Σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Μάνη παρέμεινε στην πραγματικότητα απόρθητη, παρά τις επανειλημμένες απόπειρες των Τούρκων για την υποδούλωσή της. Μάλιστα, από το 1776, ανακηρύχθηκε σε ημιανεξάρτητη φόρου υποτελής ηγεμονία. Τη διοίκησή της αναλάμβανε ένας από τους καπεταναίους της περιοχής, που διοριζόταν μπέης και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
Η Μάνη είχε γίνει «το μεγαλύτερον φόβητρον των Τούρκων και το καταφύγιον των Ελλήνων», καθώς λόγω του ιδιότυπου αυτού καθεστώτος στην επικράτειά της υπήρχαν μόνιμες ανεξέλεγκτες δυνάμεις ενόπλων ανδρών, που αποτελούσαν και τους μοναδικούς έμπειρους πολεμιστές στην Πελοπόννησο.
Παρά τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της περιοχής κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας, σημειώθηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα και οργανώθηκε η καθολική συμμετοχή των Μανιατών στη μεγάλη επανάσταση. Τον Οκτώβριο του 1819, οι αρχηγοί συγκεντρώθηκαν στις Κιτριές στο σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και υπέγραψαν συμφωνία για συνεννόηση και κοινή προετοιμασία. Επί πλέον, πολλοί Μανιάτες καπεταναίοι, και ο ίδιος ο Πετρόμπεης έσπευσαν να μυηθούν στη Φιλική Εταιρεία, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι, οποιαδήποτε καθολική εξέγερση των Ελλήνων έπρεπε να στηριχθεί στη Μάνη.
Από τις αρχές του 1821 επικρατούσε πολεμικός αναβρασμός στην περιοχή, όπως και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ακολουθώντας τις εντολές της Φιλικής Εταιρείας είχαν έλθει στη Μάνη ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι οποίοι περιφέρονταν στα χωριά και στρατολογούσαν τους κατοίκους.
Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους και προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν τρόφιμα για τους πολεμιστές, ενώ οι οπλαρχηγοί κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες να εξασφαλίσουν μολύβι και μπαρούτι, να συγκεντρώσουν πολεμιστές και να συγκροτήσουν σώματα.
Την 17η Μαρτίου 1821, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μανιατών οπλαρχηγών στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων. Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων» και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη Επαναστατική Σημαία, πρόχειρα κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη), και στην κάτω «Ταν ή επί Τας». Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, μαζί με τον Πετρόμπεη, ορκίσθηκαν ότι ενωμένοι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους.
Το νέο της κήρυξης της επανάστασης διαδόθηκε από τη Μάνη στην υπόλοιπη Πελοπόννησο.
Σημειώθηκαν δύο εξορμήσεις των Μανιατών. Η πρώτη, από τους αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης υπό τους Γρηγοράκηδες προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά το απόγευμα του Σαββάτου 19 Μαρτίου.
Η δεύτερη από τους αρχηγούς της Δυτικής Μάνης υπό τον Πετρόμπεη που κινήθηκαν προς την Καλαμάτα. Πρώτος μπήκε στην πόλη την 20ή Μαρτίου ο γιος του Πετρόμπεη Ηλίας, με την πρόφαση ότι θα ενίσχυε την τοπική τουρκική φρουρά. Την επόμενη ημέρα ακολούθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί και την 23η Μαρτίου κατέλαβαν αναίμακτα την πόλη και παρακολούθησαν την πρώτη επίσημη δοξολογία.
Στη συνέχεια, συνέταξαν την προκήρυξη, που υπέγραφε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, με την οποία γνωστοποιούσαν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις την απόφαση του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και ζητούσαν τη συνδρομή τους.