Το πρώτο jet lag έχει σχεδόν περάσει, αντικαθίσταται εντούτοις -διαπιστώνω- εν ριπή οφθαλμού, απ’ ό,τι βλέπω, ακούω και εισπράττω γύρω μου.
Μεγάλο Σάββατο και η μέλλουσα πεθερά μου έχει ήδη επαναλάβει πάνω από είκοσι φορές -για να το εμπεδώσω προφανώς- ότι «δεν πάνε μόνο για το Χριστός Ανέστη στην εκκλησία», κάτι που δεν θ’ αργούσα βέβαια να διαπιστώσω, όχι απαραίτητα με το νόημα που το εννοούσε η ίδια.
Με δική της παρότρυνση -να το θέσω ήπια- φθάσαμε εκεί όταν ο ναός του Ευαγγελισμού ήταν σχεδόν άδειος. Δεν θ’ αργούσε εντούτοις να γεμίσει από ένα πλήθος ανόμοιο. Άντρες, νέοι οι περισσότεροι, με πού και πού κάποιον ασπρομάλλη, κοπέλες με «απρόσμενο» ντύσιμο, μωρομάνες -όπως τις ονόμαζε η πεθερά μου- με νήπια στην αγκαλιά που δεν «καταλάβαιναν Χριστό» και έσκουζαν πότε όλα μαζί, εν συγχορδία και πότε διαδοχικά, χωρίς όμως σταματημό. Τα «σσσσ» των εκνευρισμένων δεν φαίνεται να έπιαναν τόπο , αλλά ούτε και η παρατήρηση της πεθεράς μου ότι «κι αυτά τα ευλογημένα δεν βάζουν γλώσσα μέσα».
«Παρκάραμε» -ο μέλλων σύζυγός μου, Πίτερ Μόρρις, η κουνιάδα μου Μαίρη, η πεθερά μου κυρία Αδαμαντία και η γράφουσα, κάπου εκεί, στο μέσον, όπου είχα την ευκαιρία να βλέπω, να ακούω και να εισπράττω, ό,τι μέχρι στιγμής ήταν για μένα ένα καινούριο κεφάλαιο της ζωής μου στην Αυστραλία.
Την ίδια μέρα το πρωί είχα φορέσει το δαχτυλίδι του αρραβώνα. Όχι το μονόπετρο που πρότεινε ο Πίτερ από το Dunklings, αλλά ένα διακριτικό δεμένο με μικρό διαμάντι και δύο ρουμπίνια που επέλεξα εγώ προς κατάπληξη του πωλητή που με κοίταζε σαν να είχα έλθει από άλλο πλανήτη. Εκεί που οι γυναίκες, προφανώς, δεν θαμπώνονται απαραίτητα από τα μεγάλα διαμάντια.
Φορούσα -θυμάμαι- ένα μπλε – σαξ ταγιέρ που μου είχε ράψει η Αντρώ -μέχρι τότε έραβε μόνο τα πολύ καλά ταγιέρ της μαμάς μου- και μαλλιά α λα Μία Φάροου, ψηλά τακούνια μπεζ και ασορτί τσάντα, μια εικόνα μικρομέγαλης όπως θα έλεγε η μαμά μου.
Από την αρχή, κοίταζα ανυπόμονα την μέλλουσα πεθερά μου, περιμένοντας να καθίσει για να την μιμηθώ, κάτι που δυστυχώς δεν επρόκειτο να συμβεί, γιατί, όπως θα επεξηγούσε αργότερα, «δεν πάμε, παιδί μου, στην εκκλησία για να καθίσουμε. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας, για τη σωτηρία μας, κι εμείς θα κοιτάζουμε τη βολή μας;»
Αυτήν την ημέρα, υποψιάζομαι, θα πρέπει να απέκτησα το πρώτο, μικρό μου κότσι.
Καθένας είχε βέβαια το σκοπό του. Ο Πίτερ, γνώστης της βυζαντινής μουσικής από τα γεννοφάσκια του, σιγόψελνε δίπλα μου, η πεθερά μου έψελνε κανονικά και η κουνιάδα μου -νεοφερμένη και η ίδια- κοίταζε γύρω της κατάπληκτη και κάθε τόσο μ’ έσπρωχνε, όχι ακριβώς διακριτικά, από φόβο μη χάσω τίποτε από όσα διαδραματίζονταν γύρω μας.
Από την πλευρά μου, προσπαθούσα να είμαι διακριτική και αυτό την εκνεύριζε φανερά: «Κοίτα παιδί μου αυτόν δεξιά πώς την κοιτάζει. Μιλάμε για κανονικό καμάκι. Κι αυτή με το κόκκινο φρου-φρου στη δεύτερη σειρά αριστερά δεν έχει πάρει τα μάτια της από τον ψηλό με το μπλε κοστούμι. Καλά γι’ αυτό έρχονται στην εκκλησία;» ζητά να φωτιστεί από μένα που μέχρι τότε, το πιο τολμηρό φλερτ που ήξερα ήταν κλεφτές ματιές των κοριτσιών και αγοριών στη βόλτα του Μακρύ Γιαλού και της Προκυμαίας, στη Μυτιλήνη.
ΝΥΦΟΠΑΖΑΡΑ
Χρόνια αργότερα, ο αείμνηστος Στάθης Ραφτόπουλος, θα με διαφωτίσει, πληροφορώντας με ότι «ο Ευαγγελισμός και πολύ αργότερα οι κινηματογράφοι, οι δικοί μας, ήταν Βίβιαν μου, τα μεγαλύτερα νυφοπάζαρα. Καλά δεν έβλεπες πώς ήταν οι κοπέλες στολισμένες;» απορούσε, κοιτάζοντάς με μ’ αυτά τα απίθανα καλοσυνάτα και πανέξυπνα μάτια του.
Ναι, πώς;
Αυτή τη μέρα, της πρώτης μου Ανάστασης στην Αυστραλία, ποτέ πριν δεν είχα δει τόσα λούρεξ φορέματα, τόσα σατέν, τόσα φρου -φρου, τόσα κολλιέ στρας, και τόσο τολμηρά ντεκολτέ. Ετόλ από γούνα φο (ιμιτασιόν), χρυσές τσάντες και στιλέτο παπούτσια, με τακούνια φονικά.
«Καλά έτσι ντύνονται εδώ;» είχα ρωτήσει τον Πίτερ αργότερα κι εκείνος, αντί να με διαφωτίσει, ως όφειλε, χαμογέλασε ειρωνικά και πέταξε ένα «πρόκειται για σπέσιαλ οκέζιον».
Στο «Δεύτε λάβετε φως», έγινε το σώσε, με τις λαμπάδες να σβήνουν από τον αέρα και οι γαμπροί να τρέχουν στη νύφη που είχαν βάλει στο μάτι για να πάρουν -δήθεν- φως και να γίνεται ο χαμός.
Είχα αποσβολωθεί -θυμάμαι- και έβρισκα το θέαμα πολύ περίεργο όσο και διασκεδαστικό.
Η πεθερά μου, που είχε φθάσει έξι μήνες πριν από μένα, και πήγαινε κάθε Κυριακή και γιορτή στην εκκλησία, στην πραγματικότητα, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα, είχε εξοικειωθεί, όπως φαίνεται, με το θέαμα, αλλά και τους νεοφερμένους, τους οποίους πλησίαζε αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, ζητώντας να μάθει «πότε είχαν γεννηθεί, πότε ήλθαν στην Αυστραλία και τι δουλειά έκαναν».
Ο Πίτερ την τραβούσε, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, χωρίς ομολογουμένως μεγάλη επιτυχία.
Πού να φανταστώ τότε, ότι χρόνια αργότερα η αγαπημένη κυρία Διαμάντω θα ήταν γραφείο πολύτιμων πληροφοριών σε πολλά από τα δημοσιογραφικά μου άρθρα…
ΤΑ ΤΣΟΥΡΕΚΙΑ
Μια βαλίτσα είκοσι κιλών είχα δικαίωμα να πάρω μαζί μου – ερχόμενη αεροπορικώς μέσω … Κωνσταντινούπολης και Βομβάης και τελευταία στιγμή έπρεπε να αποφασίσω αν θα έπαιρνα μαζί μου το εμπριμέ ανσάμπλ -φόρεμα τιράντα με μπολερό- ή το βιβλίο Μαγειρικής της Παντουλίδου. Επέλεξα το δεύτερο μιας και είχα πάρει από πολύ νωρίς σοβαρά την απόφαση να μην υστερώ των καθηκόντων μου! Ήταν μια απόφαση για την οποία δεν μετάνιωσα ποτέ και τιμώ μέχρι σήμερα.
Την Μ. Πέμπτη βάλθηκα να κάνω τα πρώτα τσουρέκια της ζωής μου, αφού κατόρθωσα να κερδίσω τη μάχη με την αξιολάτρευτη κυρία Διαμάντω, η οποία πίστευε ότι «τα κουλουράκια είναι αρκετά», και όσο για τα τσουρέκια είναι «μεγάλος μπελάς».
Ήταν, αν θυμάμαι καλά, η πρώτη ήπια μάχη που έπρεπε να δώσω προκειμένου να διεκδικήσω μια θέση στην κουζίνα και στη μαγειρική που λάτρευα, χάρη στην ενθάρρυνση που είχα δεχτεί, από πολύ νωρίς, από τους γονείς μου και ιδιαίτερα τον πατέρα μου, ο οποίος πίστευε ότι «η άξια γυναίκα πρέπει να είναι καλή σε όλα, μόρφωση, νοικοκυριό, εμφάνιση άψογη, μέσα και έξω από το σπίτι».
Ο καλός θεός με βοήθησε και στην πρώτη μου αυτή απόπειρα θυμάμαι, έφτιαξα τα ωραιότερα τσουρέκια της ζωής μου. Αφράτα, νόστιμα, γυαλιστερά με τα κόκκινα αυγά στη σωστή θέση και όχι όπως άλλες φορές -στο μέλλον- να βουλιάζουν στη ζύμη και να ψάχνεις να τα βρεις. Μιλώντας για αυγά, δεν αρκέστηκα στα κόκκινα, αλλά μάζεψα λουλούδια από την αυλή, κυρίως μαργαρίτες και έκανα διάφορα σχέδια.
Εις ανταμοιβή από την πεθερά μου που είχε μείνει έκθαμβη, εισέπραξα -θυμάμαι- εκείνο το πολύτιμο «εσύ κορίτσι μου θα γίνεις ακριβή νοικοκυρά».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Με χίλια παρακάλια προς όλες τις κατευθύνσεις, κατάφερα να μ’ αφήσουν να κάνω την πλάτη από αρνάκι του γάλακτος -που είχε πάρει ο Πίτερ από την Victoria Market- γεμιστή, όπως ακριβώς την έκανε η μαμά μου και όχι η Παντουλίδου. Με συκωτάκια κότας, φρέσκα κρεμμυδάκια, άνηθο, μαϊντανό, κουκουνάρι και μαύρες σταφίδες, μια συνταγή που εκτελώ με θρησκευτική ευλάβεια κάθε Χριστούγεννα με γεμιστή γαλοπούλα και κάθε Πάσχα με αρνάκι του γάλακτος ή κατσικάκι, μέχρι σήμερα.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στην Ward Grove, Pascoe Vale South, και το πασχαλινό τραπέζι στρώθηκε στην πίσω αυλή, με λευκό τραπεζομάντηλο και κόκκινες πετσέτες, με ποτήρια για κόκκινο κρασί, μεζέδες μεγάλης ποικιλίας, όπως το καλούσε άλλωστε η μέρα και στο μέσον το γεμιστό αρνί, ροδοκόκκινο, μοσχομυριστό.
Το Ορθόδοξο Πάσχα, συνέπιπτε, θυμάμαι με το Καθολικό, εξ ου και το μπάρμπεκιου του γείτονα, επίσης στην πίσω αυλή που μας χώριζε ένας ξύλινος φράχτης.
Χριστός Ανέστη και τσούγκρισμα με κόκκινο κρασί εμείς, Happy Easter και Τ-Bone steak με χοιρινά λουκάνικα και μπύρες εκείνοι, έδωσαν το στίγμα στο πρώτο μου Πάσχα στην Αυστραλία, με την Ανάσταση βέβαια στον Ευαγγελισμό να έχει τυπωθεί ανεξίτηλα, μέχρι σήμερα, στη μνήμη μου…