Όταν το Νοέμβρη του 2014, η Τζένη Μικάκου ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των θεμάτων Οικογενειών, Νέων και Ανηλίκων, στην τότε νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Βικτώριας, ήταν πασιφανές ότι η ομογενής πολιτικός αναλάμβανε ένα από τα πιο δύσκολα πόστα στη δημόσια διοίκηση της Πολιτείας. Το μελάνι των ρεπορτάζ που κατήγγειλαν την ανικανότητα των αρμοδίων Αρχών να προστατέψουν παιδιά και άτομα νεαρής ηλικίας που βρίσκονταν υπό την κηδεμονία της Πολιτείας -κάνοντας λόγο ακόμα και για περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού τους-, δεν είχε καλά-καλά στεγνώσει. Η ομογενής υπουργός ήξερε πολύ καλά, ότι για να βελτιώσει την κατάσταση στο σύστημα προστασίας ανηλίκων (child protection services), θα έπρεπε να «βάλει» το μαχαίρι στο κόκκαλο, να αλλάξει δομές, να εξασφαλίσει κυβερνητικά κονδύλια, να αλλάξει την γραφειοκρατική κουλτούρα του συστήματος, να δημιουργήσει δικλείδες ασφαλείας και ελεγκτικά όργανα, προκειμένου να σπάσει το «απόστημα» που είχε μεταβάλει το συγκεκριμένο σύστημα σε «παγίδα θανάτου» για τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας, παιδιά και νέους που μεγάλωσαν μέσα σε αντίξοες και επιζήμιες για την ψυχική τους υγεία, ευζωία και πρόοδο, συνθήκες.

Παράλληλα, όπως και οι προκάτοχοί της, έτσι και αυτή εγκαλέστηκε να εργαστεί για κοινωνικές ομάδες για τα προβλήματα των οποίων η ευρύτερη κοινωνία -εμμέσως πλην σαφώς- «εθελοτυφλεί», ενώ πολλές φορές ακόμα και τα ίδια τα «θύματα» δεν αποκαλύπτουν το μέγεθος της δυστυχίας και των προβλημάτων τους καθώς αποτελούν ταμπού για την κοινωνία μας.

Και ας μου επιτραπεί η έκφραση, αλλά στο ίδιο «καζάνι βράζει» και η δική μας παροικία, όπως τα επίσημα χείλη διαβεβαιώνουν.

Πέρασαν 15 μήνες από τότε. Τα κυβερνητικά κονδύλια για το σύστημα Προστασίας Ανηλίκων υπό την εποπτεία της Τζένης Μικάκου αυξήθηκαν κατά $257 εκατ., το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας τέθηκε υπό έρευνα από Βασιλική Επιτροπή που θέσπισε η κυβέρνηση Andrews και στις 29 του Μάρτη η Επιτροπή θα παραδώσει τα πορίσματα και τις συστάσεις της προς την κυβέρνηση, η οποία, μάλιστα, έχει δεσμευθεί ότι θα τις υιοθετήσει όλες. Με βάση αυτά τα νέα δεδομένα, αλλά και το γεγονός ότι η ομογενής υπουργός έχει αποκτήσει πλέον μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα προβλήματα και τις δομές του συστήματος αλλά και για το κατά πόσο η παροικία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, θέσαμε στην υπουργό σχετικά ερωτήματα.

– Ανέλαβες έναν τομέα με πολύ σοβαρά προβλήματα. Την ίδια στιγμή, οι συγκεκριμένες υπηρεσίες που ανέλαβες να επιβλέψεις και να βελτιώσεις, σχετίζονται με μία από τις πλέον ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας, τα παιδιά και τους νέους μας. Από την μία πλευρά, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και οι χρήστες σκληρών ναρκωτικών αυξάνονται. Από την άλλη, ξέρουμε ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι αλληλένδετες και οι κύριοι λόγοι που καθιστούν πολλούς γονείς ακατάλληλους να φροντίσουν τα παιδιά τους, γεγονός που έχει ως άμεση συνέπεια αυτά να καταλήγουν στο σύστημα προστασίας ανηλίκων της Πολιτείας. Πώς εκτιμάς την παρούσα κατάσταση;

Εκ προοιμίου να πω, ότι παρά το δύσκολο της θέσης μου θεωρώ μεγάλη μου τιμή το γεγονός ότι μού ανατέθηκε το συγκεκριμένο Υπουργείο. Πιστεύω ότι μέσα απ’ αυτήν τη θέση μπορώ να επιτελέσω ουσιαστικό έργο για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Όντως, αυτό που εγώ βλέπω είναι οι συνέπειες που η οικογενειακή βία, η χρήση ναρκωτικών και οι ψυχικές ασθένειες, προκαλούν στις οικογένειες. Και, δυστυχώς, τα στοιχεία ζωγραφίζουν μία πολύ άσχημη εικόνα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ο αριθμός των αιτήσεων που έχουμε δεχθεί για παροχή κρατικής προστασίας σε ανήλικους και παιδιά, έχουν διπλασιαστεί. Υπολογίζουμε ότι ο αριθμός των αιτήσεων μόνο για το φετινό οικονομικό έτος θα φτάσει τις 100.000. Συνεπώς, οι ανάγκες για τις υπηρεσίες που προσφέρονται υπό την αιγίδα του Υπουργείου για το οποίο είμαι υπεύθυνη, αυξάνονται μέρα με τη μέρα.

– Οι ανάγκες αυξάνονται και μπορούμε να πούμε ότι αυτό που είδαμε εκ μέρους της κυβέρνησης Andrews, ήταν και η αύξηση των κονδυλίων τον τελευταίο χρόνο. Πού πήγαν αυτά τα χρήματα; 

Κατ’ αρχήν, πρέπει να πω ότι υιοθετήσαμε μία διαφορετική προσέγγιση ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες. Αρχίσαμε να επενδύουμε σε προγράμματα πρόληψης όπως, για παράδειγμα, προγράμματα συμβουλευτικής στήριξης σε άνδρες θύτες ενδοοικογενειακής βίας. Για την αύξηση αυτών των προγραμμάτων επενδύσαμε τον τελευταίο χρόνο $1 εκατ. Παράλληλα, $3,5 εκατ. διατέθηκαν για την παροχή ψυχολογικής στήριξης σε γυναίκες και παιδιά-θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Δώδεκα εκατομμύρια δολάρια χρησιμοποιήθηκαν στη θέσπιση ειδικών πακέτων στήριξης για γυναίκες και παιδιά που αναγκάζονται να «δραπετεύσουν» από το σπίτι τους πάλι λόγω περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Οι επενδύσεις μας σε προγράμματα πρόληψης δεν περιορίζονται όμως μόνο σ’ αυτόν τον τομέα. Είναι, όμως, ένα σημαντικό βήμα για να βοηθήσουμε τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, να μην καταλήξουν στο δρόμο. Τα ερωτήματα… ‘γιατί οι οικογένειες αυτές αντιμετωπίζουν προβλήματα; Τι μπορεί να γίνει άμεσα για να βοηθηθούν; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά που χρειάζεται να φροντίσουμε, να έχουν μία φυσιολογική ζωή αλλά και να νιώθουν ασφάλεια στα χέρια της Πολιτείας;’ είναι οι βασικοί πυλώνες της πολιτικής που εφάρμοσα και στα οποία προσπαθώ να απαντήσω, ουσιαστικά μέσα από τις αλλαγές που έχουμε ήδη κάνει στο σύστημα και που θα προωθήσουμε εντός των επομένων μηνών. Δεν θέλουμε τα παιδιά μας να καταλήγουν στην προστασία της Πολιτείας. Κανένα παιδί δεν είναι ευτυχισμένο μακριά από την οικογένειά του. Πρωταρχικός μας στόχος είναι να στηρίξουμε την οικογένεια ως σύνολο.

-Παρ’ όλα αυτά ένας σχετικά σημαντικός αριθμός παιδιών απομακρύνεται από την οικογένειά του και αυτό είναι γεγονός. Και οι καταγγελίες για συστημικά προβλήματα στις υπηρεσίες που έχουν δεσμευθεί να τα προστατεύσουν, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης για το ότι υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό. Δεν νοείται να παίρνεις ένα παιδί από το σπίτι του με τα όποια τραύματα φέρει και να τού δημιουργείς νέα. Τι γίνεται προς αυτήν την κατεύθυνση;

Ναι, είναι γεγονός, ότι αυτή τη στιγμή 8.000 παιδιά και νέοι άνθρωποι βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Πολιτείας, 400 εξ αυτών φιλοξενούνται σε ιδρύματα και τα υπόλοιπα από ανάδοχους φροντιστές ή συγγενείς τους, για τη φροντίδα των οποίων είμαστε υπεύθυνοι και παρέχουμε επιδότηση. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι το πιο σωστό και υγιές περιβάλλον για να ζήσει ένα παιδί είναι το οικογενειακό, συνεπώς, αυτό που θέλω να επιτύχω είναι να βγάλω τα παιδιά αυτά από τα ιδρύματα όπου και παρατηρήθηκαν κατά καιρούς τα προβλήματα που ανέφερες. Θέλω να βρεθούν ανάδοχοι φροντιστές (foster carers) για όλα αυτά τα παιδιά. Και προσθέτω, ότι μιλάμε για ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας που έχουν ζήσει εξαιρετικά τραυματικές εμπειρίες και φέρουν σοβαρά και βαθιά τραύματα κατά συνέπεια η συμπεριφορά τους κάποιες φορές μπορεί να είναι από μη συμβατική έως και προκλητική. Μέχρι να το επιτύχουμε αυτό αρχίσαμε να δουλεύουμε ώστε τουλάχιστον να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσής τους στα ιδρύματα. Για παράδειγμα θέσπισα τους απροειδοποίητους ελέγχους σε ιδρύματα που φιλοξενούν νέους και παιδιά που βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Πολιτείας. $16 εκατ. δαπανήθηκαν στην επάνδρωση των ιδρυμάτων αυτών με προσωπικό κατά τις νυκτερινές ώρες ώστε να υπάρχει συνεχής επίβλεψη των ανήλικων ενοίκων. Εκείνο, όμως, που διαπίστωσα είναι η άγνοια που επικρατεί στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο για τα προγράμματα ανάδοχων φροντιστών. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας που αν γνώριζαν ότι μπορούν να βοηθήσουν και τις επιλογές που έχουν αν θέλουν να γίνουν ανάδοχοι φροντιστές, θα το έκαναν. Μέσα στις πρώτες 100 μέρες ανάληψης των καθηκόντων μου ανακοίνωσα την πολιτική της κυβέρνησης για την προσέλκυση περισσότερων αναδόχων οικογενειών. Στο πλαίσιο αυτής δημιουργήσαμε μία ιστοσελίδα, το www.fosteringconnections.com.au που δεν παρέχει απλώς πληροφορίες από όσους ήδη είναι ανάδοχοι φροντιστές για την εμπειρία τους ή όσους ενδιαφέρονται, αλλά συνδέει όλους τους οργανισμούς που αναλαμβάνουν την εκπαίδευση και την στήριξη των ανάδοχων φροντιστών. Καλώ όλους να την επισκεφθούν. Η Πολιτεία αποζημιώνει όποιον αποφασίσει να αναλάβει αυτό το καθήκον. Πρέπει να πω ότι ο καθένας μας μπορεί να γίνει ανάδοχος φροντιστής, αρκεί να πληρεί κάποιες βασικές προϋποθέσεις με τη βασικότερη όλων να είναι αυτή της ‘στοργικής καρδιάς’ και της διάθεσης για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω ότι στο πλαίσιο αυτής της συστημικής μεταρρύθμισης εντάσσεται και η αναβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών που έχει πλέον στη διάθεσή της η Επιτροπή για Παιδιά και Νέους. Η Επιτροπή μετά τη σχετική μεταρρύθμιση που προωθήσαμε και πρόσφατα επικύρωσε το Κοινοβούλιο, όταν κρίνει ότι απειλείται η ασφάλεια των παιδιών και ανηλίκων νεαρών που βρίσκονται υπό την προστασία της Πολιτείας σε ιδρύματα, σε ανάδοχες οικογένειες ή σε αναμορφωτήρια λόγω κάποιας καταδίκης, θα δρα πλέον ανεξάρτητα και θα μπορεί να επεμβαίνει διεξάγοντας τη δική της έρευνα και ελέγχοντας τα πεπραγμένα των κυβερνητικών υπηρεσιών.

-Αναφέρθηκες διεξοδικά στη σωρεία των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν πολλές οικογένειες της Πολιτείας μας. Μπορείς να μας δώσεις μία εικόνα για το αν διαπιστώνεις ότι το ίδιο ισχύει και για πολλές οικογένειες συμπαροίκων; 

Δυστυχώς, η ενδοοικογενειακή βία και τα προβλήματα που βιώνουν οι οικογένειες λόγω των ναρκωτικών, αφορούν και υπάρχουν σε κάθε κοινωνική ομάδα, ανεξάρτητα από την πολιτισμική τους καταγωγή. Η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά ονόματα εμφανίζονται συχνότατα στους «προβληματικούς» καταλόγους, τον τελευταίο καιρό. Δεν μπορώ να αναφερθώ σε αριθμό, και είναι πολλοί, οι παππούδες και οι γιαγιάδες που έχουν αναλάβει τη φροντίδα των εγγονιών τους είτε γιατί οι γονείς τους έχουν προβλήματα με το νόμο, τα ναρκωτικά είτε, γενικότερα, δεν είναι σε θέση να τα φροντίσουν. Μπορώ, όμως, να κάνω τη διαπίστωση, ότι το φαινόμενο των οικογενειών σε κρίση αυξάνεται δυστυχώς στην παροικία μας. Στα τέλη Μαρτίου, η Βασιλική Επιτροπή θα παραδώσει στην κυβέρνηση τις συστάσεις της. Ξέρω ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας έγιναν εισηγήσεις προς αυτή και αναφέρθηκαν πολλές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας σε ελληνικές οικογένειες. Πολλές απ’ αυτές αφορούν την κακοποίηση μητέρων ελληνικής καταγωγής από τα παιδιά τους που είχαν προβλήματα με τα ναρκωτικά, αλλά και άλλες. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτή η αύξηση οφείλεται σε δύο λόγους. Κατ’ αρχήν, ως παροικία έχουμε αρχίσει να μιλάμε γι’ αυτά τα ζητήματα, κάτι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα θεωρούσαμε ταμπού, συνεπώς, βλέπουμε πιο συχνά παρόμοιες αναφορές να δημοσιοποιούνται. Μετά πιστεύω, ότι αυτή η έννοια της κοινότητας που συντήρησαν οι πατεράδες μας, αυτοί οι δεσμοί που, μεταξύ άλλων, λειτουργούσαν ως ασπίδα, αλλά και αρωγός, έχουν αρχίσει πλέον να χάνονται και μαζί τους χάνεται και η στήριξη που προσέφεραν. Δεν λέω ότι στις οικογένειες των Ελλήνων μεταναστών της δεκαετίας του ’50 και του ’60 δεν υπήρχαν προβλήματα, ότι δεν υπήρχαν πολλές γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας που δεν τόλμησαν ποτέ να ζητήσουν βοήθεια, αλλά αυτό που βλέπω σήμερα είναι ότι τα προβλήματα στους τρίτης και τέταρτης γενιάς συμπατριώτες μου αυξάνονται συνεχώς. Δυστυχώς, αυτή είναι η «θλιβερή» εικόνα και είναι μία εικόνα που η ευρύτερη κοινωνία αγνοεί την ύπαρξή της.