Την πρώτη φορά που είδα άστεγους να κοιμούνται στο κέντρο της πόλης ήταν στο Λονδίνο του 1992.
Στην πραγματικότητα, μπροστά στα κλειστά μαγαζιά, έχοντας για στρώμα ένα διαμελισμένο χαρτονένιο κουτί.
Αυτή η εικόνα, μου είχε μείνει για χρόνια, κυνηγώντας με κάθε φορά που γύριζα στο συγκεκριμένο ταξίδι, μάταια κι αν προσπαθούσα να την αντικαταστήσω με το υπέροχο παζάρι από αντίκες που απόλαυσα ένα Κυριακάτικο απόγευμα στις Βρυξέλλες.
Μέχρι που, προχτές, περπατώντας στο κέντρο της πόλης, κάτι που σπάνια κάνω αυτόν τον καιρό, έπεσα κυριολεκτικά πάνω σε μια νεαρή γυναίκα που είχε, όχι απλά το στρώμα της, αλλά όλο το “νοικοκυριό” της στο πεζοδρόμιο της Elizabeth Street. Mου έκανε εντύπωση πόσο ήρεμα κοιμόταν, παρά το θόρυβο γύρω της, ανενόχλητη. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να άργησε να κοιμηθεί για να είναι ακόμη, 11 το πρωϊ, στο “κρεββάτι”.
Ήταν μια εικόνα παράξενη για το τοπίο. Δεν έδειχνε σημεία πενίας και κακομοιριάς, αλλά ένα νοικοκυρεμένο σπίτι που είχε πρόβλημα χώρου. Δηλαδή σε 2,5 μέτρα να χωρέσει η κρεβατοκάμαρα και η κουζίνα μαζί. Το σκέπασμα-πάπλωμα patchwork σε χρώματα χαρούμενα όπου κυριαρχούσε το απαλό ροζ το κόκκινο και το πράσινο. Τα μαλλιά της ξέμπλεκα ξανθά πλαισίωναν ένα πρόσωπο λεπτό, ήρεμο, γαλήνιο. Στα πόδια του κρεβατιού, ένα είδος κινητής εταζέρας με ένα μετάλλινο mag, ένα thermos και ένα ζευγάρι γάντια μπεζ με τρύπια δάχτυλα. Πίσω στην πλάτη της, μισοκρυμμένος, ένας ταξιδιωτικός σάκος .
Η εικόνα δεν είχε να κάνει τίποτε με αυτή των άστεγων που είχα δει ή φανταζόμουν. Περπατώντας λίγο πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο και πλησιάζοντας την Flinders Lane, θα δω κι άλλα «νοικοκυριά» αστέγων με τους ίδιους να έχουν ξυπνήσει από τον βραδινό τους ύπνο και να παρακολουθούν την κίνηση σαν να μην είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν.
Τους κοίταζα διακριτικά και ίσως ήταν αυτό που έδωσε την ώθηση σ’ έναν τριαντάρη με γένια μέχρι το ζωνάρι του παντελονιού του και μάτια κόκκινα να με πλησιάσει και να μου ζητήσει “couple dollars for lunch”. “Mην του δίνεις”, ήταν η παραίνεση του συνοδού μου, χρόνια πριν, σε τέτοιες περιπτώσεις και ήλθε να με στοιχειώσει ξανά. (Το σκεπτικό του ήταν ότι ενθαρρύνω μ’ αυτόν τον τρόπο την επαιτεία).
Τον είχα αγνοήσει τότε και το ίδιο σκόπευα να κάνω και τώρα. Θα το μετάνιωνα βέβαια οικτρά γιατί το κέρμα των δύο δολαρίων που έδωσα στον πρώτο ήταν σαν να έδωσε το σύνθημα και σε κάθε πέντε βήματα με πλησίαζε κάποιος άλλος από αυτούς που είχαν κατασκηνώσει στο πεζοδρόμιο για να μου πει ότι ‘έχει να φάει από χτες’. Τα κέρματα που είχα για το πάρκινγκ τελείωσαν, όχι όμως κι εκείνοι που με ακολουθούσαν και όταν ανέβηκα την Collins Street και έστριψα αριστερά στην Exhibition για να πάω στο ραντεβού μου.
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΨΗΛΑ
Ναι, οι επαίτες της πόλης, όπως τους αποκαλούν, έχουν πληθύνει. Πολλοί ανησυχούν ότι χαλούν το τοπίο. Ο άρχων της πόλης, Robert Doyle, φαίνεται να σηκώνει τα χέρια ψηλά. Είναι εκεί στο κατώφλι του και λίγο πιο πέρα. Αν η Μελβούρνη που είναι η πλέον βιώσιμη πόλη του κόσμου παρουσιάζει αυτήν την εικόνα, δεν είναι από αστείο μέχρι τραγικό;
Συν επικίνδυνο, προκύπτει, από πρόσφατη συμπεριφορά ορισμένων που έχουν την ταμπέλα ‘επαγγελματίες επαίτες’ και αν δεν λάβουν τον οβολό των περαστικών, γίνονται επιθετικοί.
Γι’ αυτήν τη συμπεριφορά, φαίνεται ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα ο δήμαρχος τονίζοντας ότι “δεν πρέπει να χάσουμε τον έλεγχο στην Elizabeth Street που είναι ο κεντρικότερος και πιο πολυσύχναστος δρόμος της πόλης. Ο Δήμος, η πολιτειακή κυβέρνηση, καθώς και όλοι οι έχοντες ρόλο σ’ αυτό το θέμα φιλανθρωπικοί οργανισμοί, θα πρέπει να επέμβουν όταν και όπου υπάρχει ανάρμοστη συμπεριφορά. Απλά, αθώοι πολίτες που κυκλοφορούν στο κέντρο, δεν θα πρέπει να αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο ή απειλούνται από ανάρμοστη συμπεριφορά”.
Αυτά, μετά από ένα περιστατικό όπου ένας επαίτης κοντά στη γωνία Elizabeth Street και Flinders Lane, επιτέθηκε, χωρίς λόγο, σ’ έναν περαστικό, και έγινε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Herald Sun» της Τετάρτης.
Eρωτηθείς επ’ αυτού, o Major Brendan Nottle από το Salvation Army, δήλωσε ότι “είμαστε μαζί τους. Προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε μ’ όποιον τρόπο μπορούμε, όλους εκείνους που αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουμε . Αυτός είναι ο ρόλος μας. Από την άλλη όμως πλευρά καταδικάζουμε οποιαδήποτε πράξη παράνομη ή απειλητική για το κοινό. Αυτό ας το ξεκαθαρίσουμε”.
ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΕΣ
Μία άλλη σοβαρή πλευρά του ιδίου θέματος, είναι ότι οι άστεγοι και οι επαίτες της πόλης παρουσιάζουν σοβαρό πρόβλημα και στους καταστηματάρχες. Και δεν μιλάμε για εκείνους που κάνουν την εμφάνισή τους στο Florentino της Bourke St., απέναντι από το Salvation Army, και τα γκαρσόνια του εκλεκτού υπαίθριου σικάτου εστιατορίου, όπου συχνάζει who is who, τους απομακρύνουν μόλις και θα κάνουν να πλησιάσουν τους πελάτες τους, αλλά εκείνους που κοιμούνται (όπως καλή ώρα την κοπέλα που είδα εγώ) στο πεζοδρόμιο, μπλοκάροντας συχνά αυτήν την είσοδο σ’ ένα συγκεκριμένο κατάστημα.
Στην Elizabeth Street, για παράδειγμα, ένας άστεγος έχει κατασκηνώσει μπροστά στο κατάστημα Sugar Station, που πουλά σοκολάτες και καραμέλες. Η διευθύντρια, Este Bloem, ανησυχώντας για το γεγονός ότι οι πελάτες έρχονταν, έβλεπαν και απέρχονταν, κάλεσε την Αστυνομία για να πάρει την απάντηση ότι νομικά δεν έχει δικαίωμα να του ζητήσει του άστεγου να της αδειάσει τη γωνιά, στη συγκεκριμένη περίπτωση την είσοδο που εμποδίζει τους πελάτες να μπούνε στο μαγαζί να αγοράσουν τις σοκολάτες της και να μπορέσει κι εκείνη στο τέλος της ημέρας να πει ότι έβγαλε τουλάχιστον το μεροκάματο που πληρώνεται. Όχι. Ο νόμος δεν το επιτρέπει”.
Εκπρόσωπος του Δήμου Μελβούρνης, δήλωσε αναφορικά ότι πέρυσι είχε πληρώσει τα δικαστικά έξοδα προκειμένου να υποχρεωθεί το Salvation Army να προσφέρει βοήθεια στους επαίτες του κέντρου της πόλης, ώστε να μην ενοχλούν τους περαστικούς και χαλούν την εικόνα της πόλης για τους τουρίστες.
Το δικαστήριο απεφάνθη ότι οι επαγγελματίες επαίτες αρνούνται να δεχτούν βοήθεια από οργανισμούς όπως είναι το Salvation Army.
“Οι περισσότεροι επαίτες του κέντρου είναι γνωστοί τόσο στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς, όσο και στην Αστυνομία. Εκείνο το οποίο τονίζουμε, απευθυνόμενοι στους πολίτες, είναι μη δίνετε βοήθεια απευθείας στους επαίτες και μιλήστε στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθούν”.
Το έχω ακούσει αυτό ξανά ή μου φαίνεται;