“…Και μας βάνουν στην απομόνωση. Την αυγή έρχουνται αυτοί οι “πεταλάδες” και μας βάνουν σ’ ένα αμάξι και μας πάνε στην Αγυιά. Στις φυλακές. Δεν μας δίνανε τίποτα, μόνο εβράζανε φλισκούνια και μας δίνανε χωρίς ζάχαρη. Και μας βάναν και λιγάκι ζουμί και το τρώγαμε. Λιγάκι ζουμί κι ένα ψιχάλι ψωμί, λίγο τόσονε”.

Είναι η αφήγηση, στην κρητική τοπολαλιά, του Στέλιου Μπερβανάκη, που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και βασανίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής γιατί τον ενοχοποίησαν ότι «βοήθησε τους Εγγλέζους».

Φυλάκιση, ξυλοδαρμός, καταναγκαστικά έργα, η αγριότητα του κατακτητή και απίστευτες κακουχίες, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σ’ έναν μονόλογο που βγαίνει από τα χείλη του ανθρώπου που είδε τον χάροντα αμέτρητες φορές μπροστά του και πάντα κατάφερνε να του ξεφεύγει. Ίσως γιατί ήταν γραφτό να ζήσει και να τα μαρτυρήσει, χρόνια αργότερα, με κάθε λεπτομέρεια, σα νά ‘ταν χτες…

“Ναι, λοιπόν μας βάνουν πάλι σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πάνε στη Σούδα. Ήτανε στόλος ιταλικός επαέ, μια νηοπομπή και μας πάνε στον Πειραιά. Από τον Πειραιά μας πάνε στ’ Αβέρωφ για ανακρίσεις και από κει στο στρατόπεδο στο Τατόι. όπου ήτανε κόλαση, σωστή κόλαση. Ραβδί κάθε μέρα, δουλειά, ραβδί, απολυταριές. Κι έκανα εκειδά τριάμιση χρόνια”.

Την εικόνα του στρατοπέδου και τη ζωή του εκεί, δίνει με φωνή σιγανή, ήρεμη, υπόκωφη, σαν να πρόκειται για τη ζωή κάποιου άλλου.

“Οι κρατούμενοι του στρατοπέδου ήτανε 350. Αν είχε αποθάνει αποσπέρας κάποιος, το πρωί επηγαίναν και τον μαζεύανε και φέρνανε έναν άλλον από άλλο στρατόπεδο. Στο Τατόι απαγορεύετο να τουφεκίζουνε.

Τσι τουφεκίζανε στο Χαϊδάρι”.

ΣΤΟΝ ΝΕΚΡΟΘΑΛΑΜΟ

Ο μόνος που βγήκε ζωντανός, εξομολογείται, από τον νεκροθάλαμο, ήταν ο ίδιος.

“Όσοι ήσανε ετοιμόρροποι για να πεθάνουνε τσι πηγαίνανε στο νεκροθάλαμο. Με πάνε στο νεκροθάλαμο όπου ήτανε 32 νομάτοι. Έξω εντράκαρε και χιόνιζε. Μας είχανε σε μια παράγκα, μ’ ένα τσουβάλι άδειο και μια κουβέρτα. Μια παλιοκουβέρτα. Και μας είχανε και μια φόρμα που την φορούσαμε αλλά δεν έστενε ούτε αέρα, ούτε τίποτα”

Στη συνέχεια περιγράφει πώς πέθαιναν ένας-ένας και ερχόταν το αυτοκίνητο της Δημαρχίας να τους πάρει και ο Γερμανός λοχίας να γελά και να λέει, κάθε φορά “καπούτ!”

Όταν έμειναν μόνο δύο, περιγράφει παραστατικά πώς ξεψύχισε ο σύντροφός του και για μέρες ήταν μαζί του, περιμένοντας και τη δική του σειρά: “πίστεψέ με, ήθελα να αποθάνω γιατί δεν υπόφερνα άλλο”.

Ένας μονόλογος όπως ειπώθηκε από τον ίδιο τον αιχμάλωτο πολέμου στον Νεοζηλανδό συγγραφέα Barrie Machin, χρόνια πριν και το τύπωσε σε 170 περίπου σελίδες και στις δυο γλώσσες.

Την παρουσία του, μου έκανε γνωστή, λίγες μέρες πριν ο εγγονός του Στέλιου Μπερβανάκη, Γιάννης Σταυρουλάκης.

ΝΙΩΘΩ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

“Νιώθω περήφανος”, εξομολογείται συγκινημένος, “που είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω στα ταξίδια μου στην Ελλάδα, από τα παιδικά μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια. Ήμουν 14 χρόνων όταν πέθανε. Πάντοτε μου έκανε εντύπωση πόσο ήρεμος και καλοσυνάτος άνθρωπος ήταν. Ψηλός, με ορθή, στητή κορμοστασιά και αετίσιο, γεμάτο καλοσύνη βλέμμα, είχε τον τρόπο να αιχμαλωτίζει τον συνομιλητή του με τη ζωντάνια της μιλιάς του. Ήταν περιζήτητος στις παρέες, θυμάμαι, κι εμείς τα παιδιά επιζητούσαμε τη συντροφιά του γιατί πάντα είχε κάτι ενδιαφέρον να διηγηθεί. Είχε ανεξάντλητο χιούμορ και πάντα έβλεπε την ωραία όψη της ζωής.

Μόνο όταν η κουβέντα ερχόταν στους πολέμους, το βλέμμα του σκοτείνιαζε και η φωνή του, ξαφνικά, γινόταν τραχειά”.

Τι σημαίνει, για τον ίδιο, να είναι απόγονος ενός ανθρώπου που έζησε την πιο σκληρή μορφή του πολέμου;

“Ο παππούς μου, πρέπει να πω ότι πολέμησε και τους Τούρκους. Οπότε έζησε και πήρε μέρος σε δύο μεγάλους πολέμους της ανθρωπότητας. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι πρώτα-πρώτα αισθάνομαι τυχερός που τον γνώρισα. Επίσης περήφανος για το ήθος και τη γενναιότητά του. Τα ίδια αισθήματα, μοιράζονται μαζί μου, πρέπει να πω και όλα τα εξαδέλφια μου, καθώς επίσης και τα παιδιά μου. Μας εμπνέει όλους και ερευνούμε, ακόμη και σήμερα, να μάθουμε, όσο το δυνατόν περισσότερα για τη ζωή του. Πιστεύω -στην πραγματικότητα το ζω καθημερινά- ότι όλοι όσοι είχαμε την τύχη να μοιραστούμε έστω και ένα μικρό μέρος της ζωής αυτών των ανθρώπων, κερδίζουμε πολλά. Μας εμπνέουν με το θάρρος, τη γενναιότητα και τη μεγαλοψυχία τους.

Ας μη μας διαφεύγει ότι πολλοί Κρήτες έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή τους, προκειμένου να σώσουν από τη θηριωδία του εχθρού τους συμμάχους. Οι απόμαχοι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, δεκαετίες τώρα, δεν έχουν παύσει να εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους για τη μεγαλοψυχία αυτή των απλών ανθρώπων.

Πιστεύω ότι θα πρέπει να κρατήσουμε ζωντανό το ένδοξο αυτό κομμάτι της νεότερης ιστορίας, τη Μάχη της Κρήτης. Είναι ακόμη ένας τρόπος, ας μη μας διαφεύγει, να διατηρηθεί η ελληνική συνείδηση στις νεότερες γενιές. Όταν ο γιος μου συλλαβίζοντας προσπαθεί να διαβάσει το κείμενο που αναφέρεται στην ζωή του προπάππου του, Στέλιου Μπερβανάκη, αυτό, από μόνο του λέει, νομίζω, πολλά!”.