Ναι, πέντε γουλιές νερό μπροστά στο συρματόπλεγμα, στους πρόσφυγες και τα παιδιά τους, με τον εφιάλτη του πολέμου ακόμη στις καρδιές τους, να ζητούν την πηγή που φαντάζει μόλις ένα βήμα μακριά.
Το σκηνικό στην Ειδομένη, στον καταυλισμό προσωρινής διαμονής προσφύγων, ένα χωριό κοντά στα σύνορα της χώρας με την Π.Γ.Δ.Μ. Το χωριό είναι συνυφασμένο με το σιδηροδρομικό σταθμό που συναντάει ο ταξιδιώτης, εισερχόμενος στην Ελλάδα από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Από το 2014 άρχισαν να συρρέουν στην Ειδομένη πρόσφυγες Σύροι, Ιρακινοί και Αφγανοί πρόσφυγες κυρίως, αλλά και Μαροκινοί, Πακιστανοί και άλλοι, με σκοπό να διαβούν τα σύνορα και να εισέλθουν στην ΠΓΔΜ και να κατευθυνθούν προς τη Βόρεια Ευρώπη.
Το 2015 οι Αρχές της ΠΓΔΜ αποφάσισαν τη φύλαξη των συνόρων τους από το στρατό, ώστε να αποτρέπεται η είσοδος των προσφύγων. Έτσι το χωριό των 150 κατοίκων μετατράπηκε σ’ έναν απέραντο καταυλισμό, όπου καταλήγουν όλοι οι πρόσφυγες που εισέρχονται στην Ελλάδα, με τον αριθμό των εγκατεστημένων που φτάνει τις 5.000, ενώ κατά καιρούς και τις 10.000.
ΕΝΑ ΜΩΣΑΪΚΟ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ένα πανέμορφο ειδυλλιακό χωριό έχει μετατραπεί, εδώ και μήνες «σ’ έναν τόπο απερίγραπτης σύγχυσης, αγωνίας, απόγνωσης, αλλά και προσβολής του περιβάλλοντος».
«Άθελά σου σκέφτεσαι πως, αν ως διά μαγείας, εξαφανιστούν όλες αυτές οι ανόμοιες φιγούρες, θα μείνει ένας πελώριος σκουπιδότοπος.
Είδα ένα μωσαϊκό ανθρώπων, κυνηγημένων από τον εφιάλτη του πολέμου, να ζητούν μια ευκαιρία για μια νέα, ειρηνική ζωή για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Παιδιά να κοιμούνται το ένα πάνω στο άλλο. Άνθρωποι να περιμένουν ώρες στην ουρά για πέντε γουλιές νερό σε πλαστικό ποτήρι και να είναι ένα βήμα πριν την πηγή» είναι οι εικόνες που μας μεταφέρει ο γνωστός ομογενής Στάθης Γράψας, που πήγε εκεί ως εθελοντής με τους ανθρωπιστικούς οργανισμούς ΑΡΣΙΣ και ΠΡΑΞΙΣ.
«Είναι ένας τόπος που δοκιμάζονται τα ανθρώπινα όρια. Οι αντοχές των ανθρώπων, η δύναμη να παλέψουν και ν’ αντέξουν μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Να τσαλαβουτούν στα λασπόνερα, να προσπαθούν να προστατευτούν από τη βροχή και κυρίως να κρατηθούν στη ζωή, όταν, ακόμη και αυτά τα στοιχεία της φύσης, τα έχουν βάλει μαζί τους».
«Αυτά ισχύουν και τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε» μού υπενθυμίζει, σαν να μην ξέρω τι γίνεται, όταν οι πλαστικές σκηνές των προσφύγων έχουν φτάσει και μέχρι την Εθνική οδό.
«Δεν υπήρχαν σκηνές για όλους στην Ειδομένη. Ήταν εκεί 3.000 πρόσφυγες, αργότερα έγιναν 7.000. Μιλάμε για ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Να περιμένουν ώρες στην ουρά για ένα ψωμάκι με τυρί και μαρούλι, κάτι γιγαντάθρωποι και πίσω τους, αποσκελετωμένες γυναίκες και καροτσάκια με ανάπηρους, που απορείς πώς έφθασαν μέχρι εκεί. Να βλέπεις κάποιον να χαμογελά ευγενικά και να ευχαριστεί για τον άρτο τον επιούσιο -έστω και σ’ αυτήν τη μικρή δόση- και άλλον να τον πετά περιφρονητικά και να γυρίζει την πλάτη στον εθελοντή που -στο κάτω-κάτω- κάνει την (εθελοντική) δουλειά του».
«Με την ΑΡΣΙΣ δούλεψα με τα ανήλικα και ασυνόδευτα παιδιά, ενώ με την ΠΡΑΞΙΣ, βοήθησα στα συσσίτια.
Με τα παιδιά διαπιστώνεις ότι γνωρίζουν και νιώθουν πολύ περισσότερα από όσα περιμένεις. Πάρε, για παράδειγμα, το παιδί που ζωγράφισε τη σημαία του Λιβάνου σε εικόνα καρδιάς χωρισμένης στα δύο. Στον πόλεμο και στην ειρήνη. Αυτό το μικρό παιδάκι ξέρεις ότι δεν θα περάσει τα σύνορα γιατί δεν είναι από τη Συρία, το Αφγανιστάν ή το Ιράκ. Από την καρδιά που ζωγράφισε, όμως, βλέπουμε ότι τον πόλεμο τον έχει ζήσει».
ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥΣ
«Έβλεπα να κοιτάζουν στα μάτια τη μάνα τους για να δουν αν αντέχει ακόμα. Επίμονα, ερευνητικά, προσπαθώντας να φτάσουν, σού έδιναν την εντύπωση, στα άδυτα της ψυχής της. Να μετρήσουν τις αντοχές της, αλλά και να βρουν αν υπάρχει φως ελπίδας στην καρδιά της. Κι εκείνη, να διαβάζει απόλυτα τους στοχασμούς τους, να φωτίζεται το βλέμμα της, να χαμογελά σαν να πρόκειται να συμβεί, σύντομα, κάτι που θα ακύρωνε το χτες και θα άνοιγε έναν δρόμο για μια ειρηνική ζωή στο αύριο.
Μετά, κάτι που δεν θα σβήσει από μέσα μου, ποτέ, το βλέμμα ευγνωμοσύνης, το ζεστό χαμόγελο και το πηγαίο «ευχαριστώ» σε μένα, που έδωσα, έστω και για λίγες ώρες, χαρά στα παιδιά τους. Που είχαν την ευκαιρία, να παίξουν, να γελάσουν, να ονειρευτούν. Έστω και μέσα σ’ αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, με τη βροχή να χτυπά αλύπητα την πλαστική σκηνή, απειλώντας να μπει μέσα, τα κορμάκια τους να τουρτουρίζουν από το κρύο και να βουλιάζουν στα λασπόνερα, μόλις τολμούσαν να βάλουν το πόδι τους έξω από την πόρτα-τρύπα της σκηνής.
Το κλίμα φορτισμένο, όλη αυτή την ώρα που ο Στάθης προσπαθεί να μου μεταφέρει την κατάσταση των προσφύγων στα σύνορα.
«Μιλάμε για δύο συρματοπλέγματα. Αυτά ορθώνονται μπροστά τους για να τους φράξουν το δρόμο σ’ ένα πιο ανθρώπινο αύριο. Βλέπεις ανθρώπους που βασανίζονται, οι ίδιοι και οι δικοί τους άνθρωποι, παιδιά ανήλικα ή γέροντες και άλλοι ανάπηροι, χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα, ούτε καν ένα μικρό αδίκημα. Το μόνο που ζήτησαν ήταν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη του πολέμου. Διερωτάσαι πόσο θα πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό, αλλά και πόσο θ’ αντέξουν».
Μιλάμε για ώρα τώρα γι’ αυτά τα πράγματα που ο Στάθης είδε και ένιωσε βαθιά, όπως θα πει, στο πετσί του.
Ξαφνικά, το βλέμμα του σκοτεινιάζει, μού φαίνεται περισσότερο και απροειδοποίητα, με «φέρνει» στο βράδυ που έφευγε από την Ειδομένη για τη Θεσσαλονίκη.
«Στην ουσία δεν ήθελα να φύγω. Μετά από τα όσα ζει κανείς εκεί, νιώθει ότι δεν έχει δικαίωμα να απομακρυνθεί.
Ήμουν αναγκασμένος να διανυκτερεύσω σε όχημα του εθελοντικού οργανισμού.
Εκεί είδα οικογένειες, μεσάνυχτα, να τις αδειάζει το λεωφορείο σ’ έναν χώρο όπου δεν υπήρχαν σκηνές, έβρεχε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ανάμεσά τους και ανήλικα παιδιά. Πόσο πιο αφιλόξενη μπορεί να γίνει μια χώρα, σκέφτεσαι, κάτω από απρόβλεπτες συνθήκες. Γιατί εκεί ήταν ανθρωπιστικές οργανώσεις, ήταν ο Ερυθρός Σταυρός και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπροστά όμως σ’ αυτό το ανθρώπινο τσουνάμι, ήταν αδύνατο να μπορέσουν να ικανοποιήσουν έστω και τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες όλων.
Ξαφνικά νιώθεις ένοχος γιατί κάθεσαι κουλουριασμένος σ’ ένα κάθισμα αυτοκινήτου, προφυλαγμένος από τη βροχή».
Σηκώνεται να φύγει, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι κάλυψε τα κυριότερα.
Θα μείνει όμως, όρθιος και χαμογελαστός για να μου θυμίσει ότι ο Έλληνας δεν παύει, και στις πιο αντίξοες συνθήκες να δείχνει τον ανθρωπισμό του: «Μέσα στην κρίση που έχει ισοπεδώσει τα πάντα στην Ελλάδα, σ’ ένα μικρό χωριό, με ελάχιστους πόρους, όπως είναι η Ειδομένη, οι άνθρωποι πρόσφεραν εκεί από το υστέρημά τους. Μάζευαν και έφερναν σε πλαστικές σακούλες, ρούχα για τα παιδιά, πουλόβερ πλεκτά και ζεστά σκεπάσματα. Έβλεπες ηλικιωμένες γυναίκες να έρχονται για να βοηθήσουν στο συσσίτιο. Να μην παίρνουν περισσότερα οι καπάτσοι και άλλοι να μένουν πίσω στην ουρά και τελικά να μη φτάνει το ψωμί για όλους. Απίστευτες σκηνές και εκφράσεις ανθρωπιάς που γεμίζουν την ψυχή σου ελπίδα για το αύριο» καταλήγει μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο ο Στάθης Γράψας.