Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκεται από χθες το πρωί ο Συνασπισμός, κατηγορούμενος για βρώμικο πολιτικό παιχνίδι, λόγω της χρονικής στιγμής που επέλεξε η Ομοσπονδιακή Αστυνομία να κάνει επιδρομή στο γραφείο του γερουσιαστή του Εργατικού Κόμματος, Stephen Conroy, στο Treasury Place, καθώς και σε κατοικία υπαλλήλου του κόμματος στο Brunswick της Μελβούρνης.
Η επιδρομή της Αστυνομίας τα ξημερώματα της Παρασκευής, σύμφωνα με ανακοίνωσή της, αφορά την υπόθεση διαρροής απορρήτων εγγράφων από τον οργανισμό NBN (Εθνικό Ευρυζωνικό Δίκτυο (National Broadband Network) στα ΜΜΕ, έγγραφα τα οποία ανέφεραν ότι το δίκτυο των Optus και Telstra που αγόρασε ο κυβερνητικός οργανισμός ΝΒΝ με τη συγκατάθεση του Συνασπισμού έναντι εκατοντάδων εκατομμυρίων ,είναι σε χείριστη κατάσταση και ανίκανο να παράσχει γρήγορη διαδικτυακή πρόσβαση σε πολλές περιοχές της χώρας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας πέρυσι το Νοέμβρη, για να επισκευαστεί μόνο το δίκτυο της Optus, που αγοράστηκε από την κυβέρνηση έναντι $800 εκατ. έπρεπε να ξοδευτούν επιπρόσθετα άλλα $375 εκατ.
Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία, στην ανακοίνωσή της, ανέφερε, μεταξύ άλλων,
ότι η ΝΒΝ είχε καταγγείλει την υπόθεση διαρροής κυβερνητικών εγγράφων στην Αστυνομία από τις 9 Δεκεμβρίου 2015, ότι η έρευνα της Αστυνομίας άρχισε από τότε και ότι η τελευταία εξέλιξη αποτελεί τμήμα της συγκεκριμένης έρευνας.
Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία αρνήθηκε την εμπλοκή της κυβέρνησης στην απόφασή της να προβεί στην συγκεκριμένη έρευνα δύο μόλις εβδομάδες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου αναφέροντας στην ανακοίνωσή της ότι αξιωματούχοι της επέλεξαν την συγκεκριμένη στιγμή και ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η Αντιπολίτευση ενημερώθηκαν για την επιδρομή μετά τη λήξη της.
Ο πρωθυπουργός, Malcolm Turnbull, που σημειωτέον ήταν ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών που ενέκρινε την αγορά του δικτύου της Optus και Telstra, δήλωσε ότι η απόφαση για την διεξαγωγή της επιδρομής πάρθηκε αποκλειστικά από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία, η οποία είναι ανεξάρτητη και δεν δίνει λόγο για τα πεπραγμένα της ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αντιπολίτευση.
Εντούτοις, το Εργατικό Κόμμα που βρέθηκε στο στόχαστρο της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, είχε εντελώς διαφορετική άποψη. O σκιώδης γενικός εισαγγελέας, Mark Dreyfus, αμφισβήτησε δημόσια το κατά πόσο η κυβέρνηση δεν ενεπλάκη στο να γίνει η συγκεκριμένη επιδρομή, καλώντας τον πρωθυπουργό να αποκαλύψει αν άσκησε πιέσεις στον οργανισμό NBN, ο οποίος, όπως είπε, «ανήκει στην κυβέρνηση» να καταγγείλει στην ομοσπονδιακή Αστυνομία την συγκεκριμένη διαρροή εγγράφων, αντιτάσσοντας μία άλλη παρόμοια υπόθεση διαρροής απορρήτων από την εθνική επιτροπή ασφαλείας του υπουργικού συμβουλίου, διαρροή για την οποία δεν έγινε καμία καταγγελία στις Αρχές.
«Διανύουμε τη δεύτερη εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου και πιστεύω ότι η Ομοσπονδιακή Αστυνομία θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτική όσον αφορά την απόφασή της να διεξάγει τη συγκεκριμένη επιχείρηση αυτήν τη χρονική στιγμή. Είναι φυσικό επακόλουθο και πιστεύω ότι η Αστυνομία το γνωρίζει, ότι μία τέτοια επιχείρηση αυτήν την περίοδο, αφήνει υπόνοιες ότι έχει πολιτικά κίνητρα» είπε ο κ. Dreyfus.
Επίθεση κατά της κυβέρνησης εξαπέλυσε και το πρωτοκλασάτο στέλεχος του Εργατικού Κόμματος, Anthony Albanese, απαιτώντας από τον πρωθυπουργό και, όπως προαναφέραμε, πρώην υπουργό Τηλεπικοινωνιών, να αποκαλύψει την εμπλοκή του στην υπόθεση. «Τα συγκεκριμένα έγγραφα, στην ουσία, αφορούν στοιχεία για το Ευρυζωνικό Δίκτυο, τα οποία ο κόσμος έχει δικαίωμα να γνωρίζει» είπε ο κ. Albanese.
Αξίζει να προσθέσουμε, ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που διέρρευσαν τον Νοέμβρη, το γεγονός ότι η κυβέρνηση πλήρωσε «τον κούκο αηδόνι» και προκειμένου να διορθωθεί το ανεπαρκές δίκτυο χρειάζονται κάμποσες εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, αφήνει πολλά ερωτηματικά. Αν ο κ. Turnbull γνώριζε την κατάσταση του δικτύου πριν εγκρίνει την αγορά του, γιατί προχώρησε σ’ αυτή και αν δεν την γνώριζε και οι δύο εταιρίες τον παραπλάνησαν γιατί η κυβέρνηση δεν έχει μέχρι στιγμής ζητήσει να αποζημιωθεί απ’ αυτές με δεδομένο το γεγονός ότι εξαπατήθηκε.
Σημειώνεται ότι η Ομοσπονδιακή Αστυνομία υποστηρίζει ότι “οι επιδρομές έγιναν στο πλαίσιο έρευνά της” και πως “δεν της ασκήθηκε πολιτική πίεση”.