Σοβαρές ανησυχίες προκαλεί το γεγονός ότι η Αυστραλία κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των επτά πλέον ευάλωτων χωρών του κόσμου που οι πολίτες τους συσσωρεύουν χρέη, κυρίως εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων για να αγοράσουν το σπίτι των ονείρων τους, να επενδύσουν σε ακίνητα, μετοχές ή για να αποκτήσουν απλώς καταναλωτικά αγαθά.
Όλα αυτά, όμως, σ’ ένα περιβάλλον όπου οι μισθοί δεν ακολουθούν τους ίδιους ανοδικούς ρυθμούς και η παγκόσμια οικονομία δεν είναι ακριβώς ανθηρή.
Επ’ αυτού, ο πρώην αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Δυτικού Σίδνεϊ, Steve Keen, εκτιμά ότι οι ρυθμοί του ιδιωτικού χρέους θυμίζουν αυτούς της ΗΠΑ πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008. Ρυθμοί οι οποίοι σε κάποιο στάδιο δεν θα είναι εφικτό να συγκρατηθούν.
Η Αυστραλία, η οποία έχει αποφύγει την οικονομική κρίση για 24 χρόνια, περνώντας ανώδυνα ακόμη και αυτήν την παγκόσμια κρίση του 2008, κυρίως εξαιτίας του μεταλλευτικού της πλούτου και του “φιλιού ζωής” των $900 εκατ. που διοχέτευσε ο τότε πρωθυπουργός, Kevin Rudd, στην οικονομία, δεν φαίνεται να είναι στην ίδια προνομιούχα θέση σήμερα, εκτιμά ο Dr. Keen.
MΑΥΡΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Η μέρα που θα σταματήσει η ανοδική πορεία της πίστωσης δε γίνεται να μετατεθεί επ’ άπειρον, εκτιμά ο κορυφαίος οικονομολόγος.
“Και όταν θα φθάσει αυτή η χρονική στιγμή για την Αυστραλία, η χώρα απλώς θα εισέλθει στην παγκόσμια κατηγορία των πληγέντων οικονομιών”.
Ο ίδιος κατατάσσει την Κίνα πρώτη στην κατηγορία αυτή, ακολουθούμενη από την Αυστραλία, τη Σουηδία, το Χονγκ Κονγκ, τη Νότια Κορέα, τον Καναδά και τη Νορβηγία.
Ο ίδιος εκτιμά ότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με ακρίβεια πότε θα έλθει το πλήγμα, δεδομένου ότι αυτό εξαρτάται από την πρόθεση του ιδιωτικού φορέα να δανειστεί από τις τράπεζες και από την απόφαση των τραπεζών να σταματήσουν να προσφέρουν τα ζητούμενα δάνεια.
Προσθέτει, εντούτοις, ότι “η έλευση της ημέρας που η πιστωτική πορεία μοιραία θα ανακοπεί, δεν γίνεται να αναβληθεί επ’ άπειρον”.
ΣΕΙΕΤΑΙ Η ΚΤΗΜΑΤΑΓΟΡΑ
Σοβαρές δονήσεις, παρατηρείται, ότι δέχεται ο χώρος της κτηματαγοράς, ιδιαίτερα των διαμερισμάτων που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης ή πλησίον αυτού.
Με λίγες εξαιρέσεις, όπου διαμερίσματα έχουν πωληθεί σε υψηλότερη τιμή από αυτή που είχαν αγοραστεί, πολλά μεταπωλήθηκαν μέχρι και 30% χαμηλότερα από την τιμή που είχαν αγοραστεί από το σχέδιο.
Ενδεικτικά αναφέρεται συγκρότημα διαμερισμάτων που βρίσκεται στο 27 Little Collins St. όπου υπάρχουν 171 διαμερίσματα σε 32 ορόφους, πάνω από το ξενοδοχείο Sheraton.
Εκεί, ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων, 140 τετραγωνικώνμέτρων, πωλήθηκε τον περασμένο Αύγουστο $1.565.000, δηλαδή κατά 29% χαμηλότερα από την τιμή των $2.195.000 που είχε αγοραστεί τον Νοέμβριο του 2010.
Στο ίδιο συγκρότημα, διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων που αγοράστηκε τον Ιούνιο του 2014 προς $1.320.000, πουλήθηκε τον περασμένο Απρίλιο αντί $1.075.000, χάνοντας δηλαδή 23% από την αξία του μέσα σ’ ένα χρόνο.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η τάση ανέγερσης νέων διαμερισμάτων, κυρίως στο κέντρο της πόλης που κάνουν την εμφάνισή τους τα τελευταία δύο χρόνια, οδηγεί εδώ και καιρό στο συμπέρασμα ότι θα πέσουν οι τιμές τους.
Αρκεί να πούμε ότι από τον περασμένο Νοέμβριο υπάρχουν στο κέντρο 20.000 διαμερίσματα υπό ανέγερση, ενώ για 19.000 έχει εγκριθεί η κατασκευή τους και 30.000 περιμένουν τη σχετική έγκριση.
«Όποιος αγόρασε διαμέρισμα από το σχέδιο με προοπτική να το μεταπωλήσει μέσα σε δύο χρόνια, θα πρέπει να υπολογίσει πτώση της τάξης του 10% από το ποσό της αγοράς» εκτιμά ο οικονομικός αναλυτής, Άντζι Ζυγομάνης, προσθέτοντας ότι η πτώση της τιμής των διαμερισμάτων θα συνεχιστεί όσο υπάρχει υπερπροσφορά και τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά.
Στο κέντρο της πόλης, αναλυτικά στοιχεία δείχνουν ότι 197 ακίνητα, σε μικρό διάστημα έχασαν από την αξία τους κατά μέσο όρο $51.272 ή 9,15%.
Σε μια περίπτωση, διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων που αγοράστηκε τον Αύγουστο του 2015 αντί $740.000, η σημερινή του αξία εκτιμήθηκε στις $600.000 -πτώση κατά 23%- μετά από 16 μέρες.
Σε αυτό το κλίμα, δημιουργούνται σοβαρές ανησυχίες σ’ εκείνους που έχουν επενδύσει σ’ αυτόν το χώρο, συνάπτοντας χαμηλότοκα δάνεια και με εισόδημα το οποίο δεν έχει αυξητικές τάσεις.