠΩΣ έχω ξαναγράψει, από τη στιγμή που αποφάσισα να επισκεφθώ την Ελλάδα (μετά από έξι χρόνια!), άρχισα μια εξαντλητική ψυχολογική και… πνευματική προετοιμασία.

ΚΑΙ αυτό το κάνω, κυρίως, για να εξασκήσω τη μνήμη μου. Με τα χρόνια, κατάλαβα, ψάχνοντας, πως ο μόνος τρόπος να επαναφέρεις στην επιφάνεια, ό,τι έχει θαφτεί κάτω από τη «η σκόνη του χρόνου», είναι οι… ανασκαφές.

ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ όπως οι αρχαιολόγοι, σε επιλεγμένα σημεία του παρελθόντος που έχει πρόσβαση η μνήμη, όλο και κάτι ανακαλύπτεις που πίστευες ότι δεν υπάρχει…

ΕΔΩ αναφέρομαι, κυρίως, στις original εγγραφές της μνήμης που δεν έχουν περάσει στη συνειδητή της καταγραφή.

ΓΙΑ κάτι δηλαδή που όταν συνέβη, δεν σου προξένησε καμιά εντύπωση και πέρασε «απαρατήρητο», είτε γιατί δεν είχες αντιληφθεί το βαθύτερο νόημά του είτε γιατί οι γνώσεις και όσα πίστευες τότε, δεν σού επέτρεψαν να το αξιολογήσεις.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ, όμως, παράπλευρες αναφορές, πριν 30, 40 ή 50 χρόνια, που έχουν καταγραφεί και αρχειοθετηθεί από τη μνήμη, πέφτεις πάνω και σε καμιά… αδέσποτη ανάμνηση ή εικόνα που δεν πίστευες ότι υπάρχει.

ΤΟ πώς φτάνεις, όμως, εκεί, δηλαδή, στα απάτητα και δύσβατα μονοπάτια της μη καταγραμμένης (αλλά υπάρχουσας!) μνήμης, είναι μια άλλη ιστορία, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω.

ΟΣΗ πείρα και γνώσεις έχω καταφέρει να περισώσω, καταμεσής του ατελείωτου και φουρτουνιασμένου ωκεανού της λησμονιάς, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, χάρτες από τόπους που έχω ταξιδέψει…

…ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ή ξαναδιαβάζοντας βιβλία που μού αρέσουν, συζητώντας με ανθρώπους που εκτιμώ τις γνώσεις, την κρίση και τις παρατηρήσεις τους, βλέποντας παλιές (και ξεχασμένες) ταινίες ή επισκεπτόμενος παλιά στέκια, όλο και βρίσκω καμιά ξεχασμένη ιστορία θαμμένη κάτω από τη «σκόνη του χρόνου».

ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ, για παράδειγμα, βιβλία που μού άρεσαν, όπως το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, «Το εμπόριο λευκής σαρκός» του Ντύλαν Τόμας ή τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, θυμάμαι όχι μόνο την υπόθεσή τους και τους πρωταγωνιστές του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά πού ήμουν όταν το διάβαζα και τι άλλο με περνούσε από το μυαλό τότε…

ΤΟΝ «Οδυσσέα» του Τζόις, είχα κάνει ανεπιτυχώς δεκάδες προσπάθειες να τον διαβάσω χωρίς να το καταφέρνω, μέχρι που ένα ατύχημα (που με ακινητοποίησε πέντε εβδομάδες) συνέβαλε τα μέγιστα στο να φτάσει το πλήρωμα του χρόνου…

ΗΤΑΝ τέτοιος καιρός του 2007 και πήγαινα με τη μοτοσυκλέτα στο Περθ να επισκεφθώ τον γιο μου που εργαζόταν τότε εκεί, όταν, λόγω ολισθηρότητας του δρόμου, έχασα καταμεσής της ερήμου τη μηχανή κάτω από τα πόδια μου και κατέληξα σε ένα νοσοκομείο στο Kalgoorlie.

ΜΕΤΑ τη έξοδό μου από το νοσοκομείο, πήγα στο Περθ αεροπορικώς και μη έχοντας (ή μπορώντας) να κάνω τίποτα άλλο, άρχισα να διαβάζω το αριστούργημα του Ιρλανδού συγγραφέα.

ΠΑΡ’ ΟΤΙ έχουν περάσει έκτοτε οκτώ χρόνια, όχι μόνο θυμάμαι απ’ έξω τη φοβερή τελευταία ραψωδία του βιβλίου, αλλά και τι συζητούσα στα ενδιάμεσα του διαβάσματος με το γιο μου.

ΤΑ βιβλία, όπως οι χάρτες, οι φωτογραφίες και οι ταινίες, εκτός των άλλων, δεν λειτουργούν μόνο σαν άγκυρες στο χρόνο, αλλά και σαν σωσίβια της χαμένης μνήμης.

ΑΥΤΟ πραγματεύεται στο βιβλίο των 2.500 σελίδων ο Προυστ, που για μένα παραμένει το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει. Να σημειώσω εδώ ότι το αριστούργημα αυτό το έγραψε (λόγω ασθένειας) στο κρεβάτι βασιζόμενος κυρίως στον πλούτο των αναμνήσεών του.

ΑΞΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ, δηλαδή τον καταχωνιασμένο αυτό θησαυρό του υποσυνείδητου, κατάφερε να ανακαλέσει ξεχασμένες μνήμες και να ξανακερδίσει το χρόνο που είχε χαθεί.

ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ, να προσθέσω ότι το βιβλίο άρχισε να το γράφει, αναφερόμενος στις παιδικές του μνήμες που του προκάλεσε η γεύση ενός μπισκότου βουτηγμένου σε ένα φλιτζάνι με τσάι.

ΝΑΙ, η γεύση ενός μπισκότου προκάλεσε την κοσμογονική έκρηξη της λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα και χάρισε στον κόσμο την καλύτερη «μηχανή αναζήτησης» για να ξανακερδίσουμε το χαμένο μας χρόνο.

ΑΝ, βέβαια, θέλουμε και με την προϋπόθεση ότι μπορούμε να βρούμε (αρκετό) χρόνο για να διαβάσουμε ένα τέτοιο επικό βιβλίο. Κάπως δύσκολο, όμως, σε μια εποχή σαν τη δική μας, με τον καταιγισμό των αναγκών, των λογαριασμών και των υποχρεώσεών μας, απέναντι στο τσουνάμι της εφήμερης πληροφόρησης, στο facebook και τα social media.

ΤΩΡΑ, βέβαια, αν ασχολείσαι, λόγω δουλειάς και… life style με τα social media, τι να πρωτοθυμηθείς, μετά από 20 και 30 χρόνια, τη στιγμή που αυτόματα ξεχνάς τι είδες και τι διάβασες την προηγούμενη μέρα;

ΑΣ επανέλθω, όμως, στις δικές μου αναζητήσεις. Χθες το βράδυ, λοιπόν, βλέποντας και ξαναδιαβάζοντας ορισμένες τραγωδίες του Αισχύλου και ψάχνοντας να διαβάσω μια διαφορετική μετάφραση των «Ικέτιδων», μπήκα στα χωράφια του You Tube και «έπεσα» τυχαία στο «Ταγκό των Χριστουγέννων».

ΜΕ το που διάβασα τον τίτλο, το μυαλό πήγε αυτόματα στην Αργεντινή και το Μπουένος Άιρες και είπα να ρίξω και μια ματιά στην ταινία να δω πώς χορεύουν και στην Ελλάδα το ταγκό.

ΤΗΝ ταινία, που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, τη σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κουτελιδάκης, ο οποίος ήταν μαθητής του Θόδωρου Αγγελόπουλου και ο άνθρωπος που επέλεξε τη μουσική στην ταινία του «Οι μέρες του 36» που είχε γυριστεί το 1972.

ΜΕΤΑΞΥ των μουσικών επιλογών του (πριν 43 χρόνια) ήταν και το «tango nοtturno», το οποίο επέλεξε και πάλι ως κύρια μουσική επένδυση στο «Ταγκό των Χριστουγέννων» που αν αφαιρέσει κανείς το πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας και τα δεκαπέντε λεπτά του τέλους της, θα έλεγα ότι είναι μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στην πατρίδα μας την τελευταία δεκαετία.

Η ταινία που γυρίστηκε το 2011 αναφέρεται στον παράφορο έρωτα ενός υπολοχαγού με τη γυναίκα ενός αντισυνταγματάρχη που ήταν διοικητής του σε ένα στρατόπεδο του Έβρου το 1970.

ΤΕΛΙΚΑ, για να καταφέρει να πλησιάσει την νεαρή και ωραία γυναίκα του αντισυνταγματάρχη, ο υπολοχαγός Στέφανος Καραμανίδης, ζήτησε από έναν στρατιώτη με καλλιτεχνικά γούστα, να τον μάθει να χορεύει ταγκό.

Ο Καραμανίδης που ήταν ένα κράμα αυταρχικού και πειθαρχικού αξιωματικού και παράλληλα ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, τράβηξε τα μύρια όσα για να ζητήσει από τον στρατιώτη του να τον μάθει να χορεύει…

ΕΤΣΙ, στον χριστουγεννιάτικο χορό του στρατοπέδου, ο υπολοχαγός ήταν έτοιμος να χορέψει και, μάλιστα, το «tango nοtturno», που είχε φροντίσει να στείλει το δισκάκι κρυφά στη γυναίκα του συνταγματάρχη.

Η ταινία αυτή με έστειλε μετά 45 χρόνια πάλι στον Έβρο όπου και είχα υπηρετήσει στην ίδια εποχή στην οποία αναφερόταν η ταινία. Το τι θυμήθηκα δεν λέγεται…