«Η Βρετανία δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα στους Έλληνες, παρά μόνο αν η Ελλάδα καταφύγει σε δικαστική διαμάχη», δήλωσε κατηγορηματικά ο αυστραλιανής καταγωγής κορυφαίος νομικός, Geoffrey Robertson, στην επίσημη δεξίωση που παρέθεσε την Παρασκευή 6 Μαΐου το μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα Ελληνικών Σπουδών, Foundation for Hellenic Studies, σε ένα κατάμεστο Adelaide Festival Centre.

Ο ελληνικής καταγωγής αρχιδικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Νότιας Αυστραλίας, Χριστόφορος Κουράκης, καλωσόρισε τον επιφανή νομικό, ο οποίος ανέλαβε πριν δύο χρόνια τη νομική υπόθεση διεκδίκησης της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα για την Ελλάδα, μετά από πρόσκληση της τότε κυβέρνησης, Αντώνη Σαμαρά.

Ο Robertson μίλησε για πάνω από μια ώρα, γοητεύοντας τους 400 περιπου παραβισκόμενους, δίνοντας μαθήματα ιστορίας και διπλωματίας, ενώ μίλησε με πολύ σκληρά λόγια για τον Λόρδο Έλγιν, στον οποίο απέδωσε τον χαρακτηρισμό του κλέφτη που με δόλια μέσα στέρησε από τους Έλληνες την ιστορία τους.

Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή από το 1800, ο καταξιωμένος δικηγόρος κατόρθωσε, παραθέτοντας απτά ιστορικά ντοκουμέντα και αποδείξεις, να καταρρίψει τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν κατά καιρούς οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου, όσον αφορά τους λόγους μη επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα δεν ξεκίνησε το θέμα της διεκδίκησης των γλυπτών την δεκαετία του 1980 με την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, όπως συχνά αρέσκεται να υποστηρίζει η Βρετανία, αλλά το θέμα ετέθη από το 1833, λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά και λίγο αργότερα, επί της βασιλείας του Όθωνος.

«Η Αμάλ Αλαμουντίν Κλούνι, μαζί με άλλους συναδέλφους, ανέλαβαν να διερευνήσουν τα ιστορικά έγγραφα που συνέταξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1830 έως σήμερα και το πόρισμα των 500 σελίδων δείχνει ξεκάθαρα ότι η μοναδική περίοδος που η Ελλάδα δεν διεκδίκησε τα γλυπτά του Παρθενώνα ήταν το διάστημα 1967-1974, δηλαδή κατά την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (Χούντα)», αποκάλυψε ο Ρόμπερτσον ,αποδεικνύοντας περίτρανα ότι οι Έλληνες, πράγματι, έχουν προσπαθήσει άπειρες φορές να βρουν λύση μέσω της διπλωματικής οδού, με την Βρετανική πλευρά να παραμένει ανένδοτη.

«Το αποκορύφωμα της απαράδεκτης συμπεριφοράς της Βρετανίας ήρθε πέρυσι, όταν η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμα και να ανοίξει διαπραγματευτικό διάλογο για την εύρεση ενός συμβιβασμού με την Ελλάδα, παρ’ ότι και η UNESCO επέμενε», αποκάλυψε ο κ. Ρόμπερτσον, ο οποίος διατηρεί και τη βρετανική υπηκοότητα.

«Οι Έλληνες παρακαλούν και απαιτούν την επιστροφή των γλυπτών από το 1833, αλλά το Βρετανικό Μουσείο δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει τα γλυπτά στους Έλληνες οικειοθελώς.

«Κατά συνέπεια, η ελληνική κυβέρνηση έχει μόνο μια λύση για να ανακτήσει τα γλυπτά του Παρθενώνα και αυτή είναι η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».

Ο κ. Ρόμπερτσον επιρρίπτει ευθύνες και στην ελληνική πλευρά και μάλιστα, εμφανίζεται ιδιαίτερα ενοχλημένος από ορισμένους πολιτικούς της παρούσας ελληνικής κυβέρνησης, τους οποίους χαρακτηρίζει ως ανόητους, επειδή εξακολουθούν να υποστηρίζουν την διπλωματική οδό ως μέσο διεκδίκησης των γλυπτών, απορρίπτοντας μια μελλοντική δικαστική διαμάχη, μόνο και μόνο για να μην εκνευρίσουν την Βρετανία.

«Με εκπλήσσουν και μου προκαλούν απέχθεια οι πολιτικοί εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται ότι οι Έλληνες έχουν ήδη προσπαθήσει ανεπιτυχώς να κερδίσουν την επιστροφή των γλυπτών, χρησιμοποιώντας πολιτικά και διπλωματικά μέσα, την ίδια στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση γελάει ακόμα στο άκουσμα ότι οι Έλληνες θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα διεκδίκησης που εφαρμόζονταν από το 1833.

«Πίσω από όλα υπάρχει το σύνδρομο του Ναβαρίνου, μια αίσθηση ευγνωμοσύνης προς τη Βρετανία» λέει ο κ. Ρόμπερτσον στην προσπάθεια του να εξηγήσει τη συμπεριφορά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πριν περίπου ένα χρόνο (15 Μαΐου), όταν με επίσημη ανακοίνωση του τότε υπουργού Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά, απορρίφθηκαν οι προτάσεις της νομικής ομάδας Ρόμπερτσον, πριν προλάβει καν -όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Ρόμπερτσον- να τις καταθέσει επίσημα.

Ο υπουργός είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει σε νομική διεκδίκηση των γλυπτών, επειδή υπήρχε η πιθανότητα η Ελλάδα να χάσει το δικαστήριο, γεγονός που θα έκανε ακόμα πιο δύσκολή την επιστροφή τους.

«Ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα έχανε τη δίκη από μια τεχνική λεπτομέρεια, αλλά όχι επί της ουσίας», εξηγεί ο Ρόμπερτσον, αποκαλύπτοντας παράλληλα ότι «οι Βρετανοί δεν πρόκειται να αναστατωθούν, αν η Ελλάδα προχωρήσει σε μήνυση, εφόσον στην πλειοψηφία τους επιθυμούν να επιστραφούν τα γλυπτά στον τόπο καταγωγής τους και το φυσικό τους περιβάλλον, αλλά το Βρετανικό Μουσείο ανησυχεί ότι, αν αποδεχτεί την αίτηση της Ελλάδας για την ανάκληση των γλυπτών, τότε θα ανοίξει ο δρόμος διεκδίκησης και άλλων κλεμμένων έργων τέχνης από διάφορες χώρες.

«Δεν θα εκφέρω γνώμη για τα υπόλοιπα έργα τέχνης, αλλά ο Παρθενώνας είναι μοναδικός στο είδος του, εφόσον συμβολίζει την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού και της έννοιας της φιλοσοφίας και δημοκρατίας. Τα γλυπτά είναι ιστορικά έργα και μνημεία 3.000 χρόνων, πάνω στα οποία έχουν περιηγηθεί και ζήσει οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, οι πατέρες της ελληνικής ιστορίας και οι εμπνευστές της δημοκρατίας.

«Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να επιστραφούν στο φυσικό τους περιβάλλον κάτω από τον αττικό ουρανό και το ελληνικό φώς, ειδικά εφόσον υπάρχει πλέον και ένα σύγχρονο μουσείο που μπορεί να τα φιλοξενήσει με ασφάλεια».

Ο καταξιωμένος νομικός υποστηρίζει ότι τώρα είναι η σωστή στιγμή για την Ελλάδα να καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να ζητήσει την ψήφιση και εφαρμογή ενός νόμου επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα κάτω από τον αττικό ουρανό, ενώ αποκαλύπτει ότι, ενδεχομένως, «η συμπεριφορά του στρατού ISIS να αποδειχθεί καταλυτική για την Ελλάδα, επειδή μετά από τις τραγικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων, όλες οι χώρες συγκλίνουν στο ότι πρέπει να εφαρμοστεί ένας διεθνής νόμος που θα προστατεύει τα μνημεία ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας, από την κλοπή και την λεηλασία.

Ο κ. Ρόμπερτσον δείχνει στην Ελλάδα το δρόμο για τις δικαστικές αίθουσες, προειδοποιώντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, τα γλυπτά θα βρίσκονται για πάντα εκτεθειμένα στην γκαλερί Duveen, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον λόρδο Joseph Duveen, «έναν απατεώνα που στο παρελθόν συνήθιζε να χρησιμοποιεί εξαιρετικά παρεμβατικές χημικές ουσίες πάνω στα πολύτιμα γλυπτά, μεταβάλλοντας την υφή και την όψη τους» κατέληξε ο νομικός και ειδικός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Geoffrey Robertson.

Στη δεξίωση παραβρέθηκαν, επίσης, ο ελληνικής καταγωγής πολιτειακός Θησαυροφύλακας, Τομ Κουτσαντώνης, o γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Νότια Αυστραλία, Ανδρέας Κωνσταντίνος Γούρας, καθώς και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Foundation for Hellenic Studies, με επικεφαλής τους κ. Χάρη Πατσούρη και κ. Craig Crafter και φυσικά, τον πρωτεργάτη της πρωτοβουλίας, επιχειρηματία κ. Θεοφάνη Μάρα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ελληνικών Σπουδών (Foundation for Hellenic Studies), αναγέρθηκε φωτεινή επιγραφή στο κέντρο του Λονδίνου με την οποία ζητείται η επιστροφή των Γλυπτών.

Όπως γράψαμε και στον «Νέο Κόσμο» του Σαββάτου, οι Λονδρέζοι ξαφνιάστηκαν την περασμένη Πέμπτη, όταν αντίκρισαν έξω από το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, μια φωτεινή επιγραφή που ανέφερε: «Σας δώσαμε φιλοσοφία, δημοκρατία, λογική, θέατρο, κωμωδία, δικαιοσύνη. Σας παρακαλούμε δώστε μας πίσω τα γλυπτά μας».