Άκουσα ένα ωραίο καλαμπούρι και θα σας το πω. Μου το είπε ο φίλος ο Νικόλας και… τόνισε: Είναι απ’ αυτά που λέγονται παντού, είναι κομψό, όπως λένε και έχεις το στυλ να το λανσάρεις. Σας το χαρίζω:
«Δύο ψαράδες κάθονται στην άκρη της παραλίας και… ψαρεύουν. Είναι καταφανής η διαφορά μεταξύ τους και άνετα μπορούσες να καταλάβεις ότι ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος ο φτωχούλης του Θεού. Πολυτελείας καλάμια και ψαρικά ο ένας, ένα φτωχό καλαμάκι ο άλλος. Δέκα δολώματα ο ένας, λίγο ψωμοτύρι ο άλλος. Φορητό ψυγείο με ποτά και του πουλιού το γάλα ο πλούσιος, ένα παγούρι με νερό λίγο ψωμί και ό,τι περίσσεψε από την φέτα που έφτιαξε το δόλωμα τα πήρε για κολατσιό ο φτωχός μας. Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πλούσιους και τους φτωχούς, ο πλούσιος πιάνει μεγάλα ψάρια, ωραία ψάρια, πρώτης κατηγορίας… ψάρια και ο άλλος δεν έχει σταυρώσει… μαρίδα.
Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά ο πλούσιος, βγάζει τη τσιπούρα, την κοιτάζει, την ξαγκιστρώνει και την ξαναπετά στη θάλασσα. Το ίδιο έκανε, ο άθλιος, με μεγαλύτερη τσιπούρα και το ίδιο και χειρότερο μ’ ένα λαβράκι.
Ο φτωχούλης του Θεού, που δεν έχει σταυρώσει ούτε λέπι, τα έχει πάρει στο κρανίο και είναι έτοιμος, στα πρόχειρα, ν’… αυτοκτονήσει. Αποφασίζει να του μιλήσει και το τολμά:
Να με συμπαθάτε κύριε, δεν σας γνωρίζω και δεν καταλαβαίνω γιατί τα ξαναπετάτε μέσα. Εγώ, δεν ξέρω αν το προσέξατε, δεν έχω πιάσει τίποτα, λέπι, αν πιάσετε κάτι άλλο δώστε το σε μένα τον φτωχό που έχω δέκα παιδάκια ν’ αναστήσω, να τα θρέψω που λέμε, δέκα. Ούτε ένα ούτε δύο. Εδώ ήλθατε να ψαρέψετε ή να κοροϊδεύετε, να γελοιοποιείτε τους άλλους.
Ο πλούσιος, όπως οι περισσότεροι πλούσιοι, τον κοίταξε αφ’ υψηλού και απάντησε: Δεν ξέρω αν πιάσω άλλο ψάρι, αν πάντως πιάσω, κάτι θα σου δώσω. Εμένα στο ψάρεμα δεν με ενδιαφέρει αυτό καθ’ αυτό το να πιάσω ένα ψάρι, αλλά η όλη διαδικασία. Να δολώσω το αγκίστρι, να περιμένω, να το νιώσω να τσιμπάει, να το βγάλω σιγά-σιγά έξω να το βλέπω να σπαρταράει, να το ξαγκιστρώσω και μετά τελείωσε. Αυτή η διαδικασία με συγκινεί με συναρπάζει. Αυτή η διαδικασία και μόνο με ενδιαφέρει, αυτή. Εσένα όμως που σε δέρνει η φτώχεια τι τα ήθελες δέκα παιδιά;
Έχετε δίκιο κ. πλούσιε, αλλά ή γυναίκα μου κι εγώ είχαμε το ίδιο πρόβλημα με σας. Μας ενδιέφερε πολύ η… διαδικασία.
Αφού τελειώσαμε με τη διαδικασία της… διαδικασίας, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω έναν ιδιόμορφο τύπο, φίλο μου, που με την τρέλα που κουβαλάει νομίζει ότι έχει βρει τη λύση για την εξασφάλιση της ηρεμίας του και τη συνέχιση του, οποιουδήποτε, τρόπου ζωής έχει διαλέξει. Προσπαθεί να με παρασύρει και να με μυήσει σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής από τον οποίο θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω ένα μικρό δείγμα. Να τι ισχυρίζεται και πώς περιγράφει τα της… συνταγής του, για την εξασφάλιση ευτυχισμένης και ήρεμης ζωής:
«Βλέπω ό,τι θέλω και ακούω, μόνο ό,τι μ’ ενδιαφέρει. Είναι πολύ εύκολο. Αν δεν θέλεις να πεις στον συνομιλητή σου ότι δεν σ’ ενδιαφέρει το θέμα στο οποίο αναφέρεται, παράτα τον και φύγε, μέχρι να καταφέρεις αυτό που επιβάλω στον εαυτό μου εγώ. Τον αφήνω και μιλάει και εγώ κουφαίνομαι για όποιο ήχο έρχεται απ’ έξω και την ίδια στιγμή, μέσα μου, στο μυαλό μου, ακούω την αγαπημένη μου μουσική. Αν είσαι απέναντί του και δεν θέλεις να τον βλέπεις, ρίξε στα μάτια σου μια γκρίζα ταινία και είναι αρκετή να σε απαλλάξει από τη θέα ενός αντιπαθούς ή «αποκρουστικού» στην ψυχή ατόμου. Δοκίμασέ το. Αν μου πεις ότι έχω τρελαθεί δεν θα το αρνηθώ. Αν με ρωτήσεις αν είμαι ευτυχισμένος με τη συνταγή που μου έδωσαν, την οποία και βελτίωσα, ως γιατρός του εαυτού μου, η απάντησή μου θα είναι καταφατική και με έμφαση θα τονίσω πως σ’ αυτή τη ζωή είσαι ευτυχισμένος όταν ζεις όπως αποφασίζεις εσύ να ζήσεις. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι λένε οι γύρω μου. Δεν πειράζω κανέναν και δεν μ’ ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για μένα. Εγώ δεν βλέπω τον Τσίπρα για πρωθυπουργό. Πρωθυπουργός είναι ο Τρικούπης και σε λίγο θα μας πει «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Τον βλέπω καθισμένο στο γραφείο του να στέλνει κάρτα στην Χριστίνα του ΔΝΤ και της εύχεται «Έτη Πολλά επί τη ονοματική σας εορτή». Μίλαγες την προηγούμενη εβδομάδα για την Αθήνα. Εγώ όταν πάω στην Αθήνα και πηγαίνω στην Ομόνοια, για να πάω στη ψησταριά του Σερελαία, που ήταν και συμμαθητής μου. Δεν βλέπω τους μετανάστες ξαπλωμένους κάτω. Βλέπω το σιντριβάνι το λοξό και στη γωνιά του Πράπα το καφεζαχαροπλαστείο. Ανηφορίζω στα Χαυτεία, μυρίζει ακόμη φρέσκο καφέ που τον καβουρντίζουν και τον κόβουν μπροστά σου. Την τελευταία φορά που πήγα στην Αθήνα, πήρα την Αιόλου για να πάω στο «Κρίνο» να φάω μπουγάτσα. Σταμάτησα στην Αγία Ειρήνη κάπου εκεί είχε ένα καλό μαγαζί με ανδρικά υφάσματα, κασμίρια, εγχώρια, ιταλικά και αγγλικά. Γυρίζοντας, πάλι από την Αιόλου, μπήκα στο «Δραγώνα», ωραίο μαγαζί, έπεσα στις εκπτώσεις. Αγόρασα ένα καπέλο, ένα ρεμπούπλικο, ένα μπορσαλίνο. Πολύ ωραίο καπέλο και πολύ καλή τιμή. Μόνο 470 δραχμές.
Με κοιτάζεις σαν να είμαι τρελός. Ανάμεσα σε τρελούς ζούμε. Αν δεν παραδεχτείς ότι τρελάθηκες δεν θα επιβιώσεις. Αν με θεωρείς τρελό, παραδέχομαι ότι είμαι. Εσύ με τη σειρά σου πρέπει να παραδεχτείς ότι είμαι ωραίος τρελός και αποκλειστικά δικής μου κοπής.