Το καλούπι ενός χρυσού δακτυλιδιού που έδωσαν οι εργαζόμενοι στον Όσκαρ Σίντλερ βρέθηκε στη Μελβούρνη.
Το βρήκε τυχαία ο Luis Gross, πριν το πετάξει στα σκουπίδια μαζί με άλλα άχρηστα πράγματα που του άφησε ο πατέρας του, ο Josef Gross, ο οποίος ήταν χρυσοχόος του Σίντλερ.
Το δακτυλίδι αυτό το έδωσαν οι εργαζόμενοι στο αφεντικό τους για να εκφράσουν την εκτίμησή τους που τους έσωσε από τους ναζί.
Υπάρχει και σχετική σκηνή από την ταινία του 1993 Schindler’s List.
Τώρα, το καλούπι που βρέθηκε στη Μελβούρνη δωρίστηκε στο Jewish Holocaust Centre της Μελβούρνης και αποτελεί κειμήλιο του ολοκαυτώματος.
Ποιος όμως ήταν ο Όσκαρ Σίντλερ;
Ο απατεωνίσκος! Έτσι απαξιωτικά φώναζαν τον Σίντλερ πριν τον πόλεμο στο χωριό του, το Τσβίταου της Μοραβίας (σημερινή Τσεχία) και δεν είχαν άδικο. Από το σχολείο αποβλήθηκε γιατί πλαστογράφησε το ενδεικτικό του. Τον ενδιέφερε μόνο η καλή ζωή, οι γρήγορες μηχανές και οι γυναίκες. Οι μικροαπατεωνιές προκαλούσαν συγκρούσεις με τον πατέρα του και διεκόπη η σχέση τους. Το 1936 έγινε πράκτορας των Γερμανών. Το Φεβρουάριο του 1939 εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα.
Η γερμανική εισβολή στη Πολωνία το 1939, ήταν γι αυτόν μια απρόσμενη ευκαιρία να πλουτίσει. Μετακόμισε στην Κρακοβία και αγόρασε μια επιχείρηση κατασκευής σκευών εμαγιέ, η οποία ανήκε πριν σε Εβραίους. Το σχέδιο του ήταν να φτιάχνει σκεύη σίτισης για το γερμανικό στρατό. Με καλοπιάσματα και αρκετές δωροδοκίες, ανέπτυξε φιλίες με πρόσωπα κλειδιά του γερμανικού στρατού, προκειμένου να του αναθέσουν συμβόλαια παραγωγής. Σύντομα μετέτρεψε τη μικρή επιχείρηση σε μεγάλο εργοστάσιο, γνωστό ως Emalia. Αποφάσισε να προσλάβει Εβραίους εργαζόμενους με κριτήριο την κερδοσκοπία, καθώς ήταν ένα πάμφθηνο προσωπικό. Περίπου 1.000 Εβραίοι ξεκίνησαν να δουλεύουν καταναγκαστικά, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εργασίας των Εβραίων σε εργοστάσια Γερμανών, για την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας. Η γνώμη του για τους Εβραίους άλλαξε όταν γνωρίστηκε καλύτερα με τον Εβραίο λογιστή, Ισαάκ Στερν. Ο δεσμός τους έγινε ισχυρός και ο Σίντλερ υποστήριξε τους Εβραίους με έργα και όχι με ανώφελη συμπάθεια.
Το 1942, οι Γερμανοί αρχίζουν να μεταφέρουν τους Εβραίους της Κρακοβίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Σίντλερ αντιδρά με τον τρόπο που ξέρει. Με προσωπική διπλωματία και δωροδοκίες δεν αφήνει τους Ναζί να πειράξουν τους δικούς του εργαζόμενους. Το 1943 αποφασίστηκε το οριστικό κλείσιμο του «γκέτο» της Κρακοβίας. Δημιουργήθηκε ένα κέντρο εργασίας έξω από την πόλη, όπου θα εργάζονταν μόνο οι υγιείς Εβραίοι και οι υπόλοιποι θα εκτελούνταν ή θα στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Σίντλερ έγινε μάρτυρας επιδρομής των Γερμανών στο γκέτο και σοκαρίστηκε από την άγρια δολοφονία των Εβραίων. Αποφάσισε να δράσει δυναμικά. Δημιούργησε στο εργοστάσιο του τμήμα παραγωγής όπλων, για να ενταχθεί στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα και να προστατεύσει τους εργαζόμενούς του. Με αυτό το επιχείρημα έπεισε τον υπεύθυνο αξιωματικό Άμον Γκετ, να κρατήσει τους εργάτες του, επειδή ήταν απαραίτητοι στην παραγωγή όπλων.
Το 1944, καθώς ο κόκκινος Στρατός πλησίαζε στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στα ανατολικά, οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν όλους τους Εβραίους κρατουμένους δυτικά. Έκλειναν το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο. Ανάμεσα τους και αυτό του Σίντλερ, που κατάφερε να προλάβει τις εξελίξεις. Με τη συνήθη τακτική της δωροδοκίας, εξασφάλισε τη μεταφορά του εργοστασίου του και των εργαζομένων του στο Μπρούνλιτζ, στην Τσεχία. Έτσι φτιάχτηκε μια λίστα με τα ονόματα των Εβραίων που θα έμπαιναν στο τρένο για την Τσεχία, αντί για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τελικά τον Οκτώβριο, μεταφέρθηκαν αρχικά περίπου 800 άτομα και στη συνέχεια 300 γυναίκες και παιδιά. Η δεύτερη ομάδα οδηγήθηκε κατά λάθος στο Άουσβιτς, αλλά ο Σίντλερ μετά από άμεσες ενέργειες κατόρθωσε να τους σώσει και να τους οδηγήσει στην Τσεχία. Οι Εβραίοι του χρώσταγαν τη ζωή τους. Όταν ο πόλεμος έληξε τον ευχαρίστησαν με ένα συγκινητικό τρόπο. Την ώρα του αποχαιρετισμού, του χάρισαν ένα δαχτυλίδι, για να το φορά συνέχεια και να διαβάζει το ρητό που έγραψαν στον κύκλο του: “Όποιος σώζει μια ζωή, σώζει τον κόσμο ολόκληρο”. Ο Σίντλερ δεν είχε σώσει όλο τον κόσμο αλλά σίγουρα, ήταν από τους ελάχιστους Γερμανούς που το προσπάθησε.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, κατέφυγε με την γυναίκα του στην κατεχόμενη από τους Αμερικανούς Αυστρία. Το 1949 μετακόμισε στην Αργεντινή, όπου αγόρασε μία φάρμα. Μέχρι το 1957 είχε πτωχεύσει και βασιζόταν σε φιλανθρωπίες Εβραίων. Ο Σίντλερ, έκανε άσωτη ζωή με αλόγιστες σπατάλες, γυναίκες, πολύ αλκοόλ και αποτυχημένες επαγγελματικές επιλογές. Το 1958 εγκατέλειψε την σύζυγο του και επέστρεψε στη Γερμανία για να ανοίξει επιχείρηση παραγωγής τσιμέντου. Απέτυχε. Από τότε και μετά βασιζόταν σε εβραϊκές φιλανθρωπίες και σε μία μικρή σύνταξη που του αποδόθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση το 1968. Έως το τέλος της ζωής του, κάθε άνοιξη επισκεπτόταν το Ισραήλ. Πολλοί Γερμανοί εξοργίστηκαν εναντίον του επειδή βοήθησε τους Εβραίους και κατέθεσε κατά των Ναζί εγκληματιών πολέμου. Πέθανε το 1974 και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του σε καθολικό νεκροταφείο, στο Ισραήλ
Η αυθεντική λίστα, με ημερομηνία 18 Απριλίου 1945, ήταν δακτυλογραφημένη σε χαρτί από τον Ιτζάκ Στερν, λογιστή του Σίντλερ και πωλήθηκε από τον ανιψιό του Στερν.
Όσοι επέζησαν χάρη στον Όσκαρ, άφησαν συμβολικά μια πέτρα στο τάφο του και το 1974, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ζούσαν ακόμη.
Κανείς δεν γνώριζε μέχρι το 1980 τον Γερμανό επιχειρηματία Όσκαρ Σίντλερ, που έσωσε από το Άουσβιτς 1.200 Εβραίους, οι οποίοι δούλευαν στο εργοστάσιο του. Τότε, ένας επιζών του Ολοκαυτώματος, ο Poldek Pfefferberg αφηγήθηκε την ιστορία του.
Ο Αυστραλός Τόμας Κενάλι αποφάσισε να γράψει την ιστορία του Όσκαρ σε βιβλίο, με τον τίτλο «Η Λίστα του Σίντλερ» που εκδόθηκε το 1982. Όμως η ηρωική πράξη του Σίντλερ έγινε ευρύτερα γνωστή το 1993, μέσα από την ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το πολεμικό βιογραφικό δράμα, συγκίνησε τον κόσμο, ενώ στην απονομή των Όσκαρ που έγινε στις 22 Μαρτίου του 1994, κέρδισε 7 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων της καλύτερης ταινίας.