Σε κοιτάζει μ’ αυτό το ζεστό, άμεσο, λαμπερό βλέμμα και νιώθεις ότι είναι εκεί μόνο για σένα. Μέσα σε χίλια άτομα που κρέμονται από τα χείλη του!
Πολλοί λένε ότι ο Τζον Τίκης είναι “το θαύμα της εποχής”. Ένα σαραντάρι και, χρόνια στο παλκοσένικο, με την ίδια φλόγα, το ίδιο πάθος για το τραγούδι και τον έρωτα που τραγουδά και τον ανανεώνει συνεχώς.
Πού το οφείλει;
“Στη φωνή, την εμφάνιση, το αγέραστο κορμί, κυρίως, όμως, τη δίψα για δημιουργία και έκφραση του έρωτα που “χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ζωή”, σε διαβεβαιώνει σαν να σού δίνει έτσι από το περίσσιο της καλοσύνης του και της σοφίας του, τη μεγάλη αλήθεια.
Μην τολμήσεις να τον κοιτάξεις περίεργα, γιατί… θα πάει πολύ πιο πέρα. Θα σου πει ότι χωρίς τον σαρκικό έρωτα, ο άνθρωπος αργοπεθαίνει.
Πριν σε πιάσει πανικός, γενναιόδωρα, απλώς θα σού δώσει και τη συνταγή: “Να είσαι εφευρετικός και ανανεωμένος. Ο έρωτας δεν πεθαίνει παρά μόνο με τη δική σου απόφαση”.
Ελπιδοφόρο, ανεδαφικό, αδύνατο; “Εσύ αποφασίζεις” αποφαίνεται τελεσίδικα.
ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΚΑΛΑ…
“Ξεκίνησα καλά, εσύ το έγραψες και συνεχίζω όλο και καλύτερα” μού λέει, αποφασισμένος να… αποφασίσει και να κρίνει εκείνος εκ μέρους μου. Είναι ο Τζον Τίκης που γνώρισα στα πρώτα μου βήματα στη δημοσιογραφία πριν φύγει για την Ελλάδα, πριν τέσσερις δεκαετίες που… μας κάνει και τους δυο “παιδιά κάποιας άλλης εποχής”. Μια συνέντευξη που φρόντισε να κρατήσει ζωντανή και να την “αναπαράγει” – ξανά και ξανά. Προς τούτο, ίσως, και όλα τα κολακευτικά για τη δουλειά μου που ακούστηκαν από το 3XY, από τον ίδιο.
Εγώ τον θυμάμαι να ξεσηκώνει τα πλήθη, μικρούς στην “GOYA και μεγάλους στο “Copa Cabana”, με διεθνείς επιτυχίες του Τομ Τζόουνς, όπως το “Delilah” και το “Just help yourself”, μεταξύ άλλων.
Μετά έρχεται και με βρίσκει μια ωραία πρωία, μέσα του ’70, για να μού ανακοινώσει ότι φεύγει. “Θέλω ν’ ανοίξω τα φτερά μου” ανακοίνωσε, φορώντας εμπριμέ εφαρμοστό πουκάμισο, παντελόνι καμπάνα και μαλλί που φλέρταρε με τους ώμους του.
Μέχρι τότε είχε κερδίσει τρεις χρυσούς δίσκους και ήταν γνωστός και περιζήτητος σ’ όλα τα ψυχαγωγικά στέκια της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ.
Τι να πεις σ’ έναν άνθρωπο 26 χρόνων που έχει καθιερωθεί σε μια ήπειρο, στον δικό του ιδιαίτερο χώρο, αλλά δεν του φτάνει;
“ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ”
“Ήταν δίκοπο μαχαίρι τότε. Από τη μια, έβλεπα και ένιωθα ότι είχα κάνει μεγάλα βήματα στο χώρο μου. Λάτρευα, όμως, το ελληνικό τραγούδι και ήξερα, είχα πλήρη επίγνωση των πραγμάτων, πρέπει να πω, ότι οι ορίζοντες εδώ ήταν περιορισμένοι. Μπορούσα, απλώς, να απλώσω το χέρι μου και να τους αγγίξω. Δεν ήταν, όμως, αυτό που ήθελα. Ήμουν πάντα πραγματιστής και αυτό με βοήθησε να πάρω τη μεγάλη απόφαση για την οποία δεν μετάνοιωσα ποτέ” μου λέει σήμερα, ύστερα από τέσσερις δεκαετίες σε στιλ αποκάλυψης.
Παρ’ ότι, θέλοντας και μη, παρακολούθησα την ανοδική του πορεία, μαζί μ’ αυτήν του τένις, όταν τον έβλεπα να παίζει σκληρό παιχνίδι με τον αδελφό μου, Λευτέρη, στη Γλυφάδα, μού μιλά σαν να βρισκόμουν όλον αυτόν τον καιρό σ’ έναν άλλον πλανήτη.
“Μέσα σ’ έξι μήνες, ήμουν ο τραγουδιστής της χρονιάς. Ένας Έλβις Πρίσλεϊ που αργότερα με ξεσήκωσε ο Σάκης Ρουβάς. Όχι μόνο μικρόφωνο και τραγούδι, αλλά ένας σωστός σόουμαν. Με ρούχα α λα Έλβις και παρόμοια κίνηση και παρουσία επί σκηνής. Έκανα τη διαφορά” λέει απλά, χωρίς το ελάχιστο, διαπιστώνω, ίχνος μετριοφροσύνης. Όχι το pseudo modesty είναι σίγουρα ένας όρος που δεν συμπεριλαμβάνεται στο λεξιλόγιό του. Δεν θα τού ταίριαζε άλλωστε…
ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ
Στη συνέχεια, μού υπενθυμίζει την επιτυχία του, πίσω στους Αντίποδες, το ’80, με την τηλεοπτική εκπομπή “Let’s Go Greek, εντάξει;”.
Επί τρία χρόνια, φωτοστεφανωμένος σ’ έναν άλλο χώρο, αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι είναι όντως πολύπλευρο ταλέντο.
Γράφει στίχους, μουσική, εμπνεόμενος πάντα από τον έρωτα.
Υποψιάζομαι ότι θα ήθελε μόνο για τον εαυτό του τον τίτλο “τροβαδούρος του έρωτα” που τού έκλεψε κάποιος άλλος.
Σήμερα δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει γι’ αυτό: “Ξέρεις, οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν αποφασίσει να δώσουν τον τίτλο αυτό και να κλείσουν το χώρο μόνο για τον Γιάννη Πάριο. Εμένα ήθελαν να με περιορίσουν μόνο στο λαϊκό τραγούδι. Πνιγόμουν, δεν ήταν στο χαρακτήρα μου να υποκύψω, αφού ήξερα ότι αυτό που ήθελα μ’ όλη τη φλόγα της ψυχής μου μπορούσα να το επιτύχω. Έκανα, λοιπόν, τις δικές μου δισκογραφίες και έτσι προχώρησα. Το ότι είμαι καλός στις δημόσιες σχέσεις, ήταν ένα συν. Όλα μου τα τραγούδια έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Τραγούδησα και τραγουδώ τον έρωτα, πιστεύοντας ότι αυτός που δεν ερωτεύεται, απλά παύει να υπάρχει”.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Όπως μιλάμε σήμερα, για το χτες και το σήμερα, με πηγαινοφέρνει -πίσω, μπρος- χωρίς προειδοποίηση.
Στα “Δειλινά”, τη “Νεράιδα” και όπου αλλού γουστάρει, υπενθυμίζοντάς μου, βράδια αξημέρωτα, μέχρι τις 5 το πρωί, ο αδελφός μου με την παρέα του, να μην παίρνει απουσία σχεδόν ποτέ. Εγώ απαγορευόταν να νιστάξω, έστω και αν δεν ήμουν συνηθισμένη σε άγρια ξενύχτια.
“Ήταν μεγάλο σχολείο ο Στράτος Διονυσίου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Πόλυ Πάνου, που είχα την ευκαιρία να τραγουδήσω μαζί τους”.
Και οι σημερινοί τραγουδιστές, τι εικόνα δίνουν προς τα έξω; Πώς συγκρίνονται με τους τραγουδιστές της προηγούμενης γενιάς που ανέφερες;
“Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες και σήμερα. Μάλιστα, με ευρύτερη παιδεία και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Βέβαια, με την υποχώρηση των παραγωγικών εταιριών και τα άλματα της νέας τεχνολογίας, τίποτε δεν έχει μείνει το ίδιο και στο δικό μας χώρο. Ο τραγουδιστής, καλείται σήμερα να προωθήσει ο ίδιος τη δουλειά του. Πρόκειται για ένα νέο σκηνικό με διαφορετικές απαιτήσεις. Δεν είμαι, εντούτοις, απαισιόδοξος για το αύριο. Παρ’ ότι ο χώρος μας έχει δεχτεί μεγάλο πλήγμα με την οικονομική κρίση που ήλθε ως ‘κεραυνός εν αιθρία’, μπορώ να πω ότι σήμερα με τις 2-3 μέρες την εβδομάδα που δουλεύουν τα μαγαζιά, είναι μια πιο ρεαλιστική και ανθρώπινη, αν θέλεις, κατάσταση από τα επτά βράδια την εβδομάδα μέχρι τις 5 το πρωί”.
“ΔΕΝ ΠΡΟΤΙΘΕΜΑΙ ΝΑ ΓΕΡΑΣΩ”
“Το οφείλεις στον εαυτό σου και στον θεατή. Δεν γίνεται να έλθει ο άλλος να σ’ ακούσει και να του δώσεις το δικαίωμα να πει ‘κοίταξε πώς κατάντησε'”.
Με την ίδια ανάσα θα προσθέσει ότι δεν είναι τυχαίο το ότι μένει αειθαλής. “Είμαι καλός τενίστας, κολυμπώ, γυμνάζομαι καθημερινά και προσέχω πάρα πολύ τι τρώω. Όσο για τη φωνή μου, για την επιλογή των τραγουδιών και την εκτέλεση, δουλεύω πολύ. Είμαι ερωτευμένος με τη ζωή και αυτή μου το ανταποδίδει απλόχερα. Θυμάμαι πάντα τον Μπιθικώτση που μού έλεγε “θα γεράσεις μόνο όταν εσύ το αποφασίσεις”. Μια απόφαση που τίποτε δεν προμηνύει ότι θα την πάρει ο ίδιος σύντομα.
Κοντά μας θα βρίσκεται μεθαύριο βράδυ στο “beachcombers”. Όσοι οι πιστοί και τυχεροί προσέλθετε!
Στη Μελβούρνη, χρόνια τώρα, τον φέρνει ο Κώστας Αθανασίου.