ΣΑΝ νερό περνούν τα χρόνια και όσο μεγαλώνουμε, τόσο επιταχύνουν το βηματισμό τους.
ΑΥΤΟ σημαίνει ότι ο χρόνος σχετίζεται περισσότερο με την ηλικία μας, παρά με το ημερολόγιο.
ΜΕ δυο λόγια, όσο το σύμπαν διαστέλλεται τόσο ο χρόνος μας συρρικνώνεται, μέχρι να διαβεί την πύλη της υπαρξιακής μας ανυπαρξίας…
ΓΙΑ να προλάβω τον χρόνο και ό,τι έχει απομείνει από την Ελλάδα που γνώρισα, την Κυριακή αφήνω πίσω μου τη Μελβούρνη.
ΠΕΡΑΣΑΝ πέντε χρόνια και δέκα μήνες από τότε που επισκέφθηκα για τελευταία φορά την πατρίδα.
ΗΤΑΝ αρχές Ιουλίου του 2010 και λίγες εβδομάδες από την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, φορώντας την πένθιμη μοβ γραβάτα του, ανήγγειλε (ημιεπίσημα) τη χρεοκοπία της χώρας.
ΟΛΟΙ τότε πιστεύαμε ότι επρόκειτο για ένα οικονομικό «κρυολόγημα» του συρμού που οφειλόταν στη μεγάλη «γρίπη» που είχε πλήξει τις «αγορές» δύο χρόνια πριν.
ΩΣ εκ τούτου, είχαμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι από τη στιγμή που θα άρχιζαν να ανακάμπτουν οι «αγορές» θα ξανάβρισκε τον βηματισμό της και η… ισχυρή Ελλάς.
ΚΑΝΕΙΣ την εποχή εκείνη -ούτε και οι πιο απαισιόδοξοι σαν εμένα- δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα λάμβαναν χώρα τα όσα ακολούθησαν.
ΚΑΙ αυτό έγινε γιατί ούτε εμείς οι ίδιοι, ούτε οι «ειδικοί» που ασχολήθηκαν με την ιδιαιτερότητα της «ελληνικής περίπτωσης» δεν κατάλαβαν ότι η διεθνής οικονομική κρίση ήταν η αφορμή και όχι η αιτία των κακών που μας βρήκαν.
ΔΕΝ κατάλαβαν ότι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους δεν ήταν ένα προβληματικό κράτος που είχε αναγάγει την κακοδιαχείριση σε επιστήμη, αλλά μια εικονική πραγματικότητα κράτους.
ΕΝΑ κράτος-φάντασμα που επιβίωνε με εύκολα δανεικά μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον, χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΑ όμως και χιλιοτραγουδισμένα όλα αυτά, τα χρόνια των ατελείωτων διαπραγματεύσεων για την επιστροφή στην… μεγάλη Ελλάδα των ψευδαισθήσεων.
ΓΙΑ έξι ολόκληρα χρόνια, η χώρα συμπεριφέρεται σαν τον σκύλο που κυνηγά την ουρά του. Και όσο δεν τη πιάνει τόσο περισσότερο πεισμώνει και συνεχίζει να την κυνηγά…
ΣΤΗΝ Αυστραλία επέστρεψα τον Νοέμβριο του 2010. Λίγους, δηλαδή, μήνες πριν η κρίση αρχίσει να θεριεύει και να δείχνει τα δόντια της.
ΕΚΤΟΤΕ, όταν φίλοι και γνωστοί με ρωτούσαν πότε θα ξαναπάω, τους έλεγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι θα έλθω μόνο όταν η χώρα θα χρεοκοπήσει και επίσημα, για να τη βοηθήσω…
ΤΩΡΑ, λοιπόν, που πλησιάζουν οι μέρες να πάω, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Φοβάμαι ότι ενδεχομένως βρω το χρησμό εκείνο μπροστά μου.
ΕΤΣΙ όπως συνεχίζει να πηγαίνει η χώρα (και από κοντά η κατάσταση στη Μέση Ανατολή) όλα είναι πιθανά.
ΑΚΟΜΑ και να χρεοκοπήσει η χώρα από ατύχημα, και σε μια στιγμή που ούτε η ελληνική κυβέρνηση ούτε οι δανειστές της που φροντίζουν να αποπληρώνουν του τόκους των δανεικών της, το θέλουν.
ΚΑΙ όσο η χώρα συνεχίζει να υπνοβατεί στο χείλος του γκρεμού για άλλη μια φορά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
ΣΤΗΝ Αθήνα φτάνω τη Μεγάλη Δευτέρα το μεσημέρι. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη την εβδομάδα των παθών της αξιολόγησης, θα είμαι στους Άγιους Τόπους του νεοελληνικού δράματος.
ΘΕΛΩ δεν θέλω, δηλαδή, θα είμαι υποχρεωμένος να παρακολουθώ από απόσταση αναπνοής, μαζί με τον υπόλοιπο λαό, τη χώρα να ανεβαίνει τον εθνικό της Γολγοθά, κουβαλώντας το σταυρό του μαρτυρίου με τον οποίο την έχουν… φορτώσει οι δανειστές της.
ΑΝΤΕ τώρα να είσαι εκεί παραμονή της Πρωτομαγιάς που η ελληνική φύση έχει φορέσει τα καλά της και αντί καλή Ανάσταση, να εύχεσαι στους δικούς σου καλή Αξιολόγηση…
ΤΩΡΑ θα μου πείτε ότι αφού όλα είναι προσωρινά και ψεύτικα, γιατί να είναι αληθινή και η αξιολόγηση…
ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ μήπως τελικά κανείς δεν πιστεύει ότι και αυτή η αξιολόγηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν πρόκειται να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο.
ΜΗΠΩΣ είναι και αυτή μια ευχή, όπως η «καλή Ανάσταση» που επαναλαμβάνεται εδώ και δύο χιλιετίες, μέχρι να γίνει η… ανάσταση των νεκρών;
ΜΙΑ ανάσταση, βέβαια, που κανείς κατά βάθος, δεν πιστεύει ότι πρόκειται να συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, την εύχεται και μάταια την περιμένει…
ΚΑΠΩΣ έτσι νομίζω ότι λειτουργεί και ο ψυχισμός των νεοελλήνων. Όλοι εύχονται (και θέλουν) την ανάσταση της χώρας, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα να έλθει, γιατί δεν την πιστεύει.
ΣΤΟ μεταξύ, όλοι οι γνωστοί μου που επισκέφθηκαν πρόσφατα την πατρίδα, μου λένε ότι η σημερινή Ελλάδα δεν είναι η χώρα που άφησα πίσω μου το 2010.
ΟΤΙ πρόκειται για μια άλλη χώρα και έναν διαφορετικό κόσμο που καμιά σχέση δεν έχει με αυτόν που ξέρω. Δεν το πιστεύω…
ΚΑΙ δεν το πιστεύω, όχι μόνο γιατί δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά γιατί η χώρα που έχω εγώ στο μυαλό μου («η δική μου Ελλάδα») δεν σχετίζεται ούτε με την οικονομική κρίση, ούτε με τους νεοέλληνες που κατοικούν εκεί.
«Η δική μου Ελλάδα», όπως έχω ξαναγράψει, είναι η φύση της, οι μυρωδιές της γης της και των πεύκων της, των λουλουδιών της, οι γεύσεις της, το φως της, ο ουρανός της, τα ακρογιάλια της και οι βουνοκορφές της.
ΕΙΝΑΙ όλα αυτά που τίποτα δεν τα άλλαξε και τίποτε δεν πρόκειται να τα αλλάξει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των νεόπλουτων νεοελλήνων, να τη γεμίσουν σκουπίδια και να την κάνουν σαν τα μούτρα τους.
ΕΤΣΙ και αλλιώς, με τους ντόπιους κατοίκους της χώρας δεν τα πήγαινα ποτέ καλά και είχα ξεκόψει από το κοπάδι, πριν έλθω στην Αυστραλία να δω τη μητέρα μου και τελικά, να μείνω.
ΣΤΟΥΣ ίδιους ανθρώπους οφείλεται ότι αρκετές φορές επέστρεφα στην Αυστραλία πιο σύντομα απ’ ό,τι αρχικά σχεδίαζα.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ όταν έμενα και εργαζόμουν από την Αθήνα. Μετά λίγο καιρό, μόνο που τους έβλεπα στους δρόμους, άδειαζαν οι μπαταρίες μου και ήθελα να φύγω…
ΕΛΠΙΖΩ ότι αυτή τη φορά θα καταφέρω να μείνω ένα εξάμηνο, μιας και σχεδιάζω τον περισσότερο καιρό να μείνω στο χωριό μου, κάνοντας βόλτες με τη μοτοσυκλέτα μου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, να κοιμάμαι με ένα sleeping bag στις ομορφότερες παραλίες και να πίνω ολημερίς καφέδες στα ξεχασμένα επαρχιακά καφενεία.
ΑΥΤΗ θα είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία 25 χρόνια που θα σταματήσω κάποιο διάστημα να γράφω τη στήλη που διαβάζετε.
ΜΕΧΡΙ τώρα έγραφα τα «Ξυράφια» όπου και αν πήγαινα. Δεν μπορώ, όμως, άλλο. Κουράστηκα, αδέλφια και θέλω να πάρω μια ανάσα, να φορτίσω τις μπαταρίες μου…
ΤΟ σχέδιο (που δεν αποκλείεται να αλλάξει) προβλέπει ότι ένα δίμηνο θα κάνω μόνο βόλτες και θα πίνω καμιά μπύρα και καφέδες. Μετά βλέπουμε…