Κυριακή απόγευμα, μέρα χαρά Θεού, και όλοι οι τυχεροί του Θεού στην αιγιοπελαγίτικη αυλή του Γιάννη και της Μαρίας Καράμπελα , με τα σταφύλια, τα ρόδια και τα γεράνια, για να πουν τα χρόνια πολλά στον οικοδεσπότη, τον … νέο των 90 χρόνων!
Ο γιατρός Σπύρος Μωραϊτης, μεταξύ των εκλεκτών, ο Φρανκ Κίζιλος (που είχα δεκαετίες να δω), ο Ηλίας Δούφας, κουμπάρος του εορτάζοντα να απαιτεί έκφραση (τουλάχιστον) ευγνωμοσύνης, γιατί εκείνος τού συνέστησε τη σύντροφο. Ο Πέτρος Πατιστέας, ανεξάντλητο χιούμορ και ιστορίες παγκόσμιου βεληνεκούς, κυρίες υπέρκομψες, νέοι της τρίτης και τέταρτης γενιάς, συγγενείς των οικείων, κυρίως, δημιουργούσαν μια πελώρια παρέα, ανομοιογενή μεν, όμως τόσο μα τόσο δεμένη αυτή την ξεχωριστή μέρα.
«Καλά είναι δυνατόν ένας τόσο ανθηρός ενενηντάρης;» διερωτάται η κυρία δίπλα μου. «Καλά, ούτε κατά διάνοια» δίνει μόνη της την απάντηση, γιατί όντως ο Γιάννης Καράμπελας, ο γνωστός μαιτρ της μόδας, προ δεκαετιών, φαίνεται να έχει κάνει ειδική συμφωνία με τον χρόνο να είναι όσο το δυνατόν πιο φιλικός γίνεται μαζί του.
90 ΔΙΑ ΤΟΥ 2!
«Μερικοί κακεντρεχείς με κάνουν εβδομηντάρη!» λέει με χιούμορ, ενώ συνομήλικός του επιμένει ότι «τον κάνει 90 διά του 2!»
Ο ίδιος περιφέρεται περιχαρής και μού υπενθυμίζει να «μη χάσω το γουρουνάκι και το αρνάκι στη σούβλα» που «όπου νά ‘ναι θα είναι έτοιμα». Φίλη της οικογένειας, μου συστήνει το ντιπ με ροκφόρ, ενώ οι πιατέλες με τα μυτιληνιά αμυγδαλωτά, τις μπλατσέτες, τις δίπλες, τον μπακλαβά με αμύγδαλο και τις παβλόβες κάθε μεγέθους και καλύμματος, είναι εκεί για να μας θυμίζουν ότι θα πρέπει να ξεχάσουμε τη δίαιτα αυτή τη μοναδική μέρα!
Προσωπικά, απολαμβάνω την ατμόσφαιρα, ο νους μου όμως τρέχει πίσω σε μια συνέντευξη που μού ‘δωσε ο εορτάζων, προ καιρού για να κάνω το πορτρέτο του.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΝΤΑΛΟΦΟ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
Ο Γιάννης Καράμπελας γεννήθηκε στο Πεντάλοφο Κοζάνης τον Μάρτιο του 1926.
Το 1933, σε ηλικία επτά χρόνων, βλέπει τον πατέρα του να μεταναστεύει στην Αυστραλία και τρία χρόνια αργότερα, το 1936, τη μητέρα του.
«Μ’ άφησαν με τον παππού και τη γιαγιά για να τελειώσω το σχολείο. Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος το 1941, πήγα στο εμποροραφείο του θείου μου για να μάθω την τέχνη. Θυμάμαι ότι είχε δέκα μαθητευόμενους.
Από την πρώτη στιγμή, αισθάνθηκα μια έλξη για το είδος. Αν και αρχάριος, πρόσεχα τη λεπτομέρεια, τις λεπτές αποχρώσεις της δουλειάς.
Το βέβαιο είναι ότι ο χώρος με είχε κερδίσει από πολύ νωρίς και δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνω κάτι άλλο. Εξάλλου, ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος ράπτης και διέπρεπε στην Αυστραλία.
Φιλοδοξία μου ήταν να διακριθώ και εγώ στον χώρο».
Εντούτοις, πριν συμβεί αυτό, θα υπηρετήσει για τρία χρόνια στον ΕΛΑΣ. Θα είναι ένας από εκείνους που, με τη βοήθεια των χωρικών από όλη την περιοχή του Βοΐου, θα αιχμαλωτίσουν στον Αλιάκμονα, ολόκληρο τάγμα Ιταλών: «Είχαμε άφθονα όπλα από την υποχώρηση. Τούς οδηγήσαμε στο Πεντάλοφο. Ήταν Μάρτης. Το χιόνι πυκνό και το κρύο διαπεραστικό. Τους πήγαμε στην Σαμαρίνα όπου τα σπίτια ήταν άδεια γιατί οι τσέλιγκες έφευγαν το χειμώνα και επέστρεφαν την Άνοιξη».
Μνήμες ζωντανές, αιχμηρές, που σημάδεψαν την εφηβική του ζωή, τον κρατούν αιχμάλωτο και σήμερα συνοψίζει στη δήλωση: «Από μικρό παιδί πολεμούσα τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Οι Ιταλοί ήταν στα Γρεβενά και την Καστοριά, ενώ οι Γερμανοί στην Κοζάνη. Όταν οι τελευταίοι έφευγαν, βρισκόμουν στα Γιάννενα».
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Δίνοντας λακωνικά τον χάρτη των κινήσεών του, επτά και, δεκαετίες πριν, ο μεγάλος σταθμός που τον καθηλώνει είναι η Πέμπτη Ήπειρος.
Όταν ανοίγει ο δρόμος για την Αυστραλία, ο Γιάννης Καράμπελας είναι από τους πρώτους που θα πάρουν πρόσκληση για το υπερατλαντικό ταξίδι.
Κατά την άφιξή του στη Μελβούρνη, εντούτοις, τον Φεβρουάριο του 1947, θα απογοητευθεί: «Δεν περίμενα, είναι γεγονός, την εικόνα που αντίκρισα. Πηγαίνοντας από το λιμάνι με ταξί στο Brunswick, έβλεπα χαμηλά σπιτάκια, κολλημένα τα περισσότερα μεταξύ τους, με λαμαρίνες στις στέγες, που μ’ έκαναν να σκεφτώ ότι έμοιαζαν περισσότερο με παράγκες. Φυσικά, δεν άργησα να διαπιστώσω ότι ανήκα στους τυχερούς. Ήμουν στο σπίτι των γονιών μου, που μού είχαν λείψει όλα αυτά τα χρόνια και ο πατέρας μου ήταν ήδη καθιερωμένος ράπτης, με ραφείο στο 234 Collins St., στο ‘μικρό Παρίσι’, όπως ήταν τότε γνωστό».
Η ταμπέλα «Fon Caram Tailor», στον πέμπτο και όγδοο όροφο του κλασικού κτιρίου, με μικρά μπαλκόνια και πλατάνια στην είσοδο, προσέλκυε στο ραφείο του Ξενοφώντα Καράμπελα την αφρόκρεμα της Μελβούρνης αλλά και των άλλων Πολιτειών της Αυστραλίας, καθώς επίσης και του εξωτερικού.
«Ναι, δεν νομίζω ότι θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι άνοιξε το δρόμο στην ευρωπαϊκή μόδα» λέει ο Γιάννης σήμερα. Μεγάλα άλματα, όμως, στo χώρο της υψηλής ραπτικής θα επιχειρήσει και ο ίδιος, όταν το 1949 θα ανοίξει στην Collins Street το John Caram High Class Tailor.
Ο ίδιος ήταν η καλύτερη διαφήμιση των δημιουργιών του και του ύφους που θα ήθελε να υιοθετήσει η ανδρική μόδα.
«Κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινα στο Τροκαντερό, όπου μαζευόταν όλη η νεολαία. Εκεί είχα κάνει πάρα πολλές γνωριμίες, είχα δημιουργήσει φιλίες πολλές και η πελατεία μου διαρκώς μεγάλωνε. Φορούσα κοστούμια με σταυρωτό σακάκι, ένα κουμπί και στενό παντελόνι, με ύφασμα από την Ιταλία και τη Γαλλία, συνήθως σε ανοιχτό γκρίζο ή μολυβί, την εποχή που οι νέοι κυκλοφορούσαν με φαρδιά, προπολεμικής κοπής, παντελόνια. Με κοίταζαν και ήθελαν να με κοπιάρουν».
ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΦΡΟΚΡΕΜΑ
Την επιτυχία του αποδίδει στο ότι είχε πολύ καλούς εκπαιδευτές, τον θείο του στην Ελλάδα και τον πατέρα του στην Αυστραλία, κυρίως, όμως, στο ότι είχε μεράκι με τη δουλειά: «Μού άρεσε η τέχνη. Όλα γίνονταν με το χέρι. Είχα μεγάλη υπομονή και ήμουν τελειομανής. Είχα απαιτήσεις από τον εαυτό μου».
Κοινωνικός, με υψηλή αισθητική και επιλεκτικός στον τρόπο ψυχαγωγίας, θα πει ότι είχε μόνιμο τραπέζι στο Mario’s, όπου συνέτρωγε με τους πελάτες του, συνήθως μεγαλοεπιχειρηματίες και καλλιτέχνες, ορισμένους από αυτούς διάσημους.
«Είχα την αφρόκρεμα της Αυστραλίας και της Αμερικής».
Αναφέρεται στον Ιταλό Albert Argenti, στους κωμικούς από την Αμερική Dillo και Delli, τον μυθικό Φρανκ Σινάτρα, που τραγουδούσε στο Palace.
Στη συνέχεια, μιλά για το φιλμ «On the Beach» που γυρίστηκε το 1959 στη Μελβούρνη, με τους Άβα Γκάρτνερ, Γκρέκορι Πεκ, Φρεντ Ασταίρ και Άνθονι Πέρκινς. Είχε φτιάξει όλα τα ρούχα για τα γυρίσματα και φεύγοντας όλοι οι ηθοποιοί παρήγγειλαν έξτρα κοστούμια.
Ως «χρυσή εποχή» των χειροποίητων κοστουμιών αναφέρει την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1956 στη Μελβούρνη, όταν πολλοί Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί που ήλθαν να τους παρακολουθήσουν, έμειναν στην Αυστραλία.
«Δεν ήθελαν τα έτοιμα κοστούμια και έψαχναν μανιωδώς για ποιοτικά χειροποίητα. Τους πρόσφερα την τελευταία λέξη της ευρωπαϊκής μόδας».
Με τη γυναικεία μόδα θα ασχοληθεί πολύ αργότερα, φτιάχνοντας μοναδικά ταγιέρ, κοκτέιλ σύνολα και παλτά, με πολλές από τις δημιουργίες του να διακρίνονται στις ιπποδρομίες του Melbourne Cup, καθώς επίσης και στην Bunchberry Boutique που διηύθυνε η σύντροφός του, η γνωστή ομογενής, Μαρία Παπάζογλου, που ένωσε τη ζωή του μαζί της το 1978.
Και οι δύο έχουν ενεργό συμμετοχή στα κοινά και την πολιτιστική κίνηση της ομογένειας επί δεκαετίες. Είναι από τα εκλεκτά μέλη της που πρόσφεραν και εξακολουθούν να προσφέρουν πολλά για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς στην Πέμπτη Ήπειρο.
Σε προσωπικό επίπεδο, η εξομολόγηση την ημέρα των γενεθλίων ότι η αγάπη που τους δένει εντείνεται με το πέρασμα του χρόνου.
«Δεν μπορούμε σήμερα ούτε στιγμή ο ένας χωρίς τον άλλον».