Την Αθήνα, την πόλη που γεννήθηκα, την αγάπησα από παιδί και την αγαπώ ακόμα. Είναι όμορφη πόλη για όποιον την ξέρει, γι’ αυτούς που την έχουν ανιχνεύσει, για όσους την έχουν… ψάξει. Για μένα, όσο γυρίζω προς τα πίσω, στα χρόνια τα δικά μου τα παλιά, τόσο πιο όμορφες… σελίδες ξεφυλλίζω και μυρίζω ξανά το γιασεμί της αυλής μας.
Ξαναζωντανεύουν τα ανθοπωλεία της Ομόνοιας κι ανηφορίζω την Πανεπιστημίου και θυμάμαι. Στου Νίκη Γιάκοβλεφ το μαγαζί, το πολυτελές, τότε «ΡΩΣΙΚΟΝ», θαυμάσιο πιροσκί και χίλια δύο καλούδια. Κάπου, στης άκρης το τραπέζι η Μαίρη Λω, η τραγουδίστρια με την γλυκιά, ιδιόρρυθμη φωνή. Πού με τρέχει η σκέψη και που θέλει να με πάει ο νους τούτη τη βραδινή την ώρα. Λίγο πιο κάτω, στου Σκαραμπέ, για το καλύτερο μιλφεϊγ. Ανέβα προς τα πάνω, στην Πανεπιστημίου πάντα, απέναντι από του Ζολώτα και του Λαλαούνη τα χρυσοχοεία, είναι το θέατρο «Μυράτ» και στη γωνία το μικρό, το φοβερό το μαγαζί, φαγάδικο, του «Ορφανίδη» και το άλλο το ξεχωριστό, φαγάδικο κι αυτό, του «Απότσου».
Στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στη γωνιά το Ζαχαροπλαστείο «Ζώναρς», παραδίπλα ένας από τους ωραιότερους κινηματογράφους της Αθήνας, το «Παλλάς». Για καφέ; Πάμε στο Μπραζίλιαν, δίπλα στο σινεμά, μέχρι ν’ αρχίσει το έργο. Απέναντι από τον κινηματογράφο το μικρό μαγαζί, το «Αριστοκρατικόν» με τα ωραιότερα σοκολατάκια της Αθήνας. Θυμάμαι τα χρόνια της δικτατορίας, πήγαινα με τα πόδια από την πλατεία Κλαυθμώνος που ήταν το γραφείο, στου Ορφανίδη. Ένα μικρό μαγαζί με μια μεγάλη βιτρίνα- ψυγείο γεμάτη αλλαντικά και τυριά.
Μια μικρή κουζίνα πίσω από την βιτρίνα και μπροστά έξι τραπέζια, μικρά με τρεις καρέκλες το καθένα. Γωνία το μαγαζί και η μια πλευρά χάζευες τη Βουκουρεστίου και τις ποικίλων ηλικιών κυρίες που είχαν καταλάβει τα τραπέζια του «Ζώναρς» και η άλλη πλευρά την Πανεπιστημίου, «Ζολώτα» και το King George το ξενοδοχείο.
Ένα τραπέζι του μαγαζιού, μόνιμα πιασμένο από το ζεύγος Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Αλίκης Βουγιουκλάκη που τις περισσότερες φορές, σκυμμένος ό ένας κοντά στον άλλο, έμοιαζε να… μαλώνουν χαμηλόφωνα. Στο άλλο τραπέζι ο Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο οποίος κουνούσε απλά το κεφάλι του προς το ζεύγος Παπαμιχαήλ και γυρίζοντας σε μένα μου πέταγε, στο ίδιο πάντα μοτίβο, την ατάκα του:
«Λυπάμαι, αγαπητέ, αυτά τα καημένα παιδιά που με παρακολουθούν από το σπίτι και με συνοδεύουν μέχρι εδώ. Σκιά μου έχουν γίνει. Λες και πρόκειται να φύγω, να εγκαταλείψω τη χώρα. Οποία κατάντια. Τέλος πάντων, δεν μου επιτρέπεται να εκφραστώ… Σας ζητώ συγγνώμη». Εγώ, σεμνά και ευγενικά απαντούσα: «Καταλαβαίνω, κύριε Πρόεδρε. Έχετε δίκιο. Πιστεύω ότι δεν θα διαρκέσει επί μακρόν. Κάντε λίγο υπομονή». «Ας το ευχηθούμε.» ήταν η απάντηση του κ. Αβέρωφ και ξαναβρίσκαμε όλοι τους ρυθμούς μας. Κάποια μεσημέρια, εμφανιζόταν και ο κ. Τσεκούρας, γνωστός χρηματιστής της Σοφοκλέους. Το γραφείο του δίπλα από το κεντρικό της Εθνικής Τράπεζας. «Πώς είστε αγαπητέ; Πώς να είστε. Απορείτε κι εσείς και διερωτάστε όπως όλοι μας. Όχι, ουδείς δεν γνωρίζει πού οδεύουμε». Στάνταρ η παρατήρηση και η παραγγελία συνηθισμένη. Του είχα συστήσει να δει το θεατρικό έργο του Δημήτρη Μυράτ, το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε».
Με το ύφος χαρούμενου παιδιού, ο σοβαρός κ. Τσεκούρας μου ανακοίνωσε πως πήγε «μετά της συζύγου να το δει και ενθουσιάστηκαν αμφότεροι. Ακόμη και ο αδελφός της κ. Ζουμπουλάκη έπαιξε καλά και αναμφισβήτητα πολλή καλή η κ. Φυτούση που τραγούδησε το «φέρτε μου ένα μαντολίνο». Από αλλού ξεκίνησα και αλλού πήγα παρασύροντας κι εσάς, φίλες και φίλες. Μα όταν μιλάς για μια πόλη, την πόλη που λατρεύεις, κάθε γωνιά της έχει και κάτι να σου πει. Αν φύγουμε από το Σύνταγμα που είναι δύο βήματα από εδώ που σταματήσαμε νοερά για να πιούμε μια μπύρα και κατηφορίσουμε την Ερμού, θα φτάσουμε στην Καπνικαρέα, γνωστό Βυζαντινό Ναό και στρίψουμε και μπούμε στη Μητροπόλεως για να ανάψουμε ένα κερί στη Μητρόπολη κάτι θα έχω να σας πως για κάθε στενό, για το κάθε σοκάκι κι ίσως για κάθε κτήριο. Αν φτάσουμε στο τέρμα της Ερμού ή και από τη Μητροπόλεως βγαίνουμε, θα φτάσουμε στο Μοναστηράκι. Από εδώ θα σας αφήσω να διαλέξετε. Να μείνουμε στο Μοναστηράκι; Να κατηφορίσουμε την Ερμού συνέχεια και να φτάσουμε στο Γκάζι; Προτιμάτε να διασχίσουμε το… Γιουσουρούμ και να πάμε στο Θησείο; Σε κάθε στενό σ’ όποιο σοκάκι κι αν βρεθούμε έχω κάτι να σας πω. Και δεν φοβάμαι μη τύχει και μου πείτε: «Την ξέρουμε κι εμείς την Αθήνα φίλε», ή «έχουμε κι εμείς δική μας πόλη να σου μιλήσουμε γι’ αυτήν» Ότι και να μου πείτε εγώ δεν θα ντραπώ και θα σας απαντήσω πως την ίδια πόλη και χίλιοι να την αγαπούν, όλοι με άλλα μάτια τη θωρούν και με της δικής τους καρδιάς τα χρώματα την ντύνουν.