Μελβούρνη – Διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών

Στην πιο βιώσιμη πόλη στον κόσμο, όπως έχει χαρακτηριστεί η Μελβούρνη από τον "Economist", σίγουρα αποτελεί σχήμα οξύμωρο να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Στην πιο βιώσιμη πόλη στον κόσμο, όπως έχει χαρακτηριστεί η Μελβούρνη από τον “Economist”, σίγουρα αποτελεί σχήμα οξύμωρο να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Σε μια εκτενή μελέτη, η οποία θα δημοσιοποιηθεί στο τέλος του χρόνου, οι οικονομολόγοι της εταιρίας SGS, υποστηρίζουν ότι “αν η Μελβούρνη δεν λάβει τα μέτρα της σήμερα, με μεγάλα έργα υποδομής, βαδίζουμε σταθερά στη λεωφόρο προς την κόλαση”.

Αναφορικά με την ηλικία της Πολιτείας, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Βικτώρια μεγαλώνει, με τον αριθμό των εργαζομένων να συρρικνώνεται και τις απαιτήσεις στην υγεία και τη φροντίδα των ηλικιωμένων να αυξάνονται δραματικά.

Η μείωση του εργατικού δυναμικού σημαίνει ότι περισσότερες θέσεις εργασίας καταλαμβάνονται από μετανάστες.

Από τα μέσα του 2000, πάνω από 70.000 άτομα ετησίως έρχονται να κατοικήσουν στη Μελβούρνη, περισσότεροι από οποιαδήποτε άλλη πόλη της Αυστραλίας. Η τάση αυτή δεν είναι, βέβαια, χωρίς συνέπειες, δεδομένου ότι η πλειονότητα των νεοφερμένων εγκαθίστανται στο κέντρο ή σε μικρή απόσταση από αυτό γεγονός που προκαλεί οδική συμφόρηση και προβλήματα στη δημόσια συγκοινωνία για να αναφερθούμε στα πλέον οφθαλμοφανή.

ΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Το γεγονός ότι η Βικτώρια έχει μετατραπεί από τη μεγαλύτερη βιομηχανική Πολιτεία της Αυστραλίας που ήταν κάποτε, σε κέντρο υπηρεσιών, όπως η παιδεία και οι τράπεζες, που βρίσκονται κυρίως στο κέντρο της Μελβούρνης, έχει μεγάλη επίδραση και στις διακυμάνσεις των τιμών της κτηματαγοράς.

Οι τιμές των σπιτιών που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το κέντρο και πλησίον στη δημόσια συγκοινωνία έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, αναγκάζοντας τους χαμηλόμισθους να κατοικήσουν στα εξωτερικά προάστια, γεγονός που συντείνει στην διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Επιπλέον, στα εξωτερικά προάστια έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα, η ενδοοικογενειακή βία, οι χρόνιες ασθένειες και τα προβλήματα ψυχικής υγείας.

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στο Whittlesea, το 18% των κατοίκων ξοδεύουν πάνω από δύο ώρες τη μέρα για να πάνε στη δουλειά τους, ενώ ο μέσος όρος σε άλλες περιοχές, πλησιέστερα στο κέντρο, είναι 11,6% των κατοίκων τους. Στην ίδια περιοχή, επίσης, οι άνθρωποι αποπληρώνουν μεγαλύτερα δάνεια και είναι υψηλότερο το ποσοστό εκείνων που υποφέρουν από άγχος, είναι άνεργοι και είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Εκτιμάται ότι στα εξωτερικά προάστια η έλλειψη πρόσβασης στη δημόσια συγκοινωνία, δύσκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες και οι συνεχώς αναρριχόμενες τιμές των σπιτιών, διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των εχόντων και μη. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο προβλέπεται ότι θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στο μέλλον.

Να πούμε ότι οι διάνοιες του “Economist” χρησιμοποιούν 30 κριτήρια για κάθε βαθμό από τους 100. Η Μελβούρνη πήρε 97,5 βαθμούς, ενώ ακολουθεί η Βιέννη με 97,4 και το Βανκούβερ με 97,3.

Μεταξύ των κριτηρίων είναι η απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων, πολεμικές συρράξεις, πρόληψη εγκληματικών πράξεων, το κλίμα, τα σπορ, ο πολιτισμός, τα καταναλωτικά αγαθά, ιδιωτική παιδεία, συγκοινωνιακό, υγεία και στεγαστικό.

Όπως υποστηρίζουν οι κριτές, οι 10 κορυφαίες πόλεις από τις οποίες οι επτά βρίσκονται στην Αυστραλία και τον Καναδά, είναι μετρίου μεγέθους, με σχετικά χαμηλό πληθυσμό. Το σκεπτικό είναι ότι πόλεις με συγκριτικά χαμηλό πληθυσμό προσφέρουν ψυχαγωγικές δραστηριότητες, δεν έχουν υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας και επιβαρυμένο σύστημα υποδομών.

Από την άλλη πλευρά, μεγάλα επιχειρηματικά κέντρα, ενδέχεται να γίνουν… θύματα της επιτυχίας τους.

Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι και το Τόκιο, είναι όλα εντυπωσιακά κέντρα που σφύζουν από ζωή και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, σημειώνουν όμως υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, συγκοινωνιακής συμφόρησης και δημόσιας συγκοινωνίας που αποκλείονται από μόνα τους από την κορυφή των πλέον βιώσιμων πόλεων του κόσμου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι άλλες έρευνες χρησιμοποιούν διαφορετικά κριτήρια και επομένως το αποτέλεσμα διαφέρει. Αυτά συμπεριλαμβάνουν ασφάλεια και εγκληματικότητα, ηλιοφάνεια, αρχιτεκτονική, δημόσια συγκοινωνία, ανεκτικότητα, πρόσβαση στη φύση και στην ιατρική φροντίδα. Τοποθετεί τη Μελβούρνη στην τρίτη σειρά, μετά την Κοπεγχάγη και το Τόκιο.

Στο ερώτημα αν η ζωή στη Μελβούρνη γίνεται με την πάροδο του χρόνου καλύτερη οι οικονομολόγοι της εταιρείας SGS εξέτασαν πάνω από 50 παράγοντες. Από το εισόδημα των Μελβουρνιωτών, την εξισορρόπηση μεταξύ εργασίας και τρόπου ζωής, την υγεία και την ποιότητα του περιβάλλοντος της πόλης τα τελευταία 10 χρόνια. Εξακρίβωσαν ότι 10 είχαν επιδεινωθεί, 18 έμειναν σταθερά οι ίδιοι, ενώ οι υπόλοιποι είχαν αναβαθμιστεί.

ΤΕΙΧΟΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Η έρευνα όμως αποκάλυψε ένα “τείχος ευτυχίας” που έδειχνε ότι εκείνοι οι οποίοι αποπλήρωναν το σπίτι τους σε μια καλή περιοχή και είχαν σταθερή επαγγελματική απασχόληση υπήρξαν πολύ ευτυχείς την περασμένη δεκαετία.

Αντίθετα, εκείνοι οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν την πρώτη τους δουλειά, ή που η οικογένιά τους είχε χαμηλό εισόδημα, η ζωή παρουσίαζε πολλές προκλήσεις.

Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο και κορυφαίο οικονομολόγο της SGS, Terry Rawnsley, αν οι τάσεις αυτές συνεχιστούν, θα υπάρξουν μεγάλα ερωτηματικά για το κατά ‘πόσο η Μελβούρνη θα εξακολουθήσει να έχει τον τίτλο της πιο βιώσιμης πόλης του κόσμου.

Οι ερευνητές της ίδιας εταιρίας, δήλωσαν ότι το κλιματικό εμπνέει εμπιστοσύνη στο μέλλον, δεδομένου ότι έχει βελτιωθεί με φανερή πτώση των ατμοσφαιρικών ρύπων, μικρότερες ποσότητες χρήσης ύδατος, και λιγότερα απορρίμματα. Η ανεργία στη Μελβούρνη έχει αυξηθεί, το αίσθημα όμως ασφάλειας των πολιτών στην περιοχή τους δείχνει ότι έχει αυξηθεί, 96% δε των Μελβουρνιωτών δήλωσαν ότι είχαν κάποιον στον οποίον μπορούσαν να προσφύγουν σε ώρα ανάγκης.

Ο Terry Rawsley τόνισε, ότι σύμφωνα με την έρευνα διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, με κύριο διαχωριστικό παράγοντα την απόκτηση στέγης. Κατακόρυφη η αύξηση εκείνων που αδυνατούν να αγοράσουν σπίτι και κάθετη η πτώση αυτών που έχουν αποπληρώσει το σπίτι τους.

Ο ίδιος εκτιμά ότι αν δεν γίνουν στη Μελβούρνη μεγάλα έργα υποδομής με γνώμονα τον ανθρώπινο παράγοντα , η πόλη θα γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμη ενώ θα διευρύνεται συνεχώς το χάσμα μεταξύ εχόντων και μη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του 1980 η βιομηχανία αποτελούσε το ένα τέταρτο της οικονομίας στη Βικτώρια. Σήμερα εκπροσωπεί μόνο το 8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Ενδεικτικά, πέρυσι, οι τομείς υγείας, εκπαίδευσης και ανοικοδόμησης, είχε προβλεφθεί ότι θα είναι οι τρεις ταχύτερα αναπτυσσόμενοι τομείς τις επόμενες τρεις δεκαετίες.

Η μεγαλύτερη δε και πλέον εντυπωσιακή ανάπτυξή τους θα σημειωθεί στο κέντρο της πόλης και στα εσωτερικά προάστια.