ΑΠΟ ΜΙΑ άποψη, είναι καλύτερα που ο Ουμπέρτο Έκο εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, προτού πληροφορηθεί για το περιεχόμενο της ειδικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου. 

Ο μεγάλος Ιταλός διανοητής ήταν ένας ένθερμος ευρωπαϊστής, αν και ο όρος είναι λανθασμένος. Δεν μπορείς να είσαι “ευρωπαϊστής”, αν είσαι πραγματικά Ευρωπαίος, αν δηλαδή αντιλαμβάνεσαι την ευρωπαϊκή ως εθνική σου ταυτότητα και ο Έκο, παρά το ότι ήταν ένας από τους πρεσβευτές του ιταλικού πολιτισμού, είχε κατανοήσει πλήρως την ουσία του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον σε επίπεδο ιστορικό και πολιτισμικό. 

Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιέγραφε την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ερωτικούς όρους: «Το πανεπιστημιακό πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στις οικονομικές εφημερίδες, δημιούργησε την πρώτη γενιά των νεαρών Ευρωπαίων” έλεγε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “La Stampa” τον Ιανουάριο του 2012. “Το ονομάζω σεξουαλική επανάσταση: ένας νεαρός Καταλανός γνωρίζει μια Φλαμανδή κοπέλα – ερωτεύονται, παντρεύονται και γίνονται Ευρωπαίοι, όπως στη συνέχεια και τα παιδιά τους. Η ιδέα του Erasmus θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική – όχι μόνο για τους φοιτητές, αλλά επίσης για τους οδηγούς ταξί, τους υδραυλικούς και όλους τους εργαζόμενους. Και με αυτό εννοώ ότι θα έπρεπε να μένουν για λίγο χρόνο σε μια άλλη χώρα της Ε.Ε., να ενσωματωθούν». 

Είχε δίκιο. Και δεν είναι τυχαίο το ότι τώρα που η Ευρώπη περνά τη σοβαρότερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της που το ευρωπαϊκό κεκτημένο μοιάζει να κρέμεται από μία κλωστή, οι πιο διαπρύσιοι υπερασπιστές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εκείνοι που έχουν μετάσχει του ευρωπαϊκού πολιτισμού μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων – και οι εργαζόμενοι στους θεσμούς της Ε.Ε. “Είμαστε τα προξενιά του Ρομπέρ Σουμάν” είχε πει στον γράφοντα μία υπάλληλος του Ευρωκοινοβουλίου, μιλώντας για τους μικτούς γάμους μεταξύ αλλοεθνών εργαζομένων στις Βρυξέλλες, εννοώντας ότι αυτοί οι μικτοί γάμοι ήταν το όνειρο του θεμελιωτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ο Σουμάν, ο Ζαν Μονέ και οι υπόλοιποι πολιτικοί που συνέλαβαν την ιδέα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πίστευαν ότι η οικονομία θα φέρει την ειρήνη και την πολιτική ένωση. Ο Έκο το περιέγραψε κι αυτό γλαφυρά: “Οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Άγγλοι, πέρασαν αιώνες πολεμώντας ο ένας τον άλλον. Σήμερα, ζούμε σε καθεστώς ειρήνης εδώ και 70 χρόνια τώρα και κανείς μας δεν συνειδητοποιεί πόσο υπέροχο και σημαντικό είναι αυτό. Πράγματι και η ιδέα ακόμα ενός πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας ή Ιταλίας και Γερμανίας προκαλεί μόνο θυμηδία. Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν ένα πόλεμο για ενoποιηθούν. Ελπίζω πως ο πολιτισμός και η ευρωπαϊκή αγορά θα κάνουν το ίδιο για μας”. 

Όλες αυτές οι προσδοκίες δεν θα μπορούσαν να έχουν διαψευστεί περισσότερο από τον τρόπο που έχει εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση την τελευταία δεκαετία. Η ιδέα της πολιτικής ένωσης έχει εγκαταλειφθεί πλήρως, μετά την αποτυχία του Ευρωσυντάγματος, ενώ οι οικονομικές ελίτ έχουν χρησιμοποιήσει το περίφημο “δημοκρατικό έλλειμμα” -την περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων- για να μετατρέψουν την Ε.Ε. σε μία τραπεζοκρατία, υπό την πολιτική επιστασία της Γερμανίας. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε: εγκατάλειψη της ιδέας του κράτους πρόνοιας διεθνώς, διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, άνοδος των εθνικισμών. 

Τελευταίο πλήγμα στην ευρωπαϊκή ιδέα είναι αυτό που παρουσιάστηκε ως επιτυχία: η συμφωνία που απέσπασε ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, από την ηγεσία της Ε.Ε., προκειμένου να πείσει τους συμπατριώτες τους να μην ψηφίσουν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, στο δημοψήφισμα του ερχόμενου Ιουνίου. Σύμφωνα με την συμφωνία, σε αναθεωρημένα άρθρα της Συνθήκης της Ε.Ε. πρόκειται να συμπεριληφθούν μια ειδική εξαίρεση της Βρετανίας από τη διαδικασία της «ολοκλήρωσης», καθώς και η «δίκαιη αντιμετώπιση» των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών διευθετήσεων ανάμεσα στην Ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που δεν ανήκουν στην οικονομική και νομισματική ένωση. Σε ό,τι αφορά τα επιδόματα των εργαζομένων, η Βρετανία θα αποκτήσει το δικαίωμα να αρνείται την καταβολή διαφόρων επιδομάτων σε νεοαφιχθέντες εργαζόμενους από άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. για τα πρώτα τέσσερα χρόνια της παραμονής τους στην επικράτειά της. Παράλληλα, θα αποκτήσει τη δυνατότητα να εφαρμόζει αυτό το μέτρο για τουλάχιστον επτά χρόνια από την ημερομηνία της εφαρμογής του. 

Αυτό παρουσιάστηκε ως νίκη, ενώ στην ουσία είναι απλώς η θεμελίωση μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων που αφήνει πίσω της οριστικά την ιδέα της πραγματικής Ένωσης. Είναι επίσης μια δικαίωση της διαχρονικής πολιτικής που ακολουθούσε η Βρετανία απέναντι στην Ευρώπη. Την είχε περιγράψει με γλαφυρό τρόπο, το 1980, η πολιτική σατιρική σειρά του BBC «Μάλιστα κύριε Υπουργέ» (“Yes, Minister”), η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Σε ένα από τα επεισόδια, ο δαιμόνιος γραφειοκράτης Σερ Χάμφρι εξηγούσε στον εμβρόντητο υπουργό του τη στάση της χώρας τους απέναντι στην τότε ΕΟΚ: «Η Βρετανία είχε τον ίδιο στόχο στην εξωτερική της πολιτική για τα τελευταία 500 χρόνια – να δημιουργήσει μια διαιρεμένη Ευρώπη. Για τον σκοπό αυτό, πολεμήσαμε με τους Ολλανδούς εναντίον των Ισπανών, με τους Γερμανούς εναντίον των Γάλλων, με τους Γάλλους και τους Ιταλούς εναντίον των Γερμανών, και με τους Γάλλους εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών. Διαίρει και βασίλευε, καταλαβαίνετε. (…) Προσπαθήσαμε να το σπάσουμε απ’ έξω, αλλά δεν τα καταφέραμε. Τώρα που είμαστε μέσα, μπορούμε να κάνουμε το όλο πράγμα μπάχαλο: να βάλουμε τους Γερμανούς εναντίον των Γάλλων, τους Γάλλους εναντίον των Ιταλών, τους Ιταλούς εναντίον των Ολλανδών. Το Φόρεϊν Όφις είναι τρομερά ευχαριστημένο, είναι σαν τον παλιό καιρό. (…) Κι όσο πιο πολλά μέλη έχει ένας οργανισμός, τόσο πιο πολλές διαμάχες μπορούν να ξεσπάσουν μέσα του, τόσο πιο μάταιος και ανίκανος γίνεται. (…) Το ονομάζουμε διπλωματία, κύριε Υπουργέ». 35 χρόνια μετά, δεν έχει αλλάξει τίποτε.