ΣΕ ΜΙΑ εποχή κατά την οποία η συλλογική μας κατάθλιψη σφυρηλατείται σε γκρίζο γρανίτη, μόνο ευγνωμοσύνη νιώθεις για όποιον, για ό,τι σου προσφέρει μια βαθιά ανάσα. Η φωνή ενός φίλου απ’ τα παλιά, ένα αναπάντεχο SMS, ένα τραγούδι που κάποτε σε διεκδίκησε, ένα χαμόγελο, ένας στίχος, μια μνήμη, ένα χτες, ένα βλέμμα, ένας προβολέας. Ο προβολέας που φωτίζει τη σκηνή. Και την ψυχή σου.
Οι προβολείς φώτισαν την ψυχή μου στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν» με τον «Μπαμπά» του Σταμάτη Φασουλή. Μπήκα στην αίθουσα σέρνοντας πίσω μου, σαν σκισμένο πέπλο, έννοιες και βάσανα κι ένα αδιέξοδο με διέξοδο του κώλου. Σκισμένο πέπλο οι κόμποι στον λαιμό, κάτι δάκρυα-μισές δουλειές κι αυτό το πλάκωμα στο στήθος, ρε παιδί μου. Σκισμένο πέπλο το «ωχ μάνα μου» που στενάζει αλλά δεν λυτρώνει. Και ναι, φίλες μου, είναι γεγονός: η συλλογική κατάθλιψη τώρα και σε ατομική συσκευασία, μόνο για όσους τηλεφωνήσουν τα επόμενα 20 λεπτά.
Σβήσαν τα φώτα και βγήκε ο Σταμάτης στη σκηνή. Ο Μπαμπάς. Ένας Μπαμπάς που – όπως λέμε, χαμηλώνοντας τη φωνή – «αρχίζει να τα χάνει». Τα στιβαρά χρόνια πίσω του, τα ζοφερά μπροστά του. Μέσα από τη μεγάλη ερμηνεία – στο τσακ κρατιέμαι να μη βάλω κεφαλαία «Μεγάλη Ερμηνεία» – του Σταμάτη Φασουλή, το Αλτσχάιμερ ξεδιπλώνεται μπροστά μας απογυμνωμένο από κάθε πολιτική ορθότητα.
Ο Μπαμπάς του Σταμάτη, ο Γάλλος Αντρέ, είναι σπαρακτικός και ξεκαρδιστικός μαζί. Άγριος και τρυφερός, μοναχικός και χαριτωμένος, τσαμπουκάς και φοβισμένος, μικρός και μεγάλος, γέρος και παιδί. Δίπλα του, στον ρόλο της κόρης, η Μαρίνα Ασλάνογλου των σπάνιων ημιτονίων στηρίζει και σαστίζει με τον άντρα που κάποτε ήταν ο γονιός της και τώρα είναι το παιδί της…
Στο έργο του Φλοριάν Ζελέρ – μια «τραγική φάρσα» το χαρακτηρίζει ο ίδιος – ο θεατής παρακολουθεί τα δρώμενα όχι όπως είναι, αλλά όπως τα βλέπει ο ήρωας. Ο Μπαμπάς. Που άλλοτε αναγνωρίζει και άλλοτε προσποιείται ότι αναγνωρίζει κόρες, γαμπρούς, νοσοκόμες, σπίτια, κλινικές, αντικείμενα, πρόσωπα, χώρους, χρόνους, θραύσματα του Παρελθόντος, ψήγματα του Παρόντος. Κι ένα Μέλλον που είναι πίσω του. Και το ξέρει.
Στο Λονδίνο οι κριτικές για το έργο ήταν διθυραμβικές:
«Η πιο έξυπνη και αιφνιδιαστική παράσταση της χρονιάς», «The Times»
«Σπαρακτική… βαθύτατα συγκινητική», «The Independent».
«Τρομερή, γοητευτική, παιχνιδιάρικη», «The Guardian».
«Βαθιά συγκινητική και σκοτεινά κωμική», «Londonist».
Κι επειδή έτυχε να δω την αγγλική παράσταση, ένα έχω να πω: η ελληνική είναι μακράν -μακράν όμως!- καλύτερη. Ο Σταμάτης, η Μαρίνα, ο θίασος κι εμείς οι θεατές σαν να συμμετείχαμε σε μια συνωμοσία να το πω; Μυσταγωγία να το πω;
Σαν να μοιραζόμαστε μνήμες. Πρόσωπα δικά μας, αγαπημένα – τόσο κραταιά κάποτε… Η γιαγιά όταν «αρχίζει να τα χάνει». Όταν γίνεται κι εκείνη Αντρέ, όπως ο Μπαμπάς του Σταμάτη. Όταν βλέπουμε τη λάμψη της, το κοφτερό μυαλό, το χιούμορ της, τα όλα της, τα πάντα της να γλιστράνε μέσα απ’ τα δάχτυλά της… Μέσα απ’ τα δάχτυλά μας… Όλοι είχαμε, έχουμε έναν Αντρέ. Κάποιοι από μας θα γίνουμε Αντρέ. Και το ξέρουμε. Και μας φοβίζει αυτό. Όπως φοβίζει και τον Αντρέ.
Καλοκαίρι του 1973 πρωτογνώρισα τον Σταμάτη Φασουλή. Εγώ στα 18, εκείνος στα 20 κάτι. Άλσος Παγκρατίου, Ελεύθερο Θέατρο, επιθεώρηση «Κι εσύ χτενίζεσαι». Στην υπόκλιση με κοίταξε από τη σκηνή στην πλατεία και μου χαμογέλασε. Έτσι, χωρίς λόγο.
Το χαμόγελό του το παίρνω μαζί μου στα ζόρια της ζωής μου. Αυτόν τον μεγάλο θεατράνθρωπο, χρόνια (μας) τώρα, τον ακολουθώ πιστά. Ίσως έχω χάσει κάποιες σκηνοθεσίες του. Ποτέ όμως – ποτέ λέμε! – δεν έχω χάσει ερμηνεία του. Γιατί ο Σταμάτης Φασουλής είναι ένας μεγάλος ηθοποιός. Και ο Μπαμπάς του, για άλλη μια φορά, θριαμβικά το επικυρώνει.
Σε μια εποχή κατά την οποία η συλλογική μας κατάθλιψη σφυρηλατείται σε γκρίζο γρανίτη, ανείπωτη η ευγνωμοσύνη που αισθάνεσαι για όποιον, για ό,τι σου προσφέρει μια βαθιά εισπνοή.
Κι εγώ σου είμαι ευγνώμων, Σταμάτη.
Μια γυναίκα απ’ την πλατεία.