To έλεγαν όλοι όσοι το δοκίμαζαν, ότι είναι ασύγκριτο, η φωνή τους, όμως, πνιγόταν στο ανώνυμο πλήθος. Μέχρι την ώρα του διαγωνισμού -στην ουσία δύο- ενός για τη Βικτώρια και ενός για όλη την Αυστραλία, όπου το γιαούρτι PROCAL κέρδισε το χρυσό βραβείο -πρώτο στο είδος του- αποζημιώνοντας τους εμπνευστές του, πατέρα Nick και υιό Adam Thyssen, για την επιμονή και το μεράκι να φτιάξουν ένα γιαούρτι σαν αυτό στα Βαλιμίτικα Αιγίου.

Ο Νick Thyssen είναι γνωστός στην Αυστραλία περισσότερο για μια άλλη πρωτιά. Είναι εκείνος που, για πρώτη φορά, έφτιαξε χυμό από φρέσκα πορτοκάλια, το PATRA JUICE, που αργότερα μετονομάστηκε ORIGINAL JUICE, όταν το 1987 η εταιρία άλλαξε χέρια.

Από τότε η έμπνευση, η εργατικότητα και το ανήσυχο πνεύμα του, τον οδήγησαν σε πολλά μονοπάτια, όπου διακρίθηκε, αρχίζοντας πάντα από την αρχή. Ο ίδιος περηφανεύεται ότι ‘ποτέ δεν αγόρασε έτοιμη εταιρία’.

ΟΤΑΝ ΧΤΙΣΕΙ ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ

«Όταν χτίζω το αυλάκι είμαι πάντα εκεί. Μετά βάζω άλλον» λέει σήμερα, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, αλλά και να διανύσει μεγάλες αποστάσεις, φτάνοντας στο χωριό του, τα Βαλιμίτικα Αιγίου, όπου, σε ηλικία οκτώ χρόνων, έβοσκε τη μοναδική αγελάδα που υπήρχε στο χωριό και έφτιαχνε γιαούρτι. Το πουλούσε και είχε έναν ξύλινο κουμπαρά που έβαζε τα χρήματα.

Τον συνάντησα στο εργοστάσιο κολοσσό, στο Cambellfield, όπου με σεργιάνισε και μου έδειξε όλες τις μηχανές που γνωρίζει ο ίδιος πώς δουλεύουν και είναι ο πρώτος που εντοπίζει ‘ αν κάτι δεν πάει καλά’. «Δεν υπάρχει μηχανή που να μην ξέρω πώς δουλεύει», μου λέει με φανερή ικανοποίηση, έτσι όπως τον ακολουθώ, αγνώριστη από την πανοπλία όλων εκείνων που πρέπει να φορέσω, αλλοιώς το σύστημα μου απαγορεύει την είσοδο.

«Το γιαούρτι μας είναι μοναδικό γιατί πλησιάζει πάρα πολύ το ελληνικό. Στην ουσία αυτό που έφτιαχνα, από οκτώ χρόνων, στο χωριό» λέει απλά, αλλά με περηφάνια που δεν δοκιμάζει να κρύψει. «Κοίταξε, όπως γνωρίζεις, στην αγορά υπάρχουν πάρα πολλά γιαούρτια. Η πρόθεσή μας δεν ήταν να φτιάξουμε άλλο ένα, που δεν θα διαφέρει πολύ από τα άλλα. Αντίθετα, είχαμε κατά νου μια συγκεκριμένη γεύση την οποία επιτύχαμε, όχι χωρίς κόπο βέβαια και επιμονή. Το ότι την αγάπησε αυτή τη γεύση ο κόσμος για μας είναι μεγάλη ικανοποίηση, όπως άλλωστε είναι και η σημερινή επιβράβευση» λέει ο ακούραστος εντερπρενέρ ο οποίος βλέπει ευκαιρίες εκεί που οι άλλοι τις προσπερνάνε.

Ενδεικτικά, αναφέρεται στα ξερά κολοκύθια που είδε στο Laverton και τον οδήγησαν στους φαρμαδόρους που τα πετούσαν γιατί εξωτερικά δεν ενδιέφεραν. Ο ίδιος είχε άλλη άποψη και, ξεκινώντας από κει παράγει δύο τόνους τη μέρα καθαρισμένο πουρέ κολοκύθας, που σίγουρα θα έχετε πολλοί από σας γευτεί σε σικάτα ή μη εστιατόρια, στην πολύ γευστική κολοκυθόσουπα. «Όταν βρεις μια καλή ιδέα, μην την εγκαταλείπεις ποτέ» λέει σε συμβουλευτικό τόνο, ενώ συνάμα αποκαλύπτει πώς λειτουργεί ο ίδιος.

«Το μυαλό μου δουλεύει συνέχεια. Τίποτα δεν περνά απαρατήρητο» δηλώνει, κοιτώντας με ερευνητικά, προφανώς για να διαπιστώσει αν είμαι μέσα στο πνεύμα του. Για καλό και για κακό, κάποιες διευκρινίσεις, δεν κάνουν κακό. «Ίσως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι από τα παιδικά μου χρόνια, έπρεπε να βρω τρόπους να συμβάλλω κι εγώ στην επιβίωση της οικογένειας. Είμαστε πάμφτωχοι. Ο παππούς μου είχε εννέα παιδιά και ο πατέρας μου πέντε. Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο, μαζεύαμε ελιές και σκάβαμε τη γη.

Όλοι στην οικογένεια δουλεύαμε. Όταν ήμουν 10 – 11 χρόνων, είχαμε 60 ρίζες λεμονιές με την μητέρα μου. Επίσης, εκτός από τα χωράφια, όταν έγινα έντεκα χρόνων δούλευα και γκαρσόνι στο καφενείο του χωριού. Αγαπούσα πολύ τα γράμματα, αλλά προτεραιότητα, τα χρόνια εκείνα, είχε η δουλειά. Θυμάμαι, έβοσκα τη γελάδα, ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρόνων και είχα το αναγνωστικό μαζί μου και διάβαζα. Για μια στιγμή που το απόθεσα κάτω, το ζωντανό μου το έφαγε!».

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ

Είναι δύσκολο, βέβαια, να τα οραματιστείς όλα αυτά, όταν σε δέχεται στο παλάτι του, στα ανατολικά προάστια, με κήπους που σίγουρα συναγωνίζονται το Buckingham Palace, η προσπάθεια όμως σίγουρα γίνεται…

Η αναδρομή στα πρώτα χρόνια, ως μετανάστης, στην Αυστραλία, μου αποκαλύπτει έναν άνθρωπο δυναμικό, ανθεκτικό στη σκληρή δουλειά, αλλά και τρομερά ευσυγκίνητο, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στα δεινά των άλλων.

«Δούλευα εφτά μέρες τη βδομάδα σε δυο δουλειές. από τις 7 το πρωί μέχρι τις 4.30 το απόγεμα και από τις 5 – 11.30 σε ρεστοράν. Το Σάββατο από τις 9 το πρωϊ μέχρι τις 10.30 το βράδυ και τις Κυριακές 12 το μεσημέρι με 12 τα μεσάνυχτα. Ποτέ δεν ένιωσα κόπωση. Μέχρι σήμερα, πιστεύω ότι η δουλειά σε θρέφει. Είμαι υγιέστατος», δηλώνει για του λόγου το αληθές.

Στο ερώτημα ‘τι του έχει μείνει ανεξίτηλο από αυτή την εποχή’, η ηρεμία του προσώπου του χάνεται και η σύσπαση των χειλιών του προδίδει ότι άγγιξα κάποιο πολύ ευαίσθητο σημείο.

«Η σκληρότητα των δικών μας που είχαν μαγαζιά και έπαιρναν ως εργάτες τους νεοφερμένους», λέει επιγραμματικά, χωρίς βέβαια να είναι διατεθειμένος να σταματήσει εκεί: «Θα σου πω συγκεκριμένα πράγματα και βγάλε τα δικά σου συμπεράσματα. Δούλευα σ’ ένα ρεστοράν που τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και ο μάγειρας ήταν Έλληνες. Κάθε μέρα, εμάς τους νεοφερμένους , μας τάιζαν κεφαλάκια αρνιών στο φούρνο που ήταν για πέταμα. Οι Αυστραλοί, ως γνωστό, δεν έτρωγαν τέτοια πράγματα. Θυμάμαι ότι, μετά από ένα διάστημα, προτιμούσαμε να μείνουμε νηστικοί, παρά να φάμε ξανά κεφαλάκια. Τα είχαμε βαρεθεί. Εγώ πείναγα και δεν μπορούσα με τίποτε να τα αγγίξω. Προτιμούσα να μείνω νηστικός. Ήταν απάνθρωπο. Από τότε ορκίστηκα να μην αδικήσω ποτέ εργάτη και έχω κρατήσει τον όρκο μου» θα καταλήξει με φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΛΙΑ

Με την ευκαιρία της μεγάλης διάκρισης της εταιρίας PROCAL DAIRIES , στα προϊόντα τους και ιδιαίτερα στο γιαούρτι που ήλθε πρώτο μιλάμε με την διευθύντρια πωλήσεων και έρευνας αγοράς, Ήβη Βαφειάδη (κόρη του γνωστού παροικιακού παράγοντα Δημήτρη Πιπεριά), η οποία έχει στους ώμους της ένα πολύ υπεύθυνο κομμάτι της επιχείρησης.

«Εκείνο που με εμπνέει σ’ αυτή τη δουλειά είναι ο επαγγελματισμός του γενικού μας διευθυντή Adam Thyssen, ο οποίος μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον που του έδωσε την ευκαιρία να δημιουργεί και να χτίζει σε βάσεις γερές, έχοντας πάντα το χέρι του στον παλμό των εξελίξεων και να μην αφήνει τίποτε στην τύχη.

Έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το προσωπικό του είναι αμέτοχο.

Εντυπωσιακά ευφυής, σού δίνει πάντα το πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορείς να αναπτύξεις τις δικές σου ικανότητες ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Υπάρχει ο σεβασμός προς τον εργαζόμενο, ενώ την ίδια ώρα δεν έχει κανείς ούτε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο κυβερνήτης γνωρίζει πολύ καλά πού να κατευθύνει το καράβι», λέει η Ήβη η οποία διαθέτει 15 χρόνια πείρας στο χώρο προώθησης των γαλακτομικών, εργαζόμενη σε ελληνικές κυρίως εταιρίες με άριστα αποτελέσματα.

Στο ερώτημα ‘πού νομίζει η ίδια ότι οφείλεται η υπεροχή του προϊόντος που τους εξασφάλισε την πρωτιά’, θα πει ότι «στην επιτυχία του στόχου να φτιαχτεί το γιαούρτι που ο Adam έτρωγε στα ταξίδια του στο χωριό του πατέρα του, στα Βαλιμίτικα Αιγίου!».

Έτσι απλά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έγινε μεγάλος μαραθώνιος και από την ίδια ώστε να το γευτούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, και να φθάσει στο σημείο να είναι στα σουπερμάκετ του Woolworth’s και στα άλλα ανεξάρτητα σουπερμάρκετ στη Βικτώρια με στόχους τη διεθνή αγορά.

Φανερά ικανοποιημένος από την επιτυχία και ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Adam Thyssen, δηλώνει ότι «η έμπνευση πηγάζει από τον πατέρα του ο οποίος τον είχε πάντα κοντά του και του έδινε το χώρο να αναπτύξει δικές του πρωτοβουλίες: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο πατέρας μου υπήρξε για μένα πηγή έμπνευσης από πάρα πολλές πλευρές και πάντα μου άφηνε χώρο να υλοποιήσω τις ιδέες μου. Φυσικά είχα πάντα το δικό του ζωντανό παράδειγμα τόλμης, καινοτομίας και δυναμισμού σε οτιδήποτε επιχειρούσε».

Στο ερώτημα «ποιο είναι το επόμενο στάδιο για το βραβευμένο προϊόν» θα πει ότι «η εξάπλωσή του σ’ όλη την αυστραλιανή αγορά και το ταξίδι του στο εξωτερικό!».

Μ’ ένα χρυσό, βέβαια, διαβατήριο, η επιτυχία, θα έλεγε κανείς, για επικράτηση πέραν των συνόρων, φαντάζει σχεδόν χειροπιαστή.