ΓΙΑ τα «Εμφύλια πάθη» και την «Κοινοτοπία του Κακού» θα πούμε δυο κουβέντες σήμερα.
ΓΙΑ δύο εντελώς διαφορετικά βιβλία μεταξύ τους που τα συνδέει η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων.
ΤΟ πρώτο γράφτηκε από δύο Έλληνες πανεπιστημιακούς, τον Στάθη Καλύβα και τον Νίκο Μαραντζίδη και αναφέρεται στη δεκαετία του 1940 και τον εμφύλιο – που ουσιαστικά ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής και συνεχίστηκε μέχρι το 1949.
ΚΑΙ το δεύτερο από την Γερμανοεβραία φιλόσοφο, Χάνα Άρεντ, η οποία, ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού «The New Yorker», παρακολούθησε το 1961 τη δίκη του αρχιτέκτονα του ολοκαυτώματος Αδόλφου Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ.
Ο λόγος που επέλεξα να αναφερθώ στο θέμα, οφείλεται, κατά πρώτο λόγο, στα τηλεφωνήματα και τα σχόλια πέντε-έξι αναγνωστών, για τα όσα έγραψα στη στήλη των περασμένη βδομάδα και στο γεγονός ότι τούτες τις μέρες διάβασα το βιβλίο των Καλύβα και Μαραντζίδη που εκδόθηκε πριν λίγους μήνες και φέρει τον τίτλο «Εμφύλια Πάθη».
ΩΣ εκ τούτου και τηρουμένων των αναλογιών, η σημερινή στήλη μπορεί να εκληφθεί ως συνέχεια της προηγούμενης, για τις αιτίες που η πατρίδα μας δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει τις κακοδαιμονίες και τις παθογένειες του παρελθόντος της.
ΣΤΟ βιβλίο τους, οι δύο συμπατριώτες μας καθηγητές αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι ο εμφύλιος -που άρχισε το 1942 και κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 1946, πριν τελειώσει με τη νίκη της φιλομοναρχικής παράταξης το 1949-, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά συνέχεια του διχασμού που άρχισε το 1916 και πέρασε από διάφορα στάδια, μέχρι το 1942.
ΣΤΟ διάστημα των 25 χρόνων που μεσολάβησε, ο διχασμός μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών (και όχι μόνο) είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει η χώρα άλλη κυβέρνηση στον Βορρά και άλλη στον Νότο, να ζήσει την τραγωδία του ξεριζωμού του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, εκτελέσεις «προδοτών» και «αντιφρονούντων», πραξικοπήματα και στρατιωτικά κινήματα, με αποκορύφωμα τη δικτατορία του Μεταξά το 1936 και την εκτόπιση της αφρόκρεμας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα ξερονήσια.
ΜΕ άλλα λόγια, το έδαφος ήταν έτοιμο να δεχθεί έναν ακόμα εθνοκτόνο διχασμό. Λίγους μήνες μετά τη γερμανική κατοχή και πριν καλά-καλά οι διάφορες αντιστασιακές ομάδες που ιδρύθηκαν, αρχίσουν να πολεμούν τους κατακτητές, άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται και να σκοτώνονται μεταξύ τους.
ΣΤΟ επίκεντρο των συγκρούσεων αυτών, από την μια ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ που κατευθύνονταν από το ΚΚΕ και από την άλλη, οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις που δεν είχαν «προηγούμενα» μόνο εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά και μεταξύ τους, αφού ορισμένες από αυτές είχαν ιδρυθεί από βενιζελικούς αξιωματικούς, που είχαν λάβει μέρος στο κίνημα του 1935 και άλλες από φιλομοναρχικούς και άλλους ανεξάρτητους αντιστασιακούς.
ΤΟ ελληνικό αίμα που χύθηκε από το 1942 μέχρι και τα «Δεκεμβριανά» του 1944, ήταν περισσότερο από αυτό των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών.
ΣΥΝΕΒΗ δηλαδή και τότε ό,τι έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Αγώνα που ακολούθησε την Επανάσταση του 1821 κατά των Οθωμανών. Ένας νέος αιματηρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων που υποτίθεται ότι αγωνίζονταν εναντίον των κατακτητών.
ΚΑΙ ενώ όλοι ήλπιζαν ότι μετά την ήττα του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα, την κατάπαυση των εχθροπραξιών στις 6 Ιανουαρίου 1945 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας μετά από ένα μήνα (βάσει της οποίας ο ΕΛΑΣ «παρέδωσε» τον οπλισμό του) η κατάσταση θα ομαλοποιείτο, οι εξελίξεις διέψευσαν τους πάντες.
ΑΠΟ τον Μάρτιο του 1945 και παρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας που, εκτός από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, προέβλεπε και τον αφοπλισμό των ταγματασφαλιτών, των φιλομοναρχικών ομάδων και την παραπομπή στη Δικαιοσύνη των δοσίλογων και την απομάκρυνση από τον κρατικό μηχανισμό όσων συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, τα πράγματα ακολούθησαν το γνώριμο μονοπάτι του διχασμού και της καθολικής ρήξης.
Η τότε κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου και όσες ακολούθησαν (Πλαστήρα, Βούλγαρη, Σοφούλη και Τσουδερού), είτε γιατί δεν ήθελαν, είτε γιατί δεν μπορούσαν, δεν παρέπεμψαν σε δίκη τους δοσίλογους ,ούτε απομάκρυναν από τον κρατικό μηχανισμό τους συνεργάτες των Γερμανών.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, επειδή πίστευαν ότι ο ΕΛΑΣ δεν παρέδωσε όλο τον οπλισμό του και είχε ήδη προαποφασίσει να ξαναπάρει τα όπλα προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, όχι μόνο δεν αφόπλισαν τους ταγματασφαλίτες και τους φιλομοναρχικούς, αλλά άρχισαν να ενθαρρύνουν τη «λευκή τρομοκρατία» εναντίον των αντίπαλων τους.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ σημείωσαν και όλες οι προσπάθειες που έλαβαν χώρα το 1945 και μέχρι να προκηρυχθούν οι εκλογές για τις 31 Μαρτίου 1946 – στις οποίες το ΚΚΕ είχε δηλώσει αποχή και δεν έλαβε μέρος.
ΤΟΥΣ μήνες που ακολούθησαν τις εκλογές το ξεκαθάρισμα «λογαριασμών» μεταξύ των αντιμαχόμενων είχε πάρει τόσο βίαιες διαστάσεις που ο εμφύλιος ήταν πια αναπόφευκτος.
ΣΥΝΕΒΗ δηλαδή και στην πατρίδα μας ό,τι συμβαίνει σε παρόμοιες συνθήκες, στα ενδιάμεσα εμφυλίων σε ολάκερο τον κόσμο. Ακόμα και καλές προθέσεις να έχουν οι αντίπαλες πλευρές «να τα βρουν», οι ανασφάλειες που είχαν δεν τις άφηνε να εμπιστεύεται η μια την άλλη.
ΑΚΟΜΑ και όταν βλέπουν τις συμφορές να τούς χτυπούν την πόρτα, νομοτελειακά και παρά τα ιστορικά διδάγματα, δεν κάνουν πίσω. Το μίσος που έχει συσσωρευτεί, τους οδηγούσε αναπόφευκτα σε νέες σφαγές και στον όλεθρο.
Ο δεύτερος εμφύλιος, όπως και ο πρώτος, με τη βοήθεια των προγενέστερων διχασμών, δεν άφησαν μόνο πίσω τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές και μια κατεστημένη χώρα, αλλά και μια ολόκληρη παράδοση για το πώς πρέπει να λύνονται οι πολιτικές αντιπαραθέσεις.
ΕΤΣΙ, την πεπατημένη των δύο εμφυλίων της δεκαετίας του 1940, ακολούθησαν και οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της δεξιάς που είχε βγει νικήτρια, εξορίζοντας για 15 χρόνια τους αντιπάλους της και απομονώνοντάς τους από τον εθνικό κορμό.
ΒΗΜΑ-βήμα, φτάσαμε σιγά-σιγά, το 1967, στη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία και ακολούθησε ακόμα πιο πιστά το «δόγμα» των εμφυλίων του ’40, μέχρι που ήλθε η τελευταία εθνική καταστροφή (και το τέλος της) με την εισβολή των Τούρκων το 1974 στην Κύπρο.
ΓΙΑ την ώρα, όλα δείχνουν ότι δεν μας έχει ακόμα διδάξει τίποτα η Ιστορία. Και κατά τη γνώμη μου, δεν μας έχει διδάξει τίποτε, γιατί ποτέ δεν τη μάθαμε σωστά, για να κατανοήσουμε τις πραγματικές αιτίες για όλα όσα έλαβαν χώρα.
ΤΑ περισσότερα από τα βιβλία που γράφτηκαν για τους τελευταίους εμφύλιους, αλλά και για τον εναρκτήριο του ’21, γράφτηκαν από ανθρώπους που για ιδεολογικούς και πολιτικούς μόνο λόγους, υμνούσαν και δικαίωναν την παράταξή τους, φορτώνοντας όλες τις ευθύνες και τις ενοχές τους στους «άλλους».
ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ κατάφεραν να απαλλαγούν από τις παραταξιακές παρωπίδες και να αναφερθούν, έστω και φευγαλέα, στις πραγματικές αιτίες των εμφυλίων και τις τραγικές συνέπειές τους.
ΕΙΝΑΙ ακόμα τόσο πολύ φορτισμένη η κατάσταση, που οι προκαταλήψεις, οι μύθοι και τα στερεότυπα παραμένουν παντοδύναμα και αξεπέραστα, μέχρι τις μέρες μας.
ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος, που το βιβλίο των Καλύβα και Μαραντζίδη έγινε δεκτό με αμφιλεγόμενα σχόλια, κυρίως, από την αριστερά.
ΤΟΝ μεν Καλύβα που διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ, τον κατηγόρησαν ως αντικομουνιστή, τον δε Μαραντζίδη που είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και προέρχεται από αντιστασιακή οικογένεια, τον ξυλοκόπησαν τρεις… αγωνιστές του «αντιεξουσιαστικού» χώρου.
ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, το βιβλίο ήταν διαφωτιστικό για όσους είναι απαλλαγμένοι ώς ένα βαθμό από τις παραταξιακές μυθολογίες, με αναφορές και παραπομπές σε δεκάδες βιβλία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, για την αιματοβαμμένη δεκαετία του 1940.
ΑΝ μη τι άλλο, ήταν μια φιλόδοξη προσπάθεια -θα μπορούσα να πω- να παραμεριστούν οι ιδεολογικές και παραταξιακές προκαταλήψεις και να γραφεί μια μέρα η πραγματική ιστορία που θα φωτίσει τη σκοτεινή αυτή περίοδο.
ΠΟΤΕ θα γίνει κάτι τέτοιο, δεν ξέρω. Αν, όμως, λάβουμε υπόψη μας ότι χρειάστηκαν σχεδόν 150 χρόνια μέχρι οι ιστορικοί να αρχίσουν δειλά-δειλά να αναφέρονται στον εμφύλιο που ακολούθησε την Επανάσταση του 1821, ίσως χρειαστούν πολλά ακόμα χρόνια.
ΜΗΝ ξεχνάμε ότι η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν αυτή που κατόπιν απαίτησης του… δημοκρατικού λαού μας, κατέστρεψε τους φακέλους των ατόμων που είχαν λάβει μέρος στην αντίσταση.
ΕΤΣΙ στέρησε από τους ερευνητές και τους ιστορικούς του μέλλοντος την ευκαιρία να φωτίσουν -και από αυτή την οπτική γωνιά- τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τη σκοτεινή αυτή περίοδο.
ΕΠΕΙΔΗ προσωπικά με ενδιαφέρει περισσότερο η «γκρίζα ζώνη» της ιστορίας, δηλαδή ποιοι πραγματικά ήταν οι άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν στις εμφύλιες τραγωδίες, στο θέμα θα επανέλθω την ερχόμενη Πέμπτη, για να γράψω και πέντε λόγια για την «Κοινοτοπία του Κακού» της Χάνα Άρεντ, που αναφέρεται στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών.
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι τα «Εμφύλια Πάθη» είναι ένα βιβλίο 520 σελίδων και 75.000 λέξεων, οι οποίες και δεν μπορούν να συμπυκνωθούν σε 1.000 λέξεις.