Δεν ξέρω αν στέκει ως τίτλος ο όρος «Ζαλισμένη Κατάσταση», αλλά ορισμένες καταστάσεις με συγχύζουν, μ’ εκνευρίζουν και, τελικά, νοιώθω έντονη ζαλάδα που, συνήθως, είναι και το τέλος της δοκιμασίας.

Τελευταία με πειράζουν περισσότερο από πριν, καταστάσεις συνηθισμένες τις οποίες και δεν μπορώ ν’ αλλάξω με τίποτα. Με πειράζει ο Άντον Ίνες, αυτόν που λέει τις ειδήσεις στις 6.30 στο κανάλι της SBS, και φοράει γραβάτα, σε χρώμα ανάλογο με το φουστάνι της κοπελιάς που λέει μαζί του τις ειδήσεις. Με πειράζουν, με ενοχλούν αφάνταστα, οι διαφημίσεις της τηλεόρασης που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας βάναυσα. Σου δείχνει ένα ωραίο αυτοκίνητο που ανεβαίνει σε όρη και βουνά, περνάει από παραλίες, ποτάμια και διασχίζει την Σαχάρα και την ώρα που φρενάρει ο ιδρωμένος δεξιοτέχνης οδηγός, το αυτοκίνητο είναι πεντακάθαρο και εκείνος έχει την ίδια χωρίστρα στο μαλλί και το ίδιο σιδερωμένο πουκάμισο όπως πριν ξεκινήσει για τα βουνά τις θάλασσες, τ’ απάτητα λαγκάδια. 

Έλεος. Ζαλίστηκα πρόσφατα όταν πηγαίνοντας στο σπίτι ενός φίλου που έχει θεαματική, σε μέγεθος, τηλεόραση και είναι συνδεδεμένη με όλα τα ελληνικά κανάλια, άκουσα τα μοντέρνα, σημερινά, καμπανιστά ελληνικά. «Είναι σαφή πως η πολυμελή οικογένεια έχουν περισυνελλεγεί». 

Τα κράτησα, τα τηλεοπτικά μαργαριτάρια και στη συνέχεια ζύγισα πόση επίμονη εξάσκηση χρειάζεται για να μπορεί κάποιος να πει καθαρά και δυνατά αυτά «τα φάλτσα», όπως τα είπε το θηλυκό σαΐνι της τηλεόρασης. Τη συγχώρησα γιατί ήταν όμορφη και ζήτησα να μου επιτρέψουν να την βάλω στο «βουβό» για να την… βλέπω χωρίς να την ακούω. 

Με ζαλίζει η σκέψη ότι κι εμείς οι Έλληνες με την πλούσια και όμορφη γλώσσα, χρησιμοποιούμε ξενόφερτες λέξεις, ξεχνώντας τις αντίστοιχες δικές μας. Τώρα θα μου πείτε πως όλοι μας έχουμε επηρεαστεί, λίγο-πολύ, από τη χρήση της Αγγλικής και λέμε πως «θα… φορέσω το τζιν, ένα τι-σερτ και αν κάνει ψύχρα θα πάρω και το… μπουφάν μαζί μου». 

Αν μ’ άκουγε ο πατέρας μου να μιλάω Ελληνικά διανθισμένα με λέξεις άλλων γλωσσών, θα έβγαζε σπυράκια. Θα τον προλάβαινα όμως θυμίζοντάς του ότι και στα χρόνια του, χωρίς να το έχουν πάρει είδηση μιλούσαν για «κορσέ», «ζαρτιέρες» και «μπριγιαντίνη». Διάβαζα, πριν χρόνια, ένα άρθρο της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου, και ζαλίστηκα και τότε. Μια άλλη εισβολή ξένων λέξεων είχε γίνει στο χώρο της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής. Δεν είναι ελληνικές οι λέξεις μουσακάς, παστίτσιο, μπακλαβάς, λουκούμι, τα σου αλά κρεμ, το κοκ και το μιλφέιγ. 

Νευριάζω και με πιάνει ζαλάδα, όταν σκεφτώ πόσο γρήγορα περνούν οι ώρες, οι μέρες και οι μήνες όταν μεγαλώνεις. Όταν ήμουνα παιδί, νέος, νόμιζα πως ο χρόνος σταματούσε και έμενε ακίνητος για μήνες. Οι διακοπές απείχαν μεταξύ τους… αιώνες. 

Τώρα που μεγάλωσα (σχήμα λόγου) εχτές ήταν Γενάρης και έκανα τους σχετικούς υπολογισμούς και σε λίγο είναι Μάιος και πριν τελειώσουν τα μελομακάρονα, θα βάψουμε αυγά. Δεν είναι κατάσταση αυτή. 

Μίλαγα για υπολογισμούς και είμαι σίγουρος πως κι εσείς, όλοι μας λίγο-πολύ κάνουμε τους υπολογισμούς μας. Ο ένας, ο λιγότερο τυχερός, παλεύει ακόμη μ’ ένα συνεχή και αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης. Ο άλλος περιμένει, πως και τι πότε θα ξεμπερδεύει με το… Πάσχα γιατί το… Μάιο πετάει γι’ άλλους τόπους σ’ άλλους ουρανούς. Μία κρουαζιέρα στα ποτάμια της Ευρώπης ή έναν περίπατο, στη γειτόνισσά μας, Νέα Ζηλανδία. Χίλιες ομορφιές γύρω μας κι άλλες τόσες λίγο πιο έξω κι εγώ κοιτάζω και μετρώ το χρόνο που κυλάει και ζαλίζομαι. 

Περνούν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια τόσο γρήγορα κι εμείς χρόνια και χρόνια παλεύαμε περιμένοντας την ώρα που θα παίρναμε την «αμοιβή» της ξενοιασιάς, της ελευθερίας και της άνεσης. Τι να το κάνεις το καταπράσινο λιβάδι και το ψήλωμα του βουνού σαν δεν μπορείς να περπατήσεις; 

Λόγια φίλου: «Θλίβομαι σαν σκεφτώ την όμορφη παραλία του νησιού μου, το κατώφλι του σπιτιού μου που τ’ ακούμπαγε το κύμα και τα νιάτα μου. Η πανέμορφη θάλασσά μου. Όταν, είχα τα μπράτσα να την… αγκαλιάσω, την άφησα κι έφυγα. Τώρα με κοιτάζει, με λυπάται και μ’ αφήνει να ξεκουράσω στην αγκαλιά της το γερασμένο μου κορμί. 

Πώς έγινα έτσι; Όλο γκρίνια είμαι και μουρμούρα. Σκέφτομαι όλα αυτά που ήθελα να κάνω και αναρωτιέμαι αν θα προλάβω τα μισά. Θα τα προλάβω. Θυμάμαι έναν καλό μου φίλο. Πάλευε, δούλευε, αγωνιζόταν και πάντα με την αισιοδοξία στη καρδιά του και στο μυαλό, προγραμμάτιζε τα μικρά όνειρά του. Ένα-ένα, πότε με βήματα αργά και πότε τρέχοντας, τους έδωσε σάρκα και οστά. Θυμάμαι τα σοφά του λόγια: «Μην γκρινιάζεις, μη θυμώνεις, μη ζαλίζεσαι με σκέψεις. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όπως λέει κι ο ποιητής -αν είναι να έρθει, θε να ‘ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει. Αλλά και να προσπεράσει κυνήγησέ το».