«Αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, δεν θα υπήρχα ούτε εγώ. Ο παππούς μου, πολέμησε στον εμφύλιο και ήρθε στην Αυστραλία μετά τη λήξη του, γιατί ήταν κομμουνιστής και ήταν αδύνατο να ζήσει στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήρθε στην Αυστραλία λίγο μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και τη χούντα για να αποφύγει την εξορία. Η ύπαρξή μου, με άλλα λόγια, είναι άμεσα συνδεδεμένη με στρατιωτικές συρράξεις διαφορετικών ειδών» λέει η ομογενής ιστορικός Δρ Έφη Καραγιώργου, που σήμερα θα δει τον πρώτο καρπό της επιστημονικής της έρευνας να μπαίνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων όλης της χώρας.

Η Δρ. Καραγιώργου δεν κρύβει την αντίθεσή της σε μία από τις πιο θηριώδεις δραστηριότητες της ανθρωπότητας που την ταλαιπωρούν από τα πρώτα της βήματα. «Είμαι ειρηνίστρια και ίσως αυτός να είναι ένας ακόμα λόγος που θέλω να ερευνήσω τον πόλεμο, να τον απομυθοποιήσω, να αποκαλύψω το άσχημο πρόσωπό του και την αλήθεια πίσω από τις πολεμικές συρράξεις» λέει.

«Αυστραλοί στρατιώτες στη Νότια Αφρική και στο Βιετνάμ: Λέξεις από το Μέτωπο -Australian Soldiers in South Africa and Vietnam» είναι ο τίτλος που φέρει το πρώτο της βιβλίο, το οποίο ρίχνει φως σε μία ξεχασμένη σελίδα της αυστραλιανής στρατιωτικής ιστορίας, αυτής των πολέμων των Boer στη Νότια Αφρική και όχι μόνο.

Το ημερολόγιο του Albert H. Marshall

Η ομογενής ιστορικός Δρ Έφη Καραγιώργου

Η ομογενής ιστορικός, με βασικό στοιχείο μελέτης τις επιστολές και τα ημερολόγια των Αυστραλών στρατιωτών που πολέμησαν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο των Boer στην Νότια Αφρική, στο διάστημα 1899-1902, αλλά και στον πόλεμο του Βιετνάμ (1962-1975), επιχειρεί μία συγκριτική ανάλυση της εμπειρίας αυτών των στρατιωτών αλλά και της αυστραλιανής κοινής γνώμης κατά τις συγκεκριμένες περιόδους.

Το θέμα του συγκεκριμένου επιστημονικού πονήματος αποτέλεσε τη βάση της διδακτορικής της διατριβής, η οποία προκάλεσε άμεσα το ενδιαφέρον του παγκοσμίου φήμης Βρετανού ιστορικού, Jeremy Black, που ήταν και ο καταλύτης προκειμένου ο εκδοτικός οίκος Bloomsbury να τής προτείνει την έκδοση της διατριβής της σε βιβλίο.

«Χρειάστηκαν άλλοι εννέα μήνες σκληρής δουλειάς και έρευνας προκειμένου, να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Χρειάστηκε να ταξιδέψω σε όλες τις Πολιτείες της Αυστραλίας, να ‘σκάψω’ σε αρχεία και βιβλιοθήκες, να διαβάσω χιλιάδες γράμματα από το Μέτωπο αλλά και επιστολές πολιτών που στάλθηκαν από τους εδώ κατοίκους στην κυβέρνηση ή τις εφημερίδες της χώρας. Αυτό που ήθελα να διαπιστώσω ήταν όχι μόνο τι σκέφτονταν οι στρατιώτες αλλά και οι πολίτες για τον πόλεμο και να εξετάσω την επίδραση που είχαν οι εμπειρίες των στρατιωτών στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και το αντίθετο» αναφέρει η ομογενής ιστορικός.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΟΥ 21ου

Το βιβλίο της ομογενούς ερευνήτριας, όμως, πέρα από τη συμβολή του στην εξέταση της ιστορικής αλήθειας, μπορεί να προσφέρει πολύτιμη «τροφή για σκέψη» για την Αυστραλία του σήμερα, που συνεχίζει να λαμβάνει χώρα σε πολέμους που αποφασίζονται από υπερδυνάμεις και μάχονται χώρες που δεν απειλούν άμεσα την ανεξαρτησία της Αυστραλίας.

Το γιατί η Δρ. Καραγιώργου επέλεξε να συγκρίνει δύο πολέμους που χρονικά τουλάχιστον «απέχουν» μεταξύ τους έναν αιώνα και, κατά συνέπεια, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της Αυστραλίας όταν αποφασίστηκε η συμμετοχή του στρατού της σ’ αυτούς ήταν τόσο διαφορετικές, είναι άξιο απορίας.

«Αυτή η παρατήρησή σου, ήταν και η βασικότερη παρατήρηση των συναδέλφων μου στο εξωτερικό» ανέφερε η ομογενής ιστορικός όταν την ρώτησα σχετικά, προσθέτοντας όμως ότι στην ουσία αυτές οι δύο πολεμικές συρράξεις έχουν πολλές ομοιότητες, έστω και αν συνέβησαν κάτω από διαφορετικές τεχνολογικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές συνθήκες.

 

«Οι λόγοι για την εμπλοκή της Αυστραλίας και στους δύο πολέμους ήταν οι ίδιοι. Παρόμοιοι ήταν και οι λόγοι που διαμόρφωσαν τις αντιδράσεις της αυστραλιανής κοινής γνώμης. Για παράδειγμα, όταν η Αυστραλία αποφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο των Boer στη Νότια Αφρική το 1899, το έκανε για χάρη της Βρετανίας που θεωρείτο ‘δύναμη-προστάτης’ για την Αυστραλία. Το αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Αυστραλίας ήταν αυτό ακριβώς, η παγίωση της συμμαχίας με τη Βρετανία και η συνέχιση του προστατευτικού ρόλου της υπερδύναμης για την νεοϊδρυθείσα χώρα.

που επίσης πολέμησε στον πόλεμο των Boer.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Παρόμοιοι ήταν και οι λόγοι για την αποστολή αυστραλιανών στρατιωτικών δυνάμεων στο Βιετνάμ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, με δεδομένο ότι η Βρετανία είχε χάσει την ‘αίγλη’ της ως υπερδύναμη, ο σύμμαχος ήταν οι ΗΠΑ και η συμμετοχή μας στο πόλεμο του Βιετνάμ αποφασίστηκε με βάση τους ίδιους ακριβώς λόγους. Την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ, οι Φιλελεύθεροι ήταν υπέρ της αυστραλιανής συμμετοχής σ’ αυτόν και κάποιες φωνές από το Εργατικό Κόμμα αντιτίθονταν σ’ αυτήν.

Επίσης, ένα τμήμα του αυστραλιανού λαού δεν επικροτούσε τον πόλεμο γιατί θεωρούσε άδικο δύο μεγάλες υπερδυνάμεις, η Βρετανία και οι ΗΠΑ να κηρύξουν τον πόλεμο σε δύο αδύναμους λαούς τους Boer ή τους Βιετναμέζους. Η άλλη ομοιότητα είναι στην εξέλιξη αυτών των δύο πολεμικών συρράξεων. Τόσο για τον πόλεμο των Boer τόσο και γι’ αυτόν του Βιετνάμ επικρατούσε η άποψη ότι αυτοί θα τελειώσουν γρήγορα και χωρίς πολύ κόπο.

Αυτό όμως που συνέβη είναι ότι τόσο οι Νοτιοαφρικανοί όσο και οι Βιετναμέζοι επειδή χρησιμοποίησαν τακτικές ανταρτοπόλεμου, επιμήκυναν την πολεμική σύρραξη για πολλά χρόνια».

Η επιλογή της και τα κριτήρια με τα οποία αυτή έγινε, όπως αναφέρει η Δρ Καραγιώργου παραπάνω, στοιχειοθετεί παράλληλα και μία ενδιαφέρουσα πρόταση εκ μέρους της ομογενούς ιστορικού. Μία πρόταση προβληματισμού για τη στάση της σημερινής Αυστραλίας όσον αφορά τη συμμετοχή της σε πολέμους που μπορεί εκ πρώτης όψεως να είναι διαφορετικοί από τον πόλεμο στο Βιετνάμ ή στη Νότια Αφρική, αλλά κατ’ ουσία είναι παρόμοιοι. Ας μην ξεχνάμε ότι οι λόγοι που ώθησαν πριν από λίγα χρόνια την Αυστραλία να συμμετάσχει στον πόλεμο του Ιράκ για παράδειγμα, (ως σύμμαχος των ΗΠΑ εννοώ) δεν διαφέρουν απ’ αυτούς που την ώθησαν να εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ.

«Πιστεύω ότι η ιστορική αλήθεια του παρελθόντος είναι ωφέλιμη για την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων και εκτιμήσεων για το παρόν και το μέλλον μίας χώρας σε πολλά επίπεδα. Το μόνο που μπορώ να επισημάνω σε σχέση με τη μελέτη μου και ευελπιστώ να προσφέρει στο δημόσιο διάλογο για το αν πρέπει ή όχι η Αυστραλία να συμμετέχει σε πολεμικές συρράξεις που δεν σχετίζονται άμεσα με την υπεράσπιση της εδαφικής μας ακεραιότητας απορρέει κυρίως από την έρευνά μου για τους στρατιώτες και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συμμετοχή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Επισημαίνω στο βιβλίο μου ότι παρά το γεγονός ότι οι στρατιώτες που πήγαν εκεί έβλεπαν τον πόλεμο σαν καθήκον τους και δεν αντιδρούσαν αρνητικά, η κοινή γνώμη στην πλειοψηφία της πίστευε το ακριβώς αντίθετο και καταδίκαζε τη συμμετοχή μας στον συγκεκριμένο πόλεμο. Στο τέλος, αυτοί που δικαιώθηκαν ήταν οι ‘αντιδραστικοί’ της Αυστραλίας γιατί ο απολογισμός αυτού του πολέμου ήταν τραγικές απώλειες σε κάθε επίπεδο και τίποτε άλλο. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί. Ελπίζω η μελέτη αυτή να μας βοηθήσει όλους να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε για το αν τελικά, η αποστολή των στρατιωτών μας να συμμετάσχουν σε έναν πόλεμο, για τον οποίο οι ίδιοι μπορεί να μη δυσανασχετούν, αξίζει τον κόπο. Πιστεύουμε δηλαδή ως χώρα ότι το τίμημα που πληρώσαμε στο παρελθόν ανταποκρινόταν στα όσα επιτύχαμε απ’ αυτή τη στρατιωτική μας εμπλοκή; Αυτό πιστεύω είναι ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα και πρέπει να μας προβληματίσει».

Ως επίλογο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου της Δρ. Καραγιώργου θα λάβει χώρα την Τετάρτη, 13 Απριλίου, στο Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης, στις 6.00 το απόγευμα, και ότι το βιβλίο θα παρουσιάσει η ιστορικός, Δρ Janet Phillips.

 

Το βιβλίο της ομογενούς ιστορικού είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα και από σήμερα μπορείτε να το βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας.