Όταν λέμε… μια αληθινή ιστορία θα πρέπει να έχει, απαραιτήτως, κι ένα συμπληρωματικό χαρακτηρισμό κοντά της, προκειμένου να τραβήξει, να έλξη που λέμε, τον αναγνώστη. Αληθινή ιστορία χαράς ή λύπης; Πόνου και θλίψης; Φίλες και φίλοι, είναι η αληθινή ιστορία ενός πατέρα. ακούστε την και… κλάψτε μαζί μας.
« Ξέρεις, εμείς ήλθαμε αργά στην Αυστραλία. Όταν λέω εμείς εννοώ τους τρεις μας, η γυναίκα μου, η κορούλα μας η Μαρίκα κι εγώ. Το παλέψαμε. Φτιαχτήκαμε, που λένε και οι δικοί μας. Για τη γυναίκα μου, που δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα, αντίβαρο ήταν οι καλύτερες συνθήκες που διαπίστωσε πως υπάρχουν στην Αυστραλία, για να μεγαλώσεις ένα παιδί και άλλαξε γνώμη για τη μακρινή Ήπειρο. Εγώ, όσον αφορά τη συγκεκριμένη άποψη της γυναίκας μου, έχω τους ενδοιασμούς μου, αλλά το συζητάμε σε άλλη συνάντησή μας. Περισσότερο η γυναίκα και λιγότερο εγώ, λόγω και άλλων υποχρεώσεων, σκοπό μοναδικό, πρωταρχικό της κόρης μας η μόρφωση, της κόρης μας η ζωή. Πήγαινε το κορίτσι μας στο σχολείο και ερχόταν η γυναίκα μου στην τότε δουλειά μας, να βοηθήσει στη μεσημβρινή φούρια. Δεν προλάβαινε το ρολόι να πλησιάσει τις 2 και έφευγε να πάρει το παιδί. Να βρει τη μάνα της απ’ έξω από το σχολείο η Μαρίκα.
«Δεν θέλω να βγει το κορίτσι και να μη με δει εκεί». Ένα βράδυ που γύρισα σπίτι, δεν πρόλαβα να καθίσω, να πιω μια γουλιά νερό και με κάθισε, στο αντικριστό που λέμε και με ύφος, ανακοίνωσε: «Θέλω να κουβεντιάσουμε για το κορίτσι. Πρέπει να νοιαστούμε από τώρα. Να το πάμε σε ιδιωτικό, καλό σχολείο. Πήρα τιμές και πληροφορίες. Τρία σπίτια πιο κάτω μένουν Έλληνες. Μια αξιοπρεπέστατη κυρία. Τα δύο κορίτσια τους τα στέλνουν σε ιδιωτικό. Είναι πολύ ευχαριστημένη. Πήγαμε και μου έδειξε το σχολείο. Καταπληκτικό σε οργάνωση, κανονισμούς, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, μουσική, αθλητισμό, τέχνες και ότι μπορείς να φανταστείς. Μισή ώρα ν’ αργήσει η μαθήτρια, το σχολείο επικοινωνεί, αμέσως, με γονείς ή κηδεμόνες. Το κάτι άλλο σου λέω. Θα πάμε, θα το δεις και θα καταλάβεις. Πρέπει να υποβάλουμε την αίτηση επειγόντως. Θα μας δεχθούν γιατί μας σύστησε και εγγυήθηκε, χωρίς να μας ξέρει, η κ. Σοφία, η αξιοπρεπέστατη κυρία που σου έλεγα. Και κάτι άλλο, στο στενό μετά την λεωφόρο, είναι μια κυρία που παραδίδει μαθήματα πιάνου. Η κ. Σοφία στέλνει τα κορίτσια της. Θα πάμε αύριο να με συστήσει και, αν μου αρέσει θα την πηγαίνω για πιάνο. Της αρέσει το πιάνο της Μαρίκας. Είχε μάθει και τις νότες και τα δακτυλάκια της, είχαν αρχίσει να τρέχουν στα πλήκτρα. Θα την γράψω. Θα δω τι θα ζητήσει η δασκάλα. Χίλια γρόσια δεν θα είναι».
Να μην στα πολυλογώ, Κωνσταντή, η κόρη μας μεγάλωσε, τελείωσε το, πράγματι, καλό σχολείο. Η μάνα της δίπλα της, κοντά της, κάθε στιγμή πλάι της. Στο Πανεπιστήμιο με τις κάποιες διακρίσεις και διατριβές και τα πτυχία της. Καμάρι μας, χαρά μας, η ζωή και της μάνας της και ή δική μου. Όμορφη, ψηλή και λυγερή, έμοιασε της μάνας της. Καλύτερα από το να έμοιαζε εμένα. Κάποια ώρα, αδελφέ, χτύπησε και η καρδούλα της. Καλό παιδί ο Γιώργος, επιστήμονας, ομορφάντρας και ερωτευμένος άγρια με την Μαρίκα μας. Παρά την αρχική αντίδραση της γυναίκας μου, που ήθελε το πριγκιπόπουλο πασών των Πολιτειών , η Μαρίκα μας παντρεύτηκε τον Γεώργιο και η ευτυχία τους ήταν διάχυτη παντού.
Δεν πέρασαν παρά δέκα μόνο μήνες από το γάμο και μας χάρισαν μια όμορφη εγγονή. Όπως ήταν επόμενο, η όμορφη κόρη της κόρης μας πήρε το όνομα της γιαγιάς της, της μητέρας του γαμπρού μας. Το δεύτερο, που πέρασαν τρία χρόνια για να κάνει την εμφάνισή του, αγοράκι, έχει τ’ όνομά μου. Ευτυχισμένοι ήταν και φαίνονταν, τόσο που στη μάνα της και σε μένα, άρχισε να καρφώνεται στο στήθος μας ο φόβος.
Ένας φόβος δυνατός, ανεξήγητος, βαρύς. Άρχισε να τρέχει στους γιατρούς και στη μάνα της να λέει λίγα και μπερδεμένα. Κάτι για γυναικολογικά, κάτι «δεν είναι τίποτα θα περάσει» και τελικά ήταν το… κακό η επάρατος που λένε. Είπαμε να πάμε στην Αμερική, στη Ρωσία, Στην Αγγλία ή όπου μάθουμε πως έχουν κάτι καινούργιο. Ν’ ανέβουμε στα όρη, στα βουνά, να πουλήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, μήπως και καταφέρουμε να κατευνάσουμε τους πόνους, εκείνους τους δυνατούς, τους ανυπόφορους. Είχαν πει πως θα τα καταφέρει να το παλέψει έξι μήνες. Το πάλεψε κοντά στα τρία χρόνια. Το πάλεψε, πίστευε, ήλπιζε πως… θα δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν. Εμείς, όσο δεν είχαμε γεράσει τα χρόνια τα δύσκολα κι’ όσο καταφέραμε να ξεγελάσουμε το καμπούριασμα της πλάτης στα γηρατειά μας, τόσο μια χούφτα κόκκαλα, κινούμενα, γίναμε η γυναίκα μου κι’ εγώ, απ’ την ημέρα που αρρώστησε το κορίτσι μας. Δεν ήταν παρά τρεις μέρες πριν φύγει που με σβησμένη φωνή μου είχε πει: «πατέρα σε παρακαλώ κάνε κάτι. Ξέρω πως θα με φωνάξει ο Θεός κοντά του, αργά ή γρήγορα. Παρακάλεσέ τον να είναι… γρήγορα, να είναι τώρα.
Μία Πέμπτη γονείς έθαψαν το παιδί τους. Θυμάσαι την κηδεία της κόρης μου Κωνσταντή;