Αφού με ταρακούνησε η φωτογραφία της πρώτης σελίδας του βραβευμένου Έλληνα φωτογράφου Γιάννη Μπεχράκη, την περασμένη Πέμπτη, διάβασα και τα πρωτοσέλιδα άρθρα και στάθηκα στο «Η φιλανθρωπία των συμπαροίκων ξεπερνά κάθε προσδοκία». «Για να στηρίξουν τους δοκιμαζόμενους Έλληνες, αλλά και τους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα». 

Το άρθρο αναφέρεται στη συγκλονιστική, από κάθε πλευρά, ανταπόκριση των ομογενών μας στην Αυστραλία.. προς τ’ αδέλφια μας στην πατρίδα, αλλά και τους πρόσφυγες που βρίσκονται εκεί και συνεχίζουν να φτάνουν καθημερινά. Το άρθρο της πρώτης σελίδας καταλήγει στην προτροπή…: «Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ της Βίβιαν Μόρρις στη σελίδα 7». Τρέχοντας έφτασα στη σελίδα 7, τη σελίδα της εκλεκτής συναδέλφου και διάβασα και χάρηκα το άρθρο με τίτλο… «Είμαστε κι εμείς εδώ!» 

Επειδή έκανα μια μικρή έρευνα προκειμένου να δω πώς σκέπτονται οι ομογενείς μας όταν ακούν τη λέξη… έρανος και πώς ενεργούν σε κάποια συγκεκριμένη μορφή εράνου, θα παρουσιάσω μερικές από τις απόψεις τους, για να καταλήξω στην έκφραση των… φόβων μου. 

Πάλι από το άρθρο της κ. Μόρρις, θα σταθώ και θ’ αντιγράψω ένα χαρακτηριστικό… κομματάκι. (Το σύνθημά τους κατά τη διάρκεια του εράνου για ρουχισμό ήταν «αν δεν το έδινες στη μητέρα σου να το φορέσει, δεν πάει στην Ελλάδα»).

Η ερώτησή μου σε γνωστούς, φίλους και άσχετους ήταν ίδια: Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουμε σε εράνους σαν αυτόν που διενήργησε πρόσφατα η Αρχιεπισκοπή για να βοηθήσουμε στην Ελλάδα τ’ αδέλφια μας τους Έλληνες αλλά και τους πρόσφυγες που καταφθάνουν καθημερινά σε μεγάλους αριθμούς; 

Χωρίς ξεχωριστές αναφορές σε συγκεκριμένα άτομα και περιττές λεπτομέρειες, θα περιγράψω τις πλέον αντιφατικές περιπτώσεις για να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα και να δικαιολογήσω τον τίτλο του σημερινού σημειώματος άμα δε και τους… φόβους μου. Είναι γεγονός ότι έναν κάποιο αριθμό δεμάτων και κιβωτίων μπορείς να τον ελέγξεις. Αν όμως από ένα κοντέινερ που υπολογίζεις να στείλεις στην Ελλάδα για ανθρωπιστική βοήθεια, σου βγαίνουν τρία ή τέσσερα, τι κάνεις; Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, οι αρμόδιοι πελάγωσαν. 

Η πασχαλινή περίοδος, κάθε χρόνο, είναι η περίοδος που η Πρόνοια της Αρχιεπισκοπής βοηθάει ομογενείς, προσφέροντας, διακριτικά, δέματα με τρόφιμα. Ναι, στην πλούσια και πολιτισμένη χώρα που ζούμε, στην πολύβουη Μελβούρνη μας, γύρω μας, δίπλα μας, υπάρχουν ελληνικές οικογένειες που έχουν ανάγκη. Που τα φέρνουν δύσκολα, πολύ δύσκολα. Την ίδια περίοδο αποφασίζεται και ο έρανος για ρούχα και τρόφιμα που θα αποσταλούν στην πατρίδα που κι εκεί, ως γνωστόν, πάρα πολλές οικογένειες, τα φέρνουν δύσκολα, παρά πολύ δύσκολα. 

Σκηνή πρώτη: «Είπε στην εκκλησία ο παπάς για ρούχα και για τρόφιμα. Τι θα κάνουμε; 

-Θα τα πούμε το βράδυ που θα γυρίσω απ’ τη δουλειά. Το ίδιο βράδυ, μετά το φαγητό, επανέρχονται στο θέμα του εράνου. Θα πας στον Γιάννη, στο μπακάλικό μας, θα πάρεις από ένα-δύο κιλά ζάχαρη, ρεβίθια, φακές, φασόλια, μακαρόνια και ό,τι άλλο θέλεις, θα τα βάλουμε σ’ ένα χαρτόκουτο και θα τα πάμε. Όσον αφορά τα ρούχα, κοίταξε τι έχεις και δεν φοράς, θα σου δώσω κι εγώ ό,τι έχω της προκοπής και δεν το φοράω, είτε γιατί δεν μ’ αρέσει είτε γιατί δεν μου κάνει, και θα τα βάλουμε σ’ ένα κουτί και αυτά και θα τα πάμε. Καθαρά και γερά ρούχα. Έλα στη θέση ενός που θα λάβει το δέμα που θα στείλουμε και θα καταλάβεις. Τίποτα που να είναι για πέταμα, σκισμένο ή βρόμικο. Κατάλαβες; Να μην ξεφτιλιστούμε στον παπά. Και μη μου πεις ότι δεν τα κοιτάζουν γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν τ’ ανοίξουν ή ότι δεν μας ξέρουν. Συνεννοηθήκαμε;»

Σκηνή δεύτερη: «Είπε στην εκκλησία ο πατήρ Γεώργιος για τον έρανο που θα γίνει για την Ελλάδα. Ρούχα και τρόφιμα. Τι λες να κάνουμε; 

– Θα δώσουμε ό,τι τρόφιμα έχουμε και θ’ αγοράσουμε και μερικά ακόμη. Για ρούχα αυτά που έχουμε είναι για πέταμα. Θα πας εδώ κοντά μας στο μεγάλο μαγαζί του Στρατού Σωτηρίας και θα πάρεις πέντε-έξι παντελόνια και μερικά φουστάνια της προκοπής και θα τα δώσουμε. Κοίταξε και στις ντουλάπες και δες τι δεν φοράμε και τι πιστεύεις ότι δεν θα φορέσουμε και δώστα. Φτωχοί είμαστε δεν θα φτωχύνουμε κι άλλο. Δώσε ό,τι θέλεις».

Σκηνή τρίτη και τελευταία: «Την περασμένη Κυριακή είπαν στην εκκλησία να πάμε τρόφιμα και ρούχα, να τα στείλουν στην Ελλάδα στους συμπατριώτες μας και τους πρόσφυγες που έχουν γεμίσει την Ελλάδα. 

– Και τι μου το λες; Πάρε από το γκαράζ κάτι κονσέρβες που έχουμε και τα παξιμάδια που έφερε η αδελφή σου και δώστα. Για ρούχα που λες, δώσε αυτά που έβαλες στη πλαστική σακούλα που άφησαν στο γραμματοκιβώτιο και την έχεις στην αποθήκη δύο μήνες. 

– Τι λες άνθρωπέ μου; Οι κονσέρβες που έχουμε στο γκαράζ είναι πάνω από δύο χρόνια εκεί μέσα και τα ρούχα είναι για πέταμα. Δεν τα έχω να τα δώσω, δεν άδειασα να τα πετάξω. Δικό σου παντελόνι σκισμένο, πουκάμισα του αδελφού σου τρύπια και δικό μου φουστάνι καμένο …

– Εσύ δώστα και αν δεν αρέσουν στους πρόσφυγες ας μου τα στείλουν πίσω. 

– Δεν ντρέπεσαι;»

Φίλες και φίλοι σε συμπτωματικό έλεγχο που έγινε σε χαρτόκουτα με τρόφιμα υπήρχαν και κονσέρβες που έληγαν το 2010.

Κι αν τύχει και πέσει στα χέρια ή στην αντίληψη κάποιου δημοσιογράφου της Ελλάδας κάποιο παρόμοιο χαρτόκουτο από την Αυστραλία, θα μας ξεφωνήσουν τσάμπα κι άδικα.